Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

Αγαπημένοι μου ποιητές μέρος τέταρτο

 Τέταρτη και τελευταία ανάρτηση των αγαπημένων μου ποιητών.


Ντίνος Χριστιανόπουλος

 (Θεσσαλονίκη, 20 Μαρτίου 1931 - Θεσσαλονίκη, 11 Αυγούστου 2020)

Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:

μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.

Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –

μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,

γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,

ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.

Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια

Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.

Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα

Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.

Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:

χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.


Κώστας Καρυωτάκης

(Τρίπολη Αρκαδίας, 30 Οκτωβρίου 1896 - Πρέβεζα, 21 Ιουλίου 1928)


Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα…


Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

είδα το βράδυ αυτό.

Κάποια χρυσή,

λεπτότατη στους δρόμους ευωδιά.

Και στην καρδιά αιφνίδια καλοσύνη.

Στα χέρια το παλτό,

στ’ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.

Ηλεκτρισμένη από φιλήματα

θα ’λεγες την ατμόσφαιρα.

Η σκέψις, τα ποιήματα,βάρος περιττό.

Έχω κάτι σπασμένα φτερά.

Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε

το καλοκαίρι αυτό.

Για ποιάν ανέλπιστη χαρά,

για ποιές αγάπες

για ποιό ταξίδι ονειρευτό.


          Νίκος Καζαντζάκης

(Ηράκλειο Κρήτης, 18 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1883 – Φράιμπουργκ, Γερμανία, 26 Οκτωβρίου 1957)

ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ

 Σκληρό θέσαμε νόμο να ρυθμίζει

τη γνώμη μας κι ανέλπιδοι κρατάμε

τα στενά της ζωής, κι όλοι κινάμε,

καβάλα στ’ όνειρό μας, όπου ορίζει

ο νομοθέτης νους μας. Μετερίζι

δε θέμε, γιατί ξέρομε πως πάμε

του Χάρου τα κορμιά μας και δε σπάμε

το κύμα των βαρβάρων που χυμίζει

στην Πατρίδα. Μα ο νους εμάς φτερούγες

τανυώντας λεύτερες χάμου τη νίκη

παραιτά κι αητός δικέφαλος ούγες

κεντά με τ’ όνειρό του τη λαμπράδα

κι ανθεί, στης βάρβαρης νύχτας της φρίκη,

άνθος λευκό τη νικημένη Ελλάδα.


Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης, 

(20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου 1988)

Περιμένοντας τὸ βράδυ

Δὲν ξέρω πῶς, δὲν ξέρω ποῦ, δὲν ξέρω πότε, ὅμως τὰ βραδιὰ
κάποιος κλαίει πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα
κι ἡ μουσικὴ εἶναι φίλη μας – καὶ συχνὰ μέσα στὸν ὕπνο
ἀκοῦμε τὰ βήματα παλιῶν πνιγμένων ἢ περνοῦν μὲς
στὸν καθρέφτη πρόσωπα
ποῦ τὰ εἴδαμε κάποτε σ᾿ ἕνα δρόμο ἡ ἕνα παράθυρο
καὶ ξανάρχονται ἐπίμονα
σὰν ἕνα ἄρωμα ἀπ᾿ τὴ νιότη μᾶς – τὸ μέλλον εἶναι ἄγνωστο
τὸ παρελθὸν ἕνα αἴνιγμα
ἡ στιγμὴ βιαστικὴ κι ἀνεξήγητη.
Οἱ ταξιδιῶτες χάθηκαν στὸ βάθος
ἄλλους τοὺς κράτησε γιὰ πάντα τὸ φεγγάρι
οἱ καγκελόπορτες τὸ βράδυ ἀνοίγουνε μ᾿ ἕνα λυγμὸ
οἱ ταχυδρόμοι ξέχασαν τὸ δρόμο
κι ἡ ἐξήγηση θὰ ᾿ρθεῖ κάποτε
ὅταν δὲν θὰ χρειάζεται πιὰ καμία ἐξήγηση
Ά, πόσα ρόδα στὸ ἡλιοβασίλεμα – τί ἔρωτες Θέε μου, τί ἡδονὲς
τί ὄνειρα,ἂς πᾶμε τώρα νὰ ἐξαγνιστοῦμε μὲς στὴ λησμονιά.


Κατερίνα Γώγου

(Αθήνα, 1 Ιουνίου 1940 - Αθήνα, 3 Οκτωβρίου 1993)

                                                                     Πάει. Αυτό ήταν.


Πάει. Αυτό ήταν.

Χάθηκε η ζωή μου φίλε

μέσα σε κίτρινους ανθρώπους

βρώμικα τζάμια

κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.

Άρχισα να γέρνω

σαν εκείνη την ιτιούλα

που σού `χα δείξει στη στροφή του δρόμου.

Και δεν είναι που θέλω να ζήσω.

Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.

Κι ούτε που θα σε ξαναδώ.


Μίλτος Σαχτούρης

(Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005)


Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ

Ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια

σὰν πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα

(αὐτός) ὁ νεκρὸς γεννιέται μέσα μου

δὲ θέλει δῶρα

δὲ θέλει χρήματα

πάγο καὶ χρόνια

χιόνια καὶ πάγο

σκισμένα ροῦχα

ἀχνὰ παπούτσια

ὁ χρυσὸς νεκρὸς

θὰ βγεῖ ἔξω

δὲν τὸν γνωρίζει κανένας

τὸν ἀλήτη νεκρὸ

θὰ κάτσει στὸ πικρὸ καφενεῖο

νὰ πιεῖ τὸν καφέ του

κι ὕστερα πάλι

σὲ λίγες μέρες

ἥσυχα θὰ πεθάνει

(ὁ νεκρός)

ὅταν ἔρθει ὁ χρόνος

κι ὅλες οἱ ρόδες

κόκκινες ὅπως πρῶτα

θὰ γυρίζουν πάλι.


Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2023

Αγαπημένοι μου ποιητές μέρος τρίτο

 Προτελευταία ανάρτηση των αγαπημένων μου ποιητών.


 Κική Δημουλά 

(Αθήνα, 6 Ιουνίου 1931 – Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 2020)

ΑΓΓΕΛΙΕΣ

Διατίθεται ἀπόγνωσις
εἰς ἀρίστην κατάστασιν,
καὶ εὐρύχωρον ἀδιέξοδον.
Σὲ τιμὲς εὐκαιρίας.

Ἀνεκμετάλλευτον καὶ εὔκαρπον
ἔδαφος πωλεῖται
ἐλλείψει τύχης καὶ διαθέσεως.

Καὶ χρόνος
ἀμεταχείριστος ἐντελῶς.

Πληροφορίαι: Ἀδιέξοδον
Ὥρα: Πᾶσα.


Γεώργιος Βιζυηνός

(Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης),

 Βιζύη, 8 Μαρτίου 1849– Αθήνα, 15 Απριλίου 1896

ᾎσμα

Σὰν τὴν ἀστέρευτη πηγή,
ποὺ βουρβουλᾷ μέσ᾿ στὰ βουνά,
τὰ δάκρυά μου στὴ σιγὴ
κατρακυλοῦν παντοτεινά.

Κάμνουν ταῖς πέτραις μαλακιαίς,
ὀργόνουν μάρμαρα γερά,
καὶ σταὶς βαθειαίς των αὐλακαὶς
βλαστάνουν λούλουδ᾿ ἀνθηρά.

Μόν᾿ ἡ καρδιά σου δὲν μπορεῖ
νὰ λυγισθῇ, ν᾿ ἁπαλυνθῇ
μόνο σ᾿ ἐκείνη τὴν σκληρὴ
ὀλίγη ἀγάπη δὲν ἀνθεῖ.


Νίκος Γκάτσος

 (Ασέα Αρκαδίας, 8 Δεκεμβρίου 1911 - Αθήνα, 12 Μαΐου 1992)

Μεγάλη Δευτέρα

Ὁ ὤν και ὁ ἦν ὁ ἐρχόμενος.
Τό Ἄλφα καί τό Ὠμέγα.

Περίμενέ με μάνα μου περίμενέ με ἀκόμα
ὥσπου νά φτάσει ἡ ἄνοιξη στό παγωμένο χῶμα.

Ὁ γεωμέτρης τοῦ ἀχανοῦς.
Ὁ ποιμήν τῶν ἀστέρων.

Περίμενέ με μάνα μου σάν το πουλί τοῦ νότου
πού σμίγει μάτι καί φτερό νά βρεῖ τόν οὐρανό του.

Ὁ κυβερνήτης τῶν Ἀριθμῶν.
Ὁ δαμαστής τῶν Σημείων.

Περίμενέ με μάνα μου κάποια Παρασκευή σου
στήν πύλη του παράδεισου στό φρέαρ τῆς αβύσσου.

Ἐγγύς. Ἐγγύτατο ὁ καιρός.
Ὁ ὤν και ὁ ἦν ὁ ἐρχόμενος.


Γιώργος Σεφέρης 

(πραγματικό όνομα: Γεώργιος Σεφεριάδης),

 Βουρλά, Σμύρνη, 29 Φεβρουαρίου/13 Μαρτίου 1900  – Αθήνα, 20 Σεπτεμβρίου 1971

Πρωί

Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ξεδίπλωσε
τὸ μαῦρο πανὶ πλατιὰ καὶ τέντωσέ το
ἄνοιξε τὰ μάτια καλὰ στύλωσε τὰ μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πὼς τὸ μαῦρο πανὶ ξεδιπλώνεται
ὄχι μέσα στὸν ὕπνο μήτε μέσα στὸ νερὸ
μήτε σὰν πέφτουνε τὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα
καὶ βουλιάζουνε λοξὰ σὰν κοχύλια,
τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο δέρμα τοῦ τυμπάνου
σκεπάζει ὁλόκληρο τὸν ὁρίζοντά σου
ὅταν ἀνοίξεις τὰ μάτια ξεκούραστος, ἔτσι.
Ἀνάμεσα στὴν ἰσημερία τῆς ἄνοιξης καὶ τὴν ἰσημερία
τοῦ φθινοπώρου
ἐδῶ εἶναι τὰ τρεχάμενα νερὰ ἐδῶ εἶναι ὁ κῆπος
ἐδῶ βουίζουν οἱ μέλισσες μὲς στὰ κλωνάρια
καὶ κουδουνίζουνε στ᾿ αὐτιὰ ἑνὸς βρέφους
καὶ ὁ ἥλιος νά! καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ παραδείσου
ἕνας μεγάλος ἥλιος πιὸ μεγάλος ἀπ᾿ τὸ φῶς.


Οδυσσέας Ελύτης

 (πραγματικό όνομα: Οδυσσέας Αλεπουδέλλης) 

Ηράκλειο Κρήτης, 2 Νοεμβρίου 1911 - Αθήνα, 18 Μαρτίου 1996

Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1979

Σώμα του καλοκαιριού

Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνὸ καμένο
Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ τὸ ἀλάτι
Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ῥῖγος τῆς καρδιᾶς
Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς
Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρὸ ἐφηβαῖο
Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες
Σῶμα βαθὺ πλεούμενο τῆς μέρας!


Νίκος Καββαδίας 

(11 Ιανουαρίου 1910 - 10 Φεβρουαρίου 1975)

Ἀντινομία

Ὁ ἔρωτάς σου μία πληγὴ καὶ τρεῖς κραυγές.
Στὰ κόντρα σκούζει ὁ μακαρᾶς καθὼς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη τοῦ βυθοῦ - χίλιες ὀργιὲς -
τοῦ Ποσειδώνα ἐγὼ σὲ κέρδισα στὸ ζάρι.

Καὶ σ᾿ ἔριξα σ᾿ ἕνα βιβάρι σκοτεινὸ
ποὺ στέγνωσε καὶ ξανεμίστηκε τὸ ἁλάτι.
Μὰ ἐσὺ προσμένεις ἀπ᾿ τὸ δίκαιον οὐρανὸ
τὸ στεριανό, τὸ γητευτή, τὸν ἀπελάτη.

Ὅταν θὰ σμίξεις μὲ τὸ φῶς ποὺ σὲ βολεῖ
καὶ θὰ χαθεῖς μέσα σὲ διάφανη ἀμφιλύκη
πάνω σὲ πράσινο πετούμενο χαλί,
θὰ μείνει ὁ ναύτης νὰ μετρᾶ τὸ ἄσπρο χαλίκι.


Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2023

Αγαπημένοι μου ποιητές μέρος δεύτερο

 

Συνεχίζω με τις παραθέσεις αγαπημένων μου ποιητών και το μόνο σίγουρο είναι ότι θα ακολουθήσουν  άλλες δύο αναρτήσεις.


Μήτσος Παπανικολάου 
(Υδρα, 1900 - 1943)

ΦΑΥΝΟΙ

 Θα χορέψουμε στο φως των άστρων,

θα τρέξουμε ξυπόλητοι στην άσφαλτο του δρόμου,

στα φώτα των αυτοκινήτων που θα ’ρχονται

θα κοιμηθούμε στα ψηλά χόρτα κοντά στους βατράχους.

 Θα μείνουμε μόνοι.

 Έπειτα θά ’ρθουν τα φιλήματα να κλείσουνε τα μάτια μας,

τα χέρια θα ενώσουμε στον ύπνο

και το πρωί θα ξυπνήσουμε πεθαμένοι.



Αλέξανδρος Μπάρας 
(πραγματικό όνομα: Μενέλαος Αναγνωστόπουλος) 

(Κωνσταντινούπολη 1906 -  Αθήνα 22 Ιανουαρίου 1990)

Ναύσταθμου λύπες

 

Παμπάλαιο κι ερείπιο ένα πλοίο
είδα άθλια γερμένο σ’ ένα πλάι,
με τα πλευρά του που η σκουριά πια τα ’χει φάει
με το τιμόνι του έξω απ’ τα νερά,
σπασμένο, δαγκωμένο
απ’ άγνωστο της θάλασσας θηρίο.

  
Τέτοιο τρισάθλιο κι ερείπιο ένα πλοίο…
Κι όμως –ποιος θα το πίστευε;-
απ’ το γυρτό φουγάρο του φαινόταν
μια υποψία καπνού ν’ αργανεβαίνει
αδύναμη ψηλά και να σκορπιέται…
(Είχε το ερείπιο μες στα σπλάχνα του κρυμμένη
Μια τελευταία σπίθα, κι ίσως ίσως
μελλοντικά ταξίδια ονειρευόταν,
ίσως με τέτοια ελπίδα αποκοιμόταν
τα βράδια μες στην πλήξη του ναυστάθμου…)

  
Το κοίταζα. Κι ο νους μου άθελα πήγε
σε κάτι ομοιοκατάντητους ανθρώπους
που έτσι η ζωή σιγά σιγά τους τρώει…
 
Κι οι παραλληλισμοί μου ήρθαν αθρόοι.


Νίκος  Αλέξης Ασλάνογλου

(Θεσσαλονίκη, 17 Σεπτεμβρίου 1931 - Αθήνα, 6 Αυγούστου 1996) 

Αεροδρόμιο Μίκρας

Ομίχλη κατεβαίνει με τ’ απόγευμα κι ο δρόμος
χαρακώνει το φως κομματιαστά γυρνώντας
μέσα στο άλλο φέγγος, σαν ξεγύμνωμα
σ’ έναν απαίσιο αδυσώπητο βιασμό
Τότε λάμπουν για μας οι προβολείς, λάμπουν για σένα
ανάβουνε οι δυνατοί φακοί κι όλα φωτίζουν
το στόμα, τα μαλλιά, το νυχτωμένο σώμα˙
έτσι φέγγει βαθιά στον ουρανό η αγάπη μας
θρυμματισμένη μουσική στον αερολιμένα, φέγγει
για τη στιγμή που η φλόγα εγγίζει
γλείφοντας το δοσμένο χέρι, κι όμως τρέμει
σαν ανοιχτή πληγή στη μουσκεμένη ώρα
Ομίχλη κατεβαίνει με τ’ απόγευμα
μες στο μισόφωτο αλλάζουν όλα όψη, εξωραΐζονται
και ντύνονται το άλλο φως, το πιο δικό μας



Κώστας Βάρναλης 

(14/26 Φεβρουαρίου 1884 – 16 Δεκεμβρίου 1974)


Πρωτοχρονιάτικο

Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.

Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.

Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».


Γιάννης Ρίτσος

(Μονεμβασιά 1 Μαΐου 1909 – Αθήνα 11 Νοεμβρίου 1990)

Τ’ άσπρα βότσαλα

Ετούτα τ΄άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι λάμπουν στον ήλιο. 

Κανένας δε μαντεύει από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. 

Κανένας δεν υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες καταδύσεις τ’ ανέβασες. 

Με τι στερήσεις κι αρνήσεις τ’ απέσπασες από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. 

Γι΄αυτό λαμποκοπούν τόσο λευκά 

με τη σεμνή τους περηφάνια ν΄αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους 

και ποτέ να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης. 



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 (Σκιάθος, 4 Μαρτίου 1851 - 3 Ιανουαρίου 1911 )


Το σκοτεινό τρυγόνι 


Μάνα μου,
εγώ είμαι τ’ άμοιρο
το σκοτεινό τρυγόνι
όπου το δέρνει ο άνεμος
βροχή που το πληγώνει..

Το δόλιο
όπου κι αν στραφεί
απ’ όπου κι αν περάσει
δε βρίσκει πέτρα να σταθεί
κλωνάρι να πλαγιάσει..

Εγώ βαρκούλα μοναχή
βαρκούλα αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό
σε θάλασσα αφρισμένη..

Παλεύω με τα κύματα
χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα
πλην την ευχή σου μόνη.


Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2023

Αγαπημένοι μου ποιητές μέρος πρώτο

 

Όσο περνούν τα χρόνια και ξεχνάω όλο και περισσότερο. Για αυτό αποφάσισα όλους τους ποιητές που μ’ αρέσουν τα ποιήματά τους να τους μαζέψω σε αναρτήσεις όπου θα παραθέτω παρακάτω τα ονόματά τους κι από ένα ποίημα.



          ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΠΑΣ 

(Τρίκαλα Θεσσαλίας 1906-Αθήνα 1997)

 Πατέρα…
Σαν έβγαλαν τα κόκαλά σου
η μητέρα ήταν άρρωστη.
Και δεν μπόρεσε να ρθει στο Κοιμητήρι.
Μα κουβεντιάζει κάθε μέρα μαζί σου.
Τα βιβλία σου έγιναν σύνταξη
Και της εξασφάλισαν το ψωμί της
Και το ξανθό μουστάκι σου φύτρωσε
Πα στα χείλη του εγγονού σου.



ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ

 

Αξιωματικός

Στο σκολειό, πολλές φορές η δασκάλα μάς ρωτούσε :

- Και τι θα γίνετε σα μεγαλώσετε, τι θα γίνετε

όταν σκορπίσετε από δω,

σαν γίνετε άντρες;

Kατέβαζα το κεφάλι κι έλεγα μέσα μου:

- Αξιωματικός πάνω στο άλογο, αξιωματικός ! ...

Μα τώρα που γνωρίζω τι σημαίνουν τα παράσημα,

τ' αστέρια πάνω στις επωμίδες, τώρα που γνωρίζω

τι σημαίνουν οι γυαλισμένες μπότες, τι σημαίνουν

τα σπιρούνια και οι ματωμένες σάλπιγγες,

προτιμώ να ' μαι βοσκός με τα γελάδια

όλη μέρα, βρέχει, χιονίζει, στο δάσος...



ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

(Αλεξάνδρεια, 29 Απριλίου 1863 - 29 Απριλίου 1933)


Μονοτονία

Την μια μονότονην ημέραν άλλημονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουντα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι —οι όμοιες στιγμές μάς βρίσκουνε και μας αφήνουν.

Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει


ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

(Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 - Αθήνα27 Φεβρουαρίου 1943)


Το ταξιδι

 

Μου σφίγγει ο καημός σαν θηλειά το λαιμό

και μες την καρδιά με δαγκώνει σαν φίδι

παράξενο θέλω ν' αρχίσω ταξίδι

χωρίς μα χωρίς τελειωμό

Το δρόμο μου αργά να τραβώ,

να τραβώ αλλά πουθενά

και ποτέ να μη στέκω

ψυχή να μη βρίσκω

 ή πάντα να μπλέκω

με κόσμο τυφλό και βουβό

Να νιώθω τριγύρω πλατιά ερημιά

 κλεισμένα τα σπίτια

τα τζάκια σβησμένα ψηλά

να μη φέγγει αστέρι κανένα

και κάτω γυναίκα καμία

το δρόμο μου αργά να τραβώ,

να τραβώ αλλά πουθενά

και ποτέ να μη στέκω

ψυχή να μη βρίσκω

ή πάντα να μπλέκω

με κόσμο τυφλό και βουβό

 Ίσως σε τέτοιο ταξίδι

αν βρεθώ ατέλειωτο,

έρμο σ' αγνώριστη χώρα

δε θα 'χω περίσσεια λαχτάρα

σαν τώρα αγάπη από σε να χαθώ.


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

(Ζάκυνθος, 8 Απριλίου 1798 − Κέρκυρα, 9 Φεβρουαρίου 1857)

        Γαλήνη

Δὲν ἀκούεται οὔτ᾿ ἕνα κῦμα

εἰς τὴν ἔρμη ἀκρογιαλιά,

Λὲς καὶ ἡ θάλασσα κοιμᾶται

μὲς τῆς γῆς τὴν ἀγκαλιά.


ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

(17 Ιουλίου 1926 - 28 Σεπτεμβρίου 1990)


Η νύχτα με συμφέρει

Πράγματι η νύχτα με συμφέρει.
Πρώτα-πρώτα ελαττώνει τις φιλοδοξίες·
ύστερα 
διορθώνει τις σκέψεις· έπειτα
συμμαζώνει τη θλίψη και την κάνει υποφερτότερη
τη σιωπή με σέβας ανατέμνει·
εξαίρει την όσφρηση μα προπάντων η νύχτα περιζώνει.

The Longing

                   9 χρόνια κλείνει αυτό το ιστολόγιο και όταν το ξεκίνησα ήθελα να εκφράσω προσωπική αποτύπωση συναισθημάτων, παρουσιάσεις ...