ΑΔΕΛΦΕ
ΜΟΥ άγνωστε,
που
κάποιο πρωινό
πικρό,
μουντό, βροχερό,
καρφώθηκαν
τα μάτια μου
μ'
αγωνία πάνω στο άσπρο πτώμα σου
στο
πεταμένο πτώμα σου
στην
οδόν Αθηνάς.
Κι
είδα γύρω σου
λυωμένα
τα όνειρα σου
μαδημένες
τις ελπίδες σου
άνθρωπε
μου πονεμένε
άγνωστη
παρέα μου
στην
απέραντη γη μας.
Συγχώρεσέ
με
που
δεν στάθηκα ώρες ατέλειωτες
να
σε κυττάζω με συμπόνοια,
να
κλάψω για το χαμό σου
πάνω
στο πτώμα σου
να
προσευχηθώ.
Πεινούσα
πολύ
κι
είχα πάρει τους δρόμους
με
παγωμένα πόδια
με
παγωμένη σκέψη
και
γυρόφερνα την αγωνία μου
στα
σκουπίδια.
Κάθε
τόσο
χτυπούσαν
την πόρτα μου
οι
χαφιέδες του θανάτου
φορώντας
τον μαύρο μανδύα
των
πένθιμων νυχτιών
του
Γενάρη.
Αυτοί
είχαν βάλει
τ'
άστρα στην τσέπη τους
είχαν
κλειδώσει τον ήλιο.
Κι
εμείς είχαμε μείνει στο σκοτάδι
με
συντροφιά
τα
καρφιά του γεροχειμώνα.
Σαν
παντιέρα συνδικάτου
που
αργοκινιέται
σε
πένθιμη παρέλαση
έγερνε
η καρδιά μας
στο
ρημαγμένο ιστό
του
κορμιού μας.
Η
κόλαση που είχε υφάνει
η
αράχνη των ψευτοχριστιανών
στα
σκουριασμένα μυαλά
απίθανων
καλογέρων
είχε
ζωντανέψει
όπως
οι ψείρες
στα
λερά ρούχα
των
φτωχών...
Από
τότε
πέθαναν
τόσα χρόνια !
Χορτάσαμε
από παλαμάκια
από
αγύρτες και ήρωες
από
«ζήτω» κι από «ελευθερία».
Και
πολλές φορές
στα
πένθιμα φθινοπωρινά
απογεύματα,
στις
πληχτικές καλοκαιριάτικες
νυχτιές
ζωντανεύει
μπροστά μου
η
κέρινη μορφή σου
αδελφέ
μου άγνωστε.
Συγχώρεσέ
με
που
δε στάθηκα ώρες ατέλειωτες
να
σε κυττάζω με συμπόνοια
να
κλάψω για το χαμό σου
πάνω
στο πτώμα σου
να
προσευχηθώ.