Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

The Longing

                
 

9 χρόνια κλείνει αυτό το ιστολόγιο και όταν το ξεκίνησα ήθελα να εκφράσω προσωπική αποτύπωση συναισθημάτων, παρουσιάσεις βιβλίων, παρουσιάσεις κινηματογραφικών ταινιών, παρουσιάσεις ραδιοφωνικών εκπομπών και αυθόρμητη έκφραση σκέψεων και ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα έρθει η στιγμή να παρουσιάσω σε αυτό το ιστολόγιο ένα παιχνίδι ηλεκτρονικού υπολογιστή.  

Το The Longing είναι ένα ιδιόρρυθμο παιχνίδι γιατί χρειάζεται 400 πραγματικές ημέρες για να τελειώσει και κινείται με ρυθμό που απλόχερα θα μπορούσε να περιγραφεί ως στάσιμο. Η πρώτη λέξη που εμφανίζεται ποτέ στην οθόνη είναι "Περιμένετε!" Απλές εργασίες, όπως το περπάτημα σε μερικές σκάλες συνεχίζονται για πάντα ή το άνοιγμα μιας πόρτας μπορεί να χρειαστεί και 2 ώρες πραγματικού χρόνου. Ετσι η αναμονή γίνεται προωταγωνιστής  και πιο συγκεκριμένα ο εσωτερικός αναστοχασμός που φέρνει ο προσμονή κάποιου γεγονότος, που τοποθετείται αρκετά μακριά χρονικά.

Το παιχνίδι σας βάζει στο ρόλο μιας «σκιάς», ενός μικρού πλάσματος που ζει στην υπηρεσία ενός αρχαίου βασιλιά. Στην αρχή του The Longing, ο βασιλιάς σας λέει ότι πρέπει να πέσει σε ένα είδος χειμερίας νάρκη και σας αφήνει να περιμένετε. Ο πανύψηλος βασιλιάς κάθεται σε έναν γιγάντιο θρόνο, περιστασιακά ροχαλίζει, και μένεις μόνος σε έναν σκοτεινό, στρεβλό, υπόγειο κόσμο. Έχετε 400 μέρες μέχρι να ξυπνήσει. Τι θα κάνεις?

Το The Longing είναι, στον πυρήνα του σε μία πρώτη οπτική είναι ένα παιχνίδι διαχείρησης  του χρόνου. Σε μία δεύτερη οπτική όμως ίσως είοναι η ίδια η πορεία ζωής ενός ανθρώπου.  Θα σας παραθέσω μερικές από τις ενέργειες του πρωταγωνιστή του παιχνιδιού.

                      

Ένας βασιλιάς/θεότητα κάτω-από-το-βουνό λοιπόν, αναθέτει στο χαρακτήρα μας, μια Σκιά, την υποχρέωση να τον ξυπνήσει αφού ανακτήσει τις δυνάμεις του μετά από λήθαργο 400 ημερών. Σε όλη αυτή την περιόδο, η Σκιά είναι ελεύθερη να περιπλανηθεί σε όλο το υπόγειο βασίλειο, αρκεί να μη το εγκαταλείψει ποτέ.

Αρχικα κραταει κατι μεσα στην χουφτα του ενός του χεριου και φαινετε σαν να πλαθει κατι  ,( ο θεος; ) μια σκια.

Στην συνεχεια η σκιά  όταν σκυβει για να παρει το πρωτο καρβουνο λεει ότι ενας αδερφος γυριζει πισω γιατι το καρβουνο πεφτει από τον θολο του βουνο μετενσαρκωση σε μια νεα ζωη ;;

Μου αρεσει η μυρωδια της γης Χους ει και εις χουν απελεύσει Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος αποτελείται από χώμα και θα καταλήξει εις το χώμα.

Οι απογοητευσεις είναι  τα αδιεξοδα που γερνει καμια φορα η ζωη αρα είναι η πορεια προς την γεννηση η τον θανατο.

Πολλες φορες πεφτει σε βαθεια καταθλιψη κι αυτό φαινετε από τους μονολογους τους.


                    

«δεν εχω να μηλισω σε κανενα».

«άλλη μια περασε περασε στην μοναξια μου»

"αυτό φαίνεται σαν ένα υπέροχο μέρος για να είσαι μοναχικός" 

 "Δεν έχω καταλάβει ποτέ τη ζωή"

Επισης όταν βγαζει ένα κρυσταλο του λεει συγνωμη που θα σε βγαλω αλλα θελω να σε λυτρωσω από την μοαξια σου οποτε σε παρω σπιπι μου να κανουμε παρεα

Εχει πολλες φορες δει καποια ονειρα που σε βοηθανε για το παιχνιδι και ταυτοχρονα δινουν καποια ελπιδα στον ηρωα

«ονειρευτηκα ένα πηγαδι»

«θελω να δω το φως του ηλιου»

Επισης είναι διχασμενος με το αν πρεπει να προχωρησει τον δρομο του η να γυρισει πισω

«πολύ απομακρυνθηκα από τον βασιληα» δεν πιστευω να πει τιποτα ο βασιληας αν παρω ένα κοματι χαρτι»

Δεν υπάρχει κανένας σαφής στόχος εκτός από το να περιμένεις η να περιπλανηθείς στον αχανεί  χάρτη που τον αποκαλύπτεις καθώς  το ρολόι κυλά αντίστροφα  είτε παίζεις είτε όχι.


                   

Όσο εξοπλίζει καλύτερα το σπίτι η σκιά  ο χρόνος που περνάμε εκεί καμπυλώνεται, κυλώντας τελικά πιο γρήγορα από το αρχικό 1-1 με τον κόσμο πάνω-από-τη-γη. Αυτό λειτουργεί ως εργαλείο για να λύσουμε τους γρίφους που απαιτούν την αναμονή μας σε ένα πιο ρεαλιστικό χρονικό πλαίσιο από τον κόσμο της Σκιάς, αλλά και πάλι σε ένα πολύ πιο αργό μοτίβο από ό,τι έχουμε συνηθίσει σε άλλα adventure. Με την πάροδο του χρόνου τα λαγούμια φαντάζουν πιο γνώριμα, βλέπουμε θαυμαστά σημεία του βασιλείου, γνωρίζουμε τη Σκιά και τη μοναξιά της και τελικά καλούμαστε να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε γι’ αυτή. Ένας από τους βασικούς τρόπους να περάσει η ώρα είναι η ανάγνωση, πραγματικών έργων λογοτεχνίας από το project Gutenberg, από βιβλία που βρίσκει στο βασίλειο η Σκιά.

Είναι συμβολικό το γεγονός ότι για να πετύχεις τον πρώτο στόχο που είναι το άνοιγμα μιας πόρτας χρειάζεσε 2 ώρες πραγματικού χρόνου , ενώ για να φτάσεις στο τελευταίο επίτευγμα χρειάζεσε 360 ημέρες πραγματικού χρόνου.

Η διαδρομή σου σε μιά αέναη περιήγηση σε φέρνει σε μία  αρχαία βιβλιοθήκη όπου μπορείτε να μαζέψεις όλα τα βιβλία που θα σε βοηθήσουν να καμπυλώσεις τον πραγματικό χρόνο,  ή έναν καταρράκτη που πέφτει επάνω σε κρυστάλλους που δίνουν φώς στο σκότος της σπιλιάς ή ίσως ένα δωμάτιο γεμάτο με φωτεινό φως που δεν φαίνεται να τελειώνει ποτέ. 

Η μοναχικότητά σε οδηγεί να κάνεις φιλίες με μια αράχνη και να μιλήσεις σε έναν πέτρινο τοίχο. 


Το The Longing είναι ένα ιδιόρρυθμο παιχνίδι. Μοιάζει περισσότερο με άσκηση υπομονής και σίγουρα δεν είναι για όλους. Είναι μόνο για αυτούς που θέλουν να αναστοχαστούν την ύπαρξή τους μέσα από ένα παιχνίδι Το artwork του και η γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα προσφέρουν τα μέγιστα στη δημιουργία ενός μυθολογικού πέπλου που θέλει να τραβήξει ο παίκτης για να δει τη συμβαίνει στον κόσμο αυτό. Η μουσική και τα κλειστοφοβικά ambient υποβάλλουν τον παίκτη στη σημασία του ρόλου του ως φύλακα του έρημου βασιλείου. Είναι  ένα μεγάλο ρίσκο που προσωπικά θεωρώ πως το κερδίζει ως εμπειρία. Αν σας κερδίσει θα σας κάνει να  κοιμηθείτε με τη σκέψη της Σκιάς, να ξυπνήσετε με προσμονή για την πρόσβαση που αποκτήσατε μια μέρα μετά σε ένα καινούργιο σημείο των σπηλαίων σε μια συγκυρία αναμονής και περιορισμένης περιπέτειας.

 

 'Εξι μήνες μετά την αρχή του παιχνιδιού κι όμως, εδώ είμαι, ένα μήνα αφότου ξεκίνησα για πρώτη φορά, και δεν φαίνεται να μπορώ να σταματήσω να παίζω και έφτασα στο σημείο να γράψω και κριτική στο ιστολόγιο μου για αυτό το παιχνίδι.





Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2023

Η Αλήθεια του ενός ανθρώπου είναι το ψέμα του άλλου

 



Ο σχηματισμός άποψης, η γνώμη, είναι το θεμελιωδέστερο πακέτο νοητικής διεργασίας του ανθρώπου. Είναι ο οδηγός κάθε προσωπικής επιλογής, η βάση του χαρακτήρα, η πυξίδα της ζωής του κάθε ανθρώπου, η πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ταυτόχρονα είναι και κάτι ιερό με την θρησκευτική έννοια: στις 3 βασικές μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Θεός παρ' όλη την εκδικητικότητά του καθώς απαιτεί την τυφλή πίστη σου σε αυτόν υπό την απειλή αιώνιας καταδίκης σε φριχτά βασανιστήρια, επιτρέπει στον άνθρωπο την άποψη ΚΑΙ την λεκτική ΚΑΙ την έμπρακτη έκφραση αυτής της άποψης. 

Μάλιστα όχι απλά την επιτρέπει, αλλά αυτή είναι προαπαιτούμενο της τελικής του κρίσης. Σου δίνει την ευχέρεια να ζήσεις μια ολόκληρη ζωή με λάθος (κατ' αυτόν) απόψεις, και να υποφέρεις για αυτές μια αιωνιότητα, αλλά τουλάχιστον για το διάνυσμα της ζωής σου δικαιούσαι να τις έχεις και να τις εκφράζεις.

Έτσι λοιπόν, η φίμωση της άποψης είναι και ανίερη και βαθύτατα απάνθρωπη. Αφαιρώντας τα βασικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά από το ανθρωποειδές homo sapiens sapiens, αυτό αλλοιώνεται σταδιακά μέχρι που δεν μένει παρά ένα ζώο. Αυτός του οποίου η άποψη φιμώνεται, συνεχίζει να την έχει. Υπόκειται καταπίεση, εξευτελισμό, απομόνωση, αλλά διατηρεί την ανθρώπινή του υπόσταση.

Σε ανθρώπινη κατάπτωση υποπίπτει ο εκτελεστής της απάνθρωπης πρακτικής. Αυτός είναι που απωλαίνει σταδιακά την ανθρώπινή του ιδιότητα. Η αποκόλληση και αποτίναξη του ανθρώπου από το ζώο είναι εξαιρετικά επίπονη διαδικασία, αλληγορικά μιλώντας είναι σαν να αφαιρεί κανείς κομμάτια από το ίδιο του το σώμα. Κι ο πόνος αυτός υπάρχει κι ας μην είναι πάντα αντιληπτός σε συνειδητό επίπεδο.

Βy @Andreas Andreasson

Συνυπογράφω 

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

"Αποκάλυψη τώρα" ο μονόλογος του Συνταγματάρχη Walter E. Kurtz

 



Έχω δει φρίκη, φρίκη που έχεις δει. Αλλά δεν έχεις δικαίωμα να με αποκαλείς δολοφόνο. Έχεις δικαίωμα να με σκοτώσεις. Έχεις δικαίωμα να το κάνεις, αλλά δεν έχεις δικαίωμα να με κρίνεις. Είναι αδύνατο οι λέξεις να περιγράψουν αυτό που είναι απαραίτητο σε όσους δεν ξέρουν τι σημαίνει φρίκη. Φρίκη. Ο τρόμος έχει πρόσωπο. Και πρέπει να κάνεις έναν φίλο του τρόμου. Η φρίκη και ο ηθικός τρόμος είναι φίλοι σου. Εάν δεν είναι, τότε είναι εχθροί που πρέπει να φοβόμαστε.

 

Είναι αληθινά εχθροί. Θυμάμαι όταν ήμουν με τις Ειδικές Δυνάμεις, φαίνεται πριν από χίλιους αιώνες. Πήγαμε σε μια κατασκήνωση για να εμβολιάσουμε τα παιδιά. Φύγαμε από το στρατόπεδο αφού εμβολιάσαμε τα παιδιά για την πολιομυελίτιδα, και αυτός ο γέρος ήρθε τρέχοντας από πίσω μας και έκλαιγε. δεν μπορούσε να δει. Πήγαμε πίσω εκεί και είχαν έρθει και είχαν αφαιρέσει κάθε εμβολιασμένο χέρι. Εκεί ήταν σε ένα σωρό, ένα σωρό από παιδικούς ώμους και χέρια. Και θυμάμαι, εγώ, εγώ, έκλαψα, έκλαψα σαν κάποια γιαγιά. Ήθελα να σκίσω τα δόντια μου. Δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω. Και θέλω να το θυμάμαι. Δεν θέλω να το ξεχάσω ποτέ. Δεν θέλω να ξεχάσω ποτέ. Και τότε συνειδητοποίησα, σαν να με πυροβόλησαν, σαν να με πυροβόλησαν με ένα διαμάντι, μια διαμαντένια σφαίρα ακριβώς από το μέτωπό μου. Και σκέφτηκα, Θεέ μου, η ιδιοφυΐα αυτού. Η ιδιοφυία. Η θέληση να γίνει αυτό. Τέλειο, γνήσιο, πλήρες, κρυστάλλινο, αγνό.

 

Και τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν πιο δυνατοί από εμάς. Γιατί άντεχαν ότι αυτά δεν ήταν τέρατα. Αυτοί ήταν άντρες, εκπαιδευμένα στελέχη, αυτοί οι άνθρωποι που πολέμησαν με την καρδιά τους, που είχαν οικογένειες, που είχαν παιδιά, που ήταν γεμάτοι αγάπη, αλλά είχαν τη δύναμη, τη δύναμη, να το κάνουν. Αν είχα δέκα τμήματα από αυτούς τους άνδρες, τα προβλήματά μας εδώ θα είχαν τελειώσει πολύ γρήγορα. Πρέπει να έχεις άντρες ηθικούς και ταυτόχρονα ικανούς να χρησιμοποιήσουν τα αρχέγονα ένστικτά τους για να σκοτώσουν χωρίς συναίσθημα, χωρίς πάθος, χωρίς κρίση, χωρίς κρίση. Γιατί είναι η κρίση που μας νικάει.





Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

Αγαπημένοι μου ποιητές μέρος τέταρτο

 Τέταρτη και τελευταία ανάρτηση των αγαπημένων μου ποιητών.


Ντίνος Χριστιανόπουλος

 (Θεσσαλονίκη, 20 Μαρτίου 1931 - Θεσσαλονίκη, 11 Αυγούστου 2020)

Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:

μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.

Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –

μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,

γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,

ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.

Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια

Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.

Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα

Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.

Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:

χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.


Κώστας Καρυωτάκης

(Τρίπολη Αρκαδίας, 30 Οκτωβρίου 1896 - Πρέβεζα, 21 Ιουλίου 1928)


Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα…


Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

είδα το βράδυ αυτό.

Κάποια χρυσή,

λεπτότατη στους δρόμους ευωδιά.

Και στην καρδιά αιφνίδια καλοσύνη.

Στα χέρια το παλτό,

στ’ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.

Ηλεκτρισμένη από φιλήματα

θα ’λεγες την ατμόσφαιρα.

Η σκέψις, τα ποιήματα,βάρος περιττό.

Έχω κάτι σπασμένα φτερά.

Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε

το καλοκαίρι αυτό.

Για ποιάν ανέλπιστη χαρά,

για ποιές αγάπες

για ποιό ταξίδι ονειρευτό.


          Νίκος Καζαντζάκης

(Ηράκλειο Κρήτης, 18 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1883 – Φράιμπουργκ, Γερμανία, 26 Οκτωβρίου 1957)

ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ

 Σκληρό θέσαμε νόμο να ρυθμίζει

τη γνώμη μας κι ανέλπιδοι κρατάμε

τα στενά της ζωής, κι όλοι κινάμε,

καβάλα στ’ όνειρό μας, όπου ορίζει

ο νομοθέτης νους μας. Μετερίζι

δε θέμε, γιατί ξέρομε πως πάμε

του Χάρου τα κορμιά μας και δε σπάμε

το κύμα των βαρβάρων που χυμίζει

στην Πατρίδα. Μα ο νους εμάς φτερούγες

τανυώντας λεύτερες χάμου τη νίκη

παραιτά κι αητός δικέφαλος ούγες

κεντά με τ’ όνειρό του τη λαμπράδα

κι ανθεί, στης βάρβαρης νύχτας της φρίκη,

άνθος λευκό τη νικημένη Ελλάδα.


Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης, 

(20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου 1988)

Περιμένοντας τὸ βράδυ

Δὲν ξέρω πῶς, δὲν ξέρω ποῦ, δὲν ξέρω πότε, ὅμως τὰ βραδιὰ
κάποιος κλαίει πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα
κι ἡ μουσικὴ εἶναι φίλη μας – καὶ συχνὰ μέσα στὸν ὕπνο
ἀκοῦμε τὰ βήματα παλιῶν πνιγμένων ἢ περνοῦν μὲς
στὸν καθρέφτη πρόσωπα
ποῦ τὰ εἴδαμε κάποτε σ᾿ ἕνα δρόμο ἡ ἕνα παράθυρο
καὶ ξανάρχονται ἐπίμονα
σὰν ἕνα ἄρωμα ἀπ᾿ τὴ νιότη μᾶς – τὸ μέλλον εἶναι ἄγνωστο
τὸ παρελθὸν ἕνα αἴνιγμα
ἡ στιγμὴ βιαστικὴ κι ἀνεξήγητη.
Οἱ ταξιδιῶτες χάθηκαν στὸ βάθος
ἄλλους τοὺς κράτησε γιὰ πάντα τὸ φεγγάρι
οἱ καγκελόπορτες τὸ βράδυ ἀνοίγουνε μ᾿ ἕνα λυγμὸ
οἱ ταχυδρόμοι ξέχασαν τὸ δρόμο
κι ἡ ἐξήγηση θὰ ᾿ρθεῖ κάποτε
ὅταν δὲν θὰ χρειάζεται πιὰ καμία ἐξήγηση
Ά, πόσα ρόδα στὸ ἡλιοβασίλεμα – τί ἔρωτες Θέε μου, τί ἡδονὲς
τί ὄνειρα,ἂς πᾶμε τώρα νὰ ἐξαγνιστοῦμε μὲς στὴ λησμονιά.


Κατερίνα Γώγου

(Αθήνα, 1 Ιουνίου 1940 - Αθήνα, 3 Οκτωβρίου 1993)

                                                                     Πάει. Αυτό ήταν.


Πάει. Αυτό ήταν.

Χάθηκε η ζωή μου φίλε

μέσα σε κίτρινους ανθρώπους

βρώμικα τζάμια

κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.

Άρχισα να γέρνω

σαν εκείνη την ιτιούλα

που σού `χα δείξει στη στροφή του δρόμου.

Και δεν είναι που θέλω να ζήσω.

Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.

Κι ούτε που θα σε ξαναδώ.


Μίλτος Σαχτούρης

(Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005)


Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ

Ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια

σὰν πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα

(αὐτός) ὁ νεκρὸς γεννιέται μέσα μου

δὲ θέλει δῶρα

δὲ θέλει χρήματα

πάγο καὶ χρόνια

χιόνια καὶ πάγο

σκισμένα ροῦχα

ἀχνὰ παπούτσια

ὁ χρυσὸς νεκρὸς

θὰ βγεῖ ἔξω

δὲν τὸν γνωρίζει κανένας

τὸν ἀλήτη νεκρὸ

θὰ κάτσει στὸ πικρὸ καφενεῖο

νὰ πιεῖ τὸν καφέ του

κι ὕστερα πάλι

σὲ λίγες μέρες

ἥσυχα θὰ πεθάνει

(ὁ νεκρός)

ὅταν ἔρθει ὁ χρόνος

κι ὅλες οἱ ρόδες

κόκκινες ὅπως πρῶτα

θὰ γυρίζουν πάλι.


Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2023

Αγαπημένοι μου ποιητές μέρος τρίτο

 Προτελευταία ανάρτηση των αγαπημένων μου ποιητών.


 Κική Δημουλά 

(Αθήνα, 6 Ιουνίου 1931 – Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 2020)

ΑΓΓΕΛΙΕΣ

Διατίθεται ἀπόγνωσις
εἰς ἀρίστην κατάστασιν,
καὶ εὐρύχωρον ἀδιέξοδον.
Σὲ τιμὲς εὐκαιρίας.

Ἀνεκμετάλλευτον καὶ εὔκαρπον
ἔδαφος πωλεῖται
ἐλλείψει τύχης καὶ διαθέσεως.

Καὶ χρόνος
ἀμεταχείριστος ἐντελῶς.

Πληροφορίαι: Ἀδιέξοδον
Ὥρα: Πᾶσα.


Γεώργιος Βιζυηνός

(Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης),

 Βιζύη, 8 Μαρτίου 1849– Αθήνα, 15 Απριλίου 1896

ᾎσμα

Σὰν τὴν ἀστέρευτη πηγή,
ποὺ βουρβουλᾷ μέσ᾿ στὰ βουνά,
τὰ δάκρυά μου στὴ σιγὴ
κατρακυλοῦν παντοτεινά.

Κάμνουν ταῖς πέτραις μαλακιαίς,
ὀργόνουν μάρμαρα γερά,
καὶ σταὶς βαθειαίς των αὐλακαὶς
βλαστάνουν λούλουδ᾿ ἀνθηρά.

Μόν᾿ ἡ καρδιά σου δὲν μπορεῖ
νὰ λυγισθῇ, ν᾿ ἁπαλυνθῇ
μόνο σ᾿ ἐκείνη τὴν σκληρὴ
ὀλίγη ἀγάπη δὲν ἀνθεῖ.


Νίκος Γκάτσος

 (Ασέα Αρκαδίας, 8 Δεκεμβρίου 1911 - Αθήνα, 12 Μαΐου 1992)

Μεγάλη Δευτέρα

Ὁ ὤν και ὁ ἦν ὁ ἐρχόμενος.
Τό Ἄλφα καί τό Ὠμέγα.

Περίμενέ με μάνα μου περίμενέ με ἀκόμα
ὥσπου νά φτάσει ἡ ἄνοιξη στό παγωμένο χῶμα.

Ὁ γεωμέτρης τοῦ ἀχανοῦς.
Ὁ ποιμήν τῶν ἀστέρων.

Περίμενέ με μάνα μου σάν το πουλί τοῦ νότου
πού σμίγει μάτι καί φτερό νά βρεῖ τόν οὐρανό του.

Ὁ κυβερνήτης τῶν Ἀριθμῶν.
Ὁ δαμαστής τῶν Σημείων.

Περίμενέ με μάνα μου κάποια Παρασκευή σου
στήν πύλη του παράδεισου στό φρέαρ τῆς αβύσσου.

Ἐγγύς. Ἐγγύτατο ὁ καιρός.
Ὁ ὤν και ὁ ἦν ὁ ἐρχόμενος.


Γιώργος Σεφέρης 

(πραγματικό όνομα: Γεώργιος Σεφεριάδης),

 Βουρλά, Σμύρνη, 29 Φεβρουαρίου/13 Μαρτίου 1900  – Αθήνα, 20 Σεπτεμβρίου 1971

Πρωί

Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ξεδίπλωσε
τὸ μαῦρο πανὶ πλατιὰ καὶ τέντωσέ το
ἄνοιξε τὰ μάτια καλὰ στύλωσε τὰ μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πὼς τὸ μαῦρο πανὶ ξεδιπλώνεται
ὄχι μέσα στὸν ὕπνο μήτε μέσα στὸ νερὸ
μήτε σὰν πέφτουνε τὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα
καὶ βουλιάζουνε λοξὰ σὰν κοχύλια,
τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο δέρμα τοῦ τυμπάνου
σκεπάζει ὁλόκληρο τὸν ὁρίζοντά σου
ὅταν ἀνοίξεις τὰ μάτια ξεκούραστος, ἔτσι.
Ἀνάμεσα στὴν ἰσημερία τῆς ἄνοιξης καὶ τὴν ἰσημερία
τοῦ φθινοπώρου
ἐδῶ εἶναι τὰ τρεχάμενα νερὰ ἐδῶ εἶναι ὁ κῆπος
ἐδῶ βουίζουν οἱ μέλισσες μὲς στὰ κλωνάρια
καὶ κουδουνίζουνε στ᾿ αὐτιὰ ἑνὸς βρέφους
καὶ ὁ ἥλιος νά! καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ παραδείσου
ἕνας μεγάλος ἥλιος πιὸ μεγάλος ἀπ᾿ τὸ φῶς.


Οδυσσέας Ελύτης

 (πραγματικό όνομα: Οδυσσέας Αλεπουδέλλης) 

Ηράκλειο Κρήτης, 2 Νοεμβρίου 1911 - Αθήνα, 18 Μαρτίου 1996

Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1979

Σώμα του καλοκαιριού

Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνὸ καμένο
Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ τὸ ἀλάτι
Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ῥῖγος τῆς καρδιᾶς
Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς
Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρὸ ἐφηβαῖο
Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες
Σῶμα βαθὺ πλεούμενο τῆς μέρας!


Νίκος Καββαδίας 

(11 Ιανουαρίου 1910 - 10 Φεβρουαρίου 1975)

Ἀντινομία

Ὁ ἔρωτάς σου μία πληγὴ καὶ τρεῖς κραυγές.
Στὰ κόντρα σκούζει ὁ μακαρᾶς καθὼς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη τοῦ βυθοῦ - χίλιες ὀργιὲς -
τοῦ Ποσειδώνα ἐγὼ σὲ κέρδισα στὸ ζάρι.

Καὶ σ᾿ ἔριξα σ᾿ ἕνα βιβάρι σκοτεινὸ
ποὺ στέγνωσε καὶ ξανεμίστηκε τὸ ἁλάτι.
Μὰ ἐσὺ προσμένεις ἀπ᾿ τὸ δίκαιον οὐρανὸ
τὸ στεριανό, τὸ γητευτή, τὸν ἀπελάτη.

Ὅταν θὰ σμίξεις μὲ τὸ φῶς ποὺ σὲ βολεῖ
καὶ θὰ χαθεῖς μέσα σὲ διάφανη ἀμφιλύκη
πάνω σὲ πράσινο πετούμενο χαλί,
θὰ μείνει ὁ ναύτης νὰ μετρᾶ τὸ ἄσπρο χαλίκι.


Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2023

Αγαπημένοι μου ποιητές μέρος δεύτερο

 

Συνεχίζω με τις παραθέσεις αγαπημένων μου ποιητών και το μόνο σίγουρο είναι ότι θα ακολουθήσουν  άλλες δύο αναρτήσεις.


Μήτσος Παπανικολάου 
(Υδρα, 1900 - 1943)

ΦΑΥΝΟΙ

 Θα χορέψουμε στο φως των άστρων,

θα τρέξουμε ξυπόλητοι στην άσφαλτο του δρόμου,

στα φώτα των αυτοκινήτων που θα ’ρχονται

θα κοιμηθούμε στα ψηλά χόρτα κοντά στους βατράχους.

 Θα μείνουμε μόνοι.

 Έπειτα θά ’ρθουν τα φιλήματα να κλείσουνε τα μάτια μας,

τα χέρια θα ενώσουμε στον ύπνο

και το πρωί θα ξυπνήσουμε πεθαμένοι.



Αλέξανδρος Μπάρας 
(πραγματικό όνομα: Μενέλαος Αναγνωστόπουλος) 

(Κωνσταντινούπολη 1906 -  Αθήνα 22 Ιανουαρίου 1990)

Ναύσταθμου λύπες

 

Παμπάλαιο κι ερείπιο ένα πλοίο
είδα άθλια γερμένο σ’ ένα πλάι,
με τα πλευρά του που η σκουριά πια τα ’χει φάει
με το τιμόνι του έξω απ’ τα νερά,
σπασμένο, δαγκωμένο
απ’ άγνωστο της θάλασσας θηρίο.

  
Τέτοιο τρισάθλιο κι ερείπιο ένα πλοίο…
Κι όμως –ποιος θα το πίστευε;-
απ’ το γυρτό φουγάρο του φαινόταν
μια υποψία καπνού ν’ αργανεβαίνει
αδύναμη ψηλά και να σκορπιέται…
(Είχε το ερείπιο μες στα σπλάχνα του κρυμμένη
Μια τελευταία σπίθα, κι ίσως ίσως
μελλοντικά ταξίδια ονειρευόταν,
ίσως με τέτοια ελπίδα αποκοιμόταν
τα βράδια μες στην πλήξη του ναυστάθμου…)

  
Το κοίταζα. Κι ο νους μου άθελα πήγε
σε κάτι ομοιοκατάντητους ανθρώπους
που έτσι η ζωή σιγά σιγά τους τρώει…
 
Κι οι παραλληλισμοί μου ήρθαν αθρόοι.


Νίκος  Αλέξης Ασλάνογλου

(Θεσσαλονίκη, 17 Σεπτεμβρίου 1931 - Αθήνα, 6 Αυγούστου 1996) 

Αεροδρόμιο Μίκρας

Ομίχλη κατεβαίνει με τ’ απόγευμα κι ο δρόμος
χαρακώνει το φως κομματιαστά γυρνώντας
μέσα στο άλλο φέγγος, σαν ξεγύμνωμα
σ’ έναν απαίσιο αδυσώπητο βιασμό
Τότε λάμπουν για μας οι προβολείς, λάμπουν για σένα
ανάβουνε οι δυνατοί φακοί κι όλα φωτίζουν
το στόμα, τα μαλλιά, το νυχτωμένο σώμα˙
έτσι φέγγει βαθιά στον ουρανό η αγάπη μας
θρυμματισμένη μουσική στον αερολιμένα, φέγγει
για τη στιγμή που η φλόγα εγγίζει
γλείφοντας το δοσμένο χέρι, κι όμως τρέμει
σαν ανοιχτή πληγή στη μουσκεμένη ώρα
Ομίχλη κατεβαίνει με τ’ απόγευμα
μες στο μισόφωτο αλλάζουν όλα όψη, εξωραΐζονται
και ντύνονται το άλλο φως, το πιο δικό μας



Κώστας Βάρναλης 

(14/26 Φεβρουαρίου 1884 – 16 Δεκεμβρίου 1974)


Πρωτοχρονιάτικο

Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.

Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.

Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».


Γιάννης Ρίτσος

(Μονεμβασιά 1 Μαΐου 1909 – Αθήνα 11 Νοεμβρίου 1990)

Τ’ άσπρα βότσαλα

Ετούτα τ΄άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι λάμπουν στον ήλιο. 

Κανένας δε μαντεύει από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. 

Κανένας δεν υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες καταδύσεις τ’ ανέβασες. 

Με τι στερήσεις κι αρνήσεις τ’ απέσπασες από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. 

Γι΄αυτό λαμποκοπούν τόσο λευκά 

με τη σεμνή τους περηφάνια ν΄αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους 

και ποτέ να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης. 



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 (Σκιάθος, 4 Μαρτίου 1851 - 3 Ιανουαρίου 1911 )


Το σκοτεινό τρυγόνι 


Μάνα μου,
εγώ είμαι τ’ άμοιρο
το σκοτεινό τρυγόνι
όπου το δέρνει ο άνεμος
βροχή που το πληγώνει..

Το δόλιο
όπου κι αν στραφεί
απ’ όπου κι αν περάσει
δε βρίσκει πέτρα να σταθεί
κλωνάρι να πλαγιάσει..

Εγώ βαρκούλα μοναχή
βαρκούλα αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό
σε θάλασσα αφρισμένη..

Παλεύω με τα κύματα
χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα
πλην την ευχή σου μόνη.


Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2023

Αγαπημένοι μου ποιητές μέρος πρώτο

 

Όσο περνούν τα χρόνια και ξεχνάω όλο και περισσότερο. Για αυτό αποφάσισα όλους τους ποιητές που μ’ αρέσουν τα ποιήματά τους να τους μαζέψω σε αναρτήσεις όπου θα παραθέτω παρακάτω τα ονόματά τους κι από ένα ποίημα.



          ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΠΑΣ 

(Τρίκαλα Θεσσαλίας 1906-Αθήνα 1997)

 Πατέρα…
Σαν έβγαλαν τα κόκαλά σου
η μητέρα ήταν άρρωστη.
Και δεν μπόρεσε να ρθει στο Κοιμητήρι.
Μα κουβεντιάζει κάθε μέρα μαζί σου.
Τα βιβλία σου έγιναν σύνταξη
Και της εξασφάλισαν το ψωμί της
Και το ξανθό μουστάκι σου φύτρωσε
Πα στα χείλη του εγγονού σου.



ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ

 

Αξιωματικός

Στο σκολειό, πολλές φορές η δασκάλα μάς ρωτούσε :

- Και τι θα γίνετε σα μεγαλώσετε, τι θα γίνετε

όταν σκορπίσετε από δω,

σαν γίνετε άντρες;

Kατέβαζα το κεφάλι κι έλεγα μέσα μου:

- Αξιωματικός πάνω στο άλογο, αξιωματικός ! ...

Μα τώρα που γνωρίζω τι σημαίνουν τα παράσημα,

τ' αστέρια πάνω στις επωμίδες, τώρα που γνωρίζω

τι σημαίνουν οι γυαλισμένες μπότες, τι σημαίνουν

τα σπιρούνια και οι ματωμένες σάλπιγγες,

προτιμώ να ' μαι βοσκός με τα γελάδια

όλη μέρα, βρέχει, χιονίζει, στο δάσος...



ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

(Αλεξάνδρεια, 29 Απριλίου 1863 - 29 Απριλίου 1933)


Μονοτονία

Την μια μονότονην ημέραν άλλημονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουντα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι —οι όμοιες στιγμές μάς βρίσκουνε και μας αφήνουν.

Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει


ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

(Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 - Αθήνα27 Φεβρουαρίου 1943)


Το ταξιδι

 

Μου σφίγγει ο καημός σαν θηλειά το λαιμό

και μες την καρδιά με δαγκώνει σαν φίδι

παράξενο θέλω ν' αρχίσω ταξίδι

χωρίς μα χωρίς τελειωμό

Το δρόμο μου αργά να τραβώ,

να τραβώ αλλά πουθενά

και ποτέ να μη στέκω

ψυχή να μη βρίσκω

 ή πάντα να μπλέκω

με κόσμο τυφλό και βουβό

Να νιώθω τριγύρω πλατιά ερημιά

 κλεισμένα τα σπίτια

τα τζάκια σβησμένα ψηλά

να μη φέγγει αστέρι κανένα

και κάτω γυναίκα καμία

το δρόμο μου αργά να τραβώ,

να τραβώ αλλά πουθενά

και ποτέ να μη στέκω

ψυχή να μη βρίσκω

ή πάντα να μπλέκω

με κόσμο τυφλό και βουβό

 Ίσως σε τέτοιο ταξίδι

αν βρεθώ ατέλειωτο,

έρμο σ' αγνώριστη χώρα

δε θα 'χω περίσσεια λαχτάρα

σαν τώρα αγάπη από σε να χαθώ.


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

(Ζάκυνθος, 8 Απριλίου 1798 − Κέρκυρα, 9 Φεβρουαρίου 1857)

        Γαλήνη

Δὲν ἀκούεται οὔτ᾿ ἕνα κῦμα

εἰς τὴν ἔρμη ἀκρογιαλιά,

Λὲς καὶ ἡ θάλασσα κοιμᾶται

μὲς τῆς γῆς τὴν ἀγκαλιά.


ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

(17 Ιουλίου 1926 - 28 Σεπτεμβρίου 1990)


Η νύχτα με συμφέρει

Πράγματι η νύχτα με συμφέρει.
Πρώτα-πρώτα ελαττώνει τις φιλοδοξίες·
ύστερα 
διορθώνει τις σκέψεις· έπειτα
συμμαζώνει τη θλίψη και την κάνει υποφερτότερη
τη σιωπή με σέβας ανατέμνει·
εξαίρει την όσφρηση μα προπάντων η νύχτα περιζώνει.

The Longing

                   9 χρόνια κλείνει αυτό το ιστολόγιο και όταν το ξεκίνησα ήθελα να εκφράσω προσωπική αποτύπωση συναισθημάτων, παρουσιάσεις ...