"Αν κάθε Πρωτοχρονιά
δεν κάνεις απολογισμούς της προσωπικής
σου πορείας, είσαι, κατά τη γνώμη μου,
ένας ευτυχής αμνήμων, δηλαδή ανιστόρητος,
διότι, πάλι κατά τη γνώμη μου, το κύριο
χαρακτηριστικό γνώρισμα, θα έλεγα η
ειδοποιός διαφορά του ανθρώπου από τα
ζώα, είναι η μνήμη, άρα η γνώση του
χρονικού στίγματος εντός του οποίου
δρας, παρελθόν, παρόν και εικαζόμενο
μέλλον, δηλαδή το ιστορικό πλαίσιο.
Τις μέρες που
περνάμε είναι αδύνατον για έναν άνθρωπο
της ηλικίας μου που γεννήθηκε στη
δικτατορία του Μεταξά, βίωσε τραυματικά
το αλβανικό έπος, την Κατοχή, τον Εμφύλιο,
τον δεύτερο διχασμό με τις εξορίες και
τις φυλακές, τα πιστοποιητικά κοινωνικών
φρονημάτων και ύστερα τη δικτατορία
των συνταγματαρχών, να μην προσπαθεί
να καταλάβει «τι πταίει» και κάθε τόσο
γλιστράμε στον ολισθηρό κατήφορο όπου
κάθε στιγμή συναντάμε παγίδες, νάρκες,
βάραθρα, ξερά πηγάδια και τερατώδη
φαντάσματα του παρελθόντος να
καιροφυλαχτούν με πύρινα μάτια και
νύχια γαμψά.
Πριν από 70 χρόνια, την
Πρωτοχρονιά του 1947, ο πατέρας μου ήταν
εξορία, διότι φιλόλογος στην Αταλάντη,
στο γυμνάσιο της πρωτεύουσας της
Λοκρίδας, γενέθλιας πόλης της μάνας
μου, ήταν μέλος του ΕΑΜ, επιφορτισμένος
με τον επισιτισμό των αναξιοπαθούντων
πατριωτών. Διαβασμένος άνθρωπος, με μια
βιβλιοθήκη όπου εκτός από την παγκόσμια
λογοτεχνία δέσποζαν έργα του Δελμούζου,
του Σκληρού, του Βορρέα, του Λορεντζάτου
αλλά και του Τρότσκι, του Ραποπόρτ, του
Γληνού και του «Αληθινού Παλαμά» του
Ζαχαριάδη, έργα του Ζέβγου αλλά και του
Κανελλόπουλου, ο «Λόγος της Λαμίας» του
Γ. Παπανδρέου αλλά και η «Δίκη των έξι»,
η «Δίκη των τόνων», η «Αντιδικία των
τόνων» και η «Δίκη του Ναυπλίου» με
κατηγορουμένους τους εμπνευστές του
«Παρθεναγωγείου του Βόλου».
Αυτός
ο διαβασμένος φιλόλογος που, όταν ήταν
στην Αθήνα στη μετεκπαίδευση των
εκπαιδευτικών, είδε όλες τις μεγάλες
παραστάσεις του Εθνικού με τον Ροντήρη,
τον Βεάκη, την Παξινού, τον Μινωτή, την
Παπαδάκη, τον Γληνό, την Αλκαίου, τη
Μανωλίδου, τον Κατράκη, τον Μαμία, τον
Δενδραμή, και εγώ μεγάλωσα βουτηγμένος
στα προγράμματα του θεάτρου εκείνης
της μοναδικής εποχής.
Αυτόν τον
αισθαντικό άνθρωπο τον συνέλαβαν μέσα
στην τάξη και με χειροπέδες τον πέρασαν
από την κεντρική πλατεία της Λαμίας
Σάββατο πρωί, με τα καφενεία της Πλατείας
Ελευθερίας(!) γεμάτα συμπολίτες, φίλους,
δικηγόρους, γιατρούς, μηχανικούς,
δικαστές που έπιναν το καφεδάκι τους.
Την
Πρωτοχρονιά του 1947, η μάνα μου, απλή
νοικοκυρά, χωρίς κανένα οικονομικό
έσοδο έπρεπε να «γιορτάσει» με τρία
αγόρια 10, 8 και 3 ετών! Τα συγγενικά σπίτια,
πλην μιας εξαίρεσης, είχαν από τον φόβο
των τυράννων της εποχής ερμητικά κλείσει.
Ακόμη και αδέλφια της μάνας μου, δημόσιοι
υπάλληλοι, την ειδοποίησαν να μη χτυπήσει
την πόρτα τους. Επιχειρηματίες που είχαν
βαφτίσει τα αδέλφια μου έδιωχναν τη
μάνα μου για να μην εκτεθούν ότι
περιθάλπουν παιδιά και σύζυγο εχθρού
του έθνους! Μόνο ένας εξ αγχιστείας
θείος, σύζυγος αδελφής του πατέρα μου,
πατεντάτος δεξιός, βασιλόφρων έμπορος,
άνοιξε το σπίτι του, μας έδωσε τρόφιμα
και λίγα χρήματα για τις τρέχουσες
ανάγκες. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που
κοιμάται.
Ο αδελφός της μητέρας μου,
ήρωας του αλβανικού πολέμου και αργότερα
πρωτοπαλίκαρο του Βελουχιώτη, ήταν στις
φυλακές της Λαμίας, τότε που ένας κατ'
απονομήν βασιλικός επίτροπος, δικηγόρος
Αθηνών, έστελνε κάθε μέρα αναπολόγητους
στο εκτελεστικό απόσπασμα δέκα και
δεκαπέντε αριστερούς. Από το σπίτι που
μας χώριζε μια χαμηλή μάντρα εκτελέστηκαν
μέσα σε ένα πρωί πατέρας, γιος και
γαμπρός!
Εκείνη την Πρωτοχρονιά του
'47, με τον τρόμο να κυκλοφορεί ασύδοτος
στον δρόμο, καθήσαμε στο τραπέζι και
κόψαμε τη βασιλόπιτα που ήταν ένα
καρβελάκι ψωμί, δωρεά του φούρναρη, του
οποίου ο φούρνος βρισκόταν δύο σπίτια
μετά το νοικιασμένο δικό μας. Φλουρί
ήταν μια τρύπια δεκάρα. Η μάνα χάραξε
τα μερίδια, του Χριστού, του σπιτιού,
του πατέρα, το δικό της, των τριών γιων.
Δεν ξέρω αν έκανε κάποια καλπουζανιά,
αλλά το φλουρί έπεσε στον εξόριστο
πατέρα και θεωρήθηκε σημείο πως θα
γυρίσει σύντομα.
Το δωμάτιο ζεσταινόταν
με μαγκάλι που έκαιγε με ελιοκούκουτσα,
τα οποία έστελνε με ένα τσουβάλι από τα
λιοτρίβια της Αταλάντης η αδελφή της
μητέρας μου. Φορούσα ακόμη κοντά
παντελόνια και καθώς διάβαζα πάνω από
το μαγκάλι, η κάψα σχημάτιζε στα πόδια
μου, ερεθίζοντας τις φλέβες, δίχτυα
ερυθρά. Και διάβαζα. Τότε είχα ξεκοκαλίσει
την παγκόσμια λογοτεχνία από τη βιβλιοθήκη
του πατέρα, όλους τους κλασικούς, Τολστόι,
Ντοστογέφσκι, Μπαλζάκ, Ντίκενς,
Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό, Καρκαβίτσα και
Καραγάτση. Με είχε κατακυριεύσει μια
έμμονη φοβία. Όταν είχαμε πάει στη φυλακή
όπου κρατούνταν ο πατέρας μου (που ήταν
το σχολείο στο οποίο πρωτοπήγα στην Α'
Δημοτικού) με τη μάνα μου για να του
δώσουμε τη βαλίτσα αφού έφευγε για την
εξορία, στην Ικαρία, είχα σχηματίσει
την πανικόβλητη εντύπωση πως δεν θα τον
ξαναδώ και αισθάνθηκα ως μεγαλύτερος
γιος (10 χρονών!) την ανάγκη να ετοιμαστώ
ώστε αν χρειαστεί να αναλάβω την
οικογένεια! Και γι' αυτό διάβαζα σαν
μανιακός, πολύ συχνά ξενυχτούσα
διαβάζοντας, έχοντας την ψευδαίσθηση
πως η γνώση θα με εφοδίαζε με πρόσθετα
προσόντα στην αγορά εργασίας.
Έτσι
τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς του 1947 εγώ
διάβασα τους «Φτωχούς» του Ντοστογέφσκι
στις εκδόσεις του Ελευθερουδάκη και
ανήμερα την Πρωτοχρονιά όλα τα
χριστουγεννιάτικα διηγήματα του
Παπαδιαμάντη και του Βουτυρά, αλλά και
τον χριστουγεννιάτικο «Τρελλό» του
Νιρβάνα, ένα αριστούργημα.
Η βιβλιοθήκη
του πατέρα μου ήταν ένα σωσίβιο για την
ερημιά μου, μια όαση στην έρημο όπου
ζούσαμε οι μισοί Έλληνες τότε.
Εβδομήντα
χρόνια μετά, στο τέλος του βίου μου,
προσπαθώντας να επιβιώσω διδάσκοντας
με ωρομίσθια αμοιβή για να συμπληρώσω
την κουτσουρεμένη σύνταξή μου, εκείνα
τα βράδια και τα ξενύχτια πάνω από τη
χόβολη του μαγκαλιού με τα αγαπημένα
σωσίβια των μεγάλων πεζογράφων και
ποιητών θα έπρεπε να είναι μια ανάμνηση
ευγνωμοσύνης. Όμως δυστυχώς είναι σχέδιο
ζωής για να τελειώσω τον βίο μου χωρίς
να καταλήξω στα συσσίτια του Δήμου και
της Αρχιεπισκοπής. Μη νομίζετε ότι
επιχειρώ να γράψω μια μελό ιστορία.
Σαράντα έξι χρόνια χωρίς διακοπή και
χωρίς διακοπές, ακόμη και άρρωστος και
εγχειρισμένος, ήμουν σε αυτές τις στήλες
Σάββατο και Δευτέρα. Χιλιάδες αναγνώστες
συμφώνησαν, διαφώνησαν, εκτίμησαν και
πολέμησαν τα γραπτά μου. Λειτούργησε ο
δημοκρατικός διάλογος. Η ουσία της
πολιτικής και πνευματικής ζωής. Νόμιζα
πως δεν θα έφτανα να ξαναπώ τους στίχους
του Κάλβου: «Δεν με θαμβώνει πάθος
κανένα· εγώ την λύραν κτυπάω, και ολόρθος
στέκομαι σιμά εις του μνήματός μου τ'
ανοικτόν στόμα».
Χάρη στην τακτική
μου επικοινωνία με το κοινό των αγαπημένων
εφημερίδων («Το Βήμα» και «ΤΑ ΝΕΑ»)
αξιώθηκα να επισκεφθώ και να μιλήσω
αμισθί σε 52 ελληνικές πόλεις και να
γνωρίσω έξοχους ανθρώπους και φανατικά
για γράμματα παιδιά.
Δεν φανταζόμουν
ποτέ πως 70 χρόνια μετά την Πρωτοχρονιά
του '47 θα αναζητούσα πάλι το μαγκάλι και
την καταφυγή στα σωσίβια της βιβλιοθήκης
μου για να γλυκάνω στα στερνά μου. "
Από την εφημερίδα Τα Νέα άρθρο 30/12/2016
Κ.Χ.Μύρης ακα Κώστας Γεωργουσόπουλος
Η δικαιοσύνη, πάμφωτη κατοικεί στα καπνισμένα καλυβάκια των φτωχών, τιμώντας τη ζωή τη ζυγιασμένη.
Παίρνει των οματιών της και φεύγει, απ’ τα παλάτια, που `χτιζαν χρυσά, άνομα βρώμικα χέρια.
Και φτάνει σε θύρες αγνές, ταπεινές, μισώντας την χάρτινη δύναμη, του φουσκωμένου πλούτου.
Κι όλα τα κατευθύνει, προς το μοιραίο τέλος, η δικαιοσύνη.