Κυριακή 9 Απριλίου 2017

Δ. Λιαντίνης : "ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ" Απόσπασμα από το βιβλίο ΓΚΕΜΜΑ



Να υπάρχεις ελληνικός δηλώνει τέσσερες τρόπους συμπεριφοράς.

Ότι δέχεσαι την αλήθεια που έρχεται μέσα από την φύση. Όχι την αλήθεια που φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων.

Ότι ζεις σύμφωνα με την ηθική της γνώσης. Όχι με την ηθική της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων.

Ότι αποθεώνεις την εμορφιά. Γιατί η εμορφιά είναι δυνατή σαν το νου σου και φθαρτή σαν τη σάρκα σου.

Και κυρίως αυτό.. Ότι αγαπάς τον άνθρωπο. Πως αλλιώς! Ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό πλάσμα μέσα στο σύμπαν.


Στις τέχνες, καθώς και στη φιλοσοφία, από ένα σημείο και ύστερα δεν λέγεται πια τίποτε το καινούργιο. Μετά τους Έλληνες κάθε μεγάλο έργο είναι μεγάλο κατά την έννοια ότι εμφανίζεται με καινούργια μορφή, με αλλιώτικο τρόπο, με διαφορετική έκφραση.

Ο Δάντης είναι η προέκταση του Βιργίλιου, και ο Βιργίλιος του Ομήρου. Ο Γκαίτε είναι η προέκταση του Σαίξπηρ, και ο Σαίξπηρ του Αισχύλου. Ο Κάτουλος είναι προέκταση του Αρχίλοχου, και ο Μπάυρον του Κάτουλου. Ο Λουκρήτιος είναι προέκταση του Επίκουρου, και ο Ενγκελς του Λουκρήτιου.

Ο Καβάφης χωρίς την Παλατινή Ανθολογία θα έδειχνε στα μάτια μας ο Καβάφης είναι ποιητής οπτικός, είναι γλύπτης- μισοσβησμένο ψηφιδωτό. Και η «ηλιακή μεταφυσική» του Ελύτη είναι ανάσταση θανάτου της ποίησης του Σολωμού, όπως και το φως της ποίησης του Σολωμού είναι ανάσταση θανάτου της ποίησης του Πλάτωνα.


Ποιος είναι ο καλύτερος στίχος της νεοελληνικής ποίησης; Κατά την περίπτωση πολλοί είναι, θα ειπούν πολλοί. Ωστόσο εγώ θα απαγγείλω ένα για όλες τις περιπτώσεις.


«Έστησε ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη»

Αν βάλετε το στίχο αυτό δίπλα σε οποιονδήποτε άλλο και δεν το βρείτε να υπερέχει, σίγουρα θα τον βρείτε να μην υπολείπεται. Το πολύ-πολύ θα τον μετρήσετε ίσο στα καράτια. Νερό στο νερό, χρυσάφι στο χρυσάφι, φως στο φως. Και περιπλέον είναι ο πιο ελληνικός.

Ο στίχος αυτός του Σολωμού από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους είναι Ελλάδα. Είναι η λάμψη, η εμορφιά, η ανδρεία, η τιμή, ο θάνατος, η παντοσύνη. Και η αλήθεια ολόκληρη.

Τα δύο λαμπρά παλικάρια που χορεύουν στο ηλύσιο φως ανασταίνουν το Διόνυσο και τον Απόλλωνα. Τους αρχαίους θεούς που με τα χημικά στοιχεία τους, το απολλώνειο και το διονυσιακό, γεννήσανε την αττική τραγωδία.

Και δεν κουράστηκα να το καταθέτω: η αττική τραγωδία είναι το ευγενικότερο προϊόν του έσωσε να δώσει το ανθρώπινο πνεύμα. Από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου ως τη συντέλεια του ανθρώπου.

Και να μην λησμονούμε κι ετούτο: ότι με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους ο Σολωμός έσωσε το μύθο της ελληνικής επανάστασης. Το βαθύτερο νόημα, δηλαδή, και την πέμπτη ουσία της. Όπως ακριβώς είχαν κάνει το ίδιο για τα Μηδικά τον παλαιό καιρό ο Αισχύλος και ο Ηρόδοτος με το έργο τους.

Ο Κάλβος έγραψε είκοσι τραγούδια. Το κάθε ένα είναι και ένα ηχητήριο πριν από κάθε μάχη της ελληνικής Επανάστασης.


Μέσα στις είκοσι ωδές, εκεί ο ωκεανός και η νύχτα. Η λαβωματιά η ανοιχτή του φόβου στην ερημιά. Της μητέρας τα σιγαλόεντα νοήματα από τον άλλο κόσμο. Και οι μελανές αγέλες των σύννεφων κατεβαίνοντας στη λευκή προβιά του ύπνου μας με τα ρύγχη των λύκων.

Εκεί ο κρότος των αλόγων, οι μόλπες του Παρνασσού, και της αρετής τα αμιλλητήρια πέταλα. Λύκηθες-κόρες στέκουνται κάτω από σπαθιών ακτίνες, και τραγουδούν πάλι και πάλι το έϊα μάλα των ναυτών.


Και ακόμα κάτι πιο πρωταρχικό. Χωρίς την πολιτική πράξη της Επανάστασης ο Μακρυγιάννης όχι μόνο δε θα χε γράψει το γράμμα του στους ανθρώπους και στο θεό, αλλά θα είχε παραπομείνει αναλφάβητος και αναρίθμητος.

Ο καημός του μεγάλου Αγώνα του στάθηκε ζωή. Και έργο ζωής. Και τον έσπρωξε να μάθει στα τριάντα του χρόνια το Αλφαβητάρι. Που με κείνο μας έδωκε να διαβάσουμε τον Ήλιο.

Ποιος ημπορεί να σταθεί και να του βγει, για να περιγράψει καλύτερα τα έξω και τα μέσα μας!

Ο Παπαδιαμάντης ζωγραφίζει το αόρατο. Κινηματογραφεί τον άνεμο. Βάζει τη σιωπή και χορεύει. Και φανερώνει στα αλλόκοτα μάτια μας ορατή την κίνηση του νεαρού δέντρου, πως μεγαλώνει.

Αχ! Κυρ-Αλέξανδρε. Φαρμάκι το κρασάκι σου. Ίδιο εκείνο το ξύδι που δοκίμασες, πρωί και εκδρομή, στο ταβερνάκι του Κοκκιναρά. Κι απέ, σηκώθηκες, αμίλητος, έφυγες και άφηκες σύξυλους τους καλεστάδες σου. Καθώς ξεμάκραινες. καβάλα στο γαϊδουράκι του αγωγιάτη, ήσουν πολύ θλιμμένος. Ίδιος ένας μεγαλοπαρασκευϊάτικος Χριστός.

Πέμπτο δείγμα πως η γνήσια ποίηση είναι καθαρά πολιτική, λαβαίνω ένα κείμενο του Καρυωτάκη. Είναι το Κάθαρσις

Γραμμένη λίγο προτού πεθάνει ο ποιητής, η Κάθαρσις είναι καθαρή, όσο και η αυτοκτονία του. Που η αυτοκτονία του Καρυωτάκη στην Πρέβεζα λειτούργησε σαν καθαρμός για όλους τους ποιητές και ολόκληρη την ποίηση της εποχής του.

Η Κάθαρσις είναι ένα σύντομο κείμενο, που γράφτηκε στα 1928 και περιγράφει την πολιτική ζωή της Ελλάδας εξήντα χρόνους αργότερα. Το κείμενο αυτό δίνει μια πρωθύστερη αναπαράσταση της πολιτικής αθλιότητας του σήμερα με πιστότητα ανατριχιαστική.


Γιατί αυτό είναι το μυστήριο της αληθινής ποίησης. Να μη συνθέτει απλά το παρόν. Αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να εξαργυρώνει και το μέλλον στη γοερή Τράπεζα της προφητείας. Ο μεγάλος ποιητής γίνεται μάντης. Poeta vates, που λέγανε οι παλαιοί. Γιατί το νεύρο και το αίμα του μαγνητίζεται από τον άνθρωπο. Και κάνει ποίηση πολιτική.

Το Περιμένοντας τους Βαρβάρους υψώνει τον Καβάφη σε έναν από τους τρεις μεγαλύτερους ποιητές του εικοστού αιώνα σε παγκόσμια κλίμακα.


Ο Κάλβος ο Μακρυγιάννης ο Μυριβήλης ο Βάρναλης ο Σεφέρης ο Παλαμάς ο Καζαντζάκης και ο Ελύτης, είναι οι φωνές που θα ακούγονται, και οι γραφές που θα γράφουνται, ένα μεγάλο μέρος τους και για πολλά χρόνια.

Ο Κάλβος, αετός κρουσταλιασμένος και κύκνος. Σώζεται ολόκληρος.

Ο Μακρυγιάννης, μάρμαρο ελληνικό Πεντελικού και Πάρου. Στ΄ Απομνημονεύματα η αξία του.

Ο Μυριβήλης, αλιφασκιά και ιώδιο.

Ο Βάρναλης, οι καμπάνες της Ελλάδας να κελαηδούν και να ξυπνάνε τους έλληνες.

Ο Σεφέρης, στην κύρια ροή πνευματικός νομοθέτης, στους παραπόταμους ποιητής.

Ο Παλαμάς, έγραψε τα πολλά, για να σώσει τα λίγα.

Ο Καζαντζάκης, μόνο ο Ζορμπάς θα γλυτώσει.

Ο Ελύτης, ο λυρισμός του ποταμός του Απρίλη, ή τα πρώιμα γέλια στο ακροθαλάσσι της Ναυσικάς. Όμως τα αγάλματα λείπουν.

Οι τρεις, ο Σολωμός, ο Καβάφης και ο Παπαδιαμάντης, είναι η αγία τριάδα των οδηγητών και των πρωτοπόρων της πνευματικής μας ζωής.


Ύστερα από χίλιους χρόνους, αν υπάρχει ακόμη ο άνθρωπος στον πλανήτη, και οι έλληνες στον τόπο τους, εκείνοι που θα ζουν θα τους βλέπουν, όπως περίπου βλέπουμε σήμερα εμείς τον Πίνδαρο, τον Επίκουρο, και τον Ηρόδοτο.

Όλο ψηλά, στον αιθέρα, πάνω από τα πρόσωπα και μοίρες, διατάζω το δημοτικό τραγούδι.

Για τη νέα Ελλάδα το δημοτικό τραγούδι σημαίνει ότι σημαίνουν τα ομηρικά έπη για την αρχαία Ελλάδα.


Η φράση του Πλάτωνα, «η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου», ο στίχος του Ομήρου «πεθαίνουμε και χανόμαστε μια για πάντα σαν τα φύλλα των δέντρων», ή το φοβερό δίλεκτο του Αισχύλου «θα μάθεις σαν πάθεις», είναι δύσκολο να τα κατανοήσει κανείς. Και παρά πέρα, είναι πολύ δυσκολότερο να τα υιοθετήσει κανείς, να τα καταλύσει σαν άρτο, και να τα κάνει τρόπο ζωής. Modus vivendi, που λένε.

Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Με μια ιστορία που ο ίδιος τη νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πως και δεν πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά στο μεγαλείο της.

Οι ξένοι όμως σαν συλλογιούνται την ελληνική ιστορία, την αρχαία εννοώ, γιατί για τη νέα δεν έχουν ακούσει, και βάλουν απέναντι της εμάς τους νεοέλληνες, φέρνουν στο μυαλό τους άλλες παραστάσεις. Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που περπατούν στο Καρνάκ και στη Γκίζα. Τι σχέση ημπορεί να 'χουν, συλλογιούνται, ετούτοι οι φελλάχοι του Μισιριού σήμερα με τους αρχαίους Φαραώ, και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους;

Την ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι, στους σημερινούς έλ­ληνες με τους αρχαίους. Οι θεωρίες των διάφορων Φαλμεράυερ έχουν περάσει στους Φράγκους. Εμείς θέλουμε να πι­στεύουμε ότι τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τούς γλωσσολόγους, και τους λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβου­με το κεφάλι με το λιανό μας δάχτυλο.

Και βέβαια. Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο μέ­γας γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις έλεγε αυτά που έλεγε, -ορθά- κι από την άλλη έβριζε το Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του σκύβαλα και μαλλιαρά μαλλιά;

Σχέση με τους αρχαίους έλληνες έχουμε εμείς, λένε οι γάλλοι, οι εγγλέζοι και οι γερμανοί. Εμείς, που τους ανα­καλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε.

Για τους ευρωπαίους οι νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι', τουρκολογιά και αράπηδες. Είμαστε οι ορτοντόξ. Με το ρούσικο τυπικό στη γραφή, με τους κουμπέδες και τους τρούλλους πάνω από τα σπίτια των χωριών μας, με ακτινογραφίες σωμάτων και σκουληκόμορφες φιγούρες αγίων στους τοί­χους των εκκλησιών.

Οι ευρωπαίοι βλέπουνε τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στη Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά τη διαταγή των παπάδων, και κοιτά­νε ανακατωμένοι και ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους.

Τέτοιοι οι δουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς. «Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί (sic) εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης.

θέλεις να χεις πιστή την εικόνα του νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι του Μακαρίου της Κύπρου. Και τα γένεια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράχτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του φερετζέ της τούρκισσας. και έχεις το νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο.

Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα, φέρε την εικόνα του αρχαίου έλληνα, για να μετρήσεις τη διαφορά.

Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φτέρνες.

Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι ελληνίδες του Αργούς και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε στα όρη μαζί με την Αταλάντη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου.

Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη στήλη, σ' ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι, και θεοί, και αγάλματα ένα.

Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε το φράγκο από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του θα 'χει να σου ειπεί: άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι. Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα.

Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους:

- Ακούς αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια μάρμαρα. Ποιοι μωρέ; Οι χριστιανοχομενηδες.


Να μας πούνε δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα:Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντινός, Διογένης ο Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρας ο Ρηγίνος, Πυθέας που στον καιρό μας σημαίνουν αντίστοιχα Αϊνστάιν, Δαρβίνος, Μπετόβεν, Έγελος, Μιχαήλ Άγγελος, Μαξ Πλάνκ, Ροντέν, Κολόμβος.

Να μας μιλήσουν για κάποιους όρους σειράς και βάσης, όπως σφαίρος στον Εμπεδοκλή, κενό στο Δημόκριτο, εκπύρωση στον Ηράκλειτο, μηδέν στον Παρμενίδη, κατηγορία στον Αριστοτέλη, τόνος στους Στωικούς.


Να μας ειπούν οι κάθε λογής έλληνες επιστήμονες τι λέει η λέξη ψυχρά φλογί στον Πίνδαρο, μεταβάλλον αναπαύεται στον Ηράκλειτο, δακρυόεν γελάσασα στον Όμηρο, χαλεπώς μετεχείρισαν στο Θουκυδίδη


Από το ελληνικό ερχόμαστε στο Εβραίικο. Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωυσής, Αβραάμ, Ησαας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δαναήλ στο λάκκο, η Σάρρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα άλλα και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα όνόματα

Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην τους ξέρει αυτούς τους Εβραίους; δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνιθοκλόπος στις Σποράδες , ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη.

Οι εβραίοι εκαλλιέργησαν τη γη της πίστης. Οι έλληνες εκαλλιέργησαν τη γη της γνώσης. Οι εβραίοι ήσαν δήμιοι, οι έλληνες ήταν οι δικαστές. Οι εβραίοι ήσαν αδίσταχτοι, οι έλληνες ήσαν ευγενικοί.


Για αυτό και νίκησαν οι εβραίοι τους έλληνες.


Εχρησιμοποίησαν σαν όπλο τους βέβαια το χριστιανισμό, ένα νόθο και μυσαρό παρασάρκωμα του σώματος τους, από τους ίδιους απόβλητο, και αφάνισαν την ωραία Ελλάδα. Ότι δεν εκατάφερε η ανδρεία, το κατάφερε ο δόλος. Η κλασική περίπτωση του έλληνα Διγενή.


Ζηλεύγει ο Χάρος, με χωσιά μακρά τονε βιγλίζει, και λάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του επήρε.Αλλά πέστε να πάψουν επάνω οι φωνές των γυναικών.

Και σταματήστε τα δάκρυα για τον Ορέστη. Γιατί κάπου βαθιά στον καθένα μας υπάρχουν κρυμμένοι οι έλληνες. Και περιμένουν.

Ποιος τολμάει να ειπεί πιστεύω στο θεό;


Ποιος τολμάει να ειπεί δεν πιστεύω στο θεό;


Έτσι αποκρίθηκε ο Φάουστ στη ερώτηση της Μαργαρίτας.


Η θέση αυτή ανθρώπινα συνιστά τη μόνη δυνατή απόκριση που μπορεί να δοθεί στο ερώτημα. Είναι η απόκριση, σύμφωνα με τη Λογική επιστήμη, που καταργώντας την αρχή της αντίφασης δέχεται το τρίτο, καθώς αλληλλοαναιρεί το πρώτο και το δεύτερο. Όπως έδειξε και στη Φυσική εντελώς πρόσφατα η αρχή της Απροσδιοριστίας. Στο tertium non datur ο Φάουστ θα απαντήσει:tertium datur, τρίτον χωρεί. Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα, που είπε ο Ελύτης προτού γεράσει. Και τα χάσει.


Εάν είμαι άνθρωπος, κατά την έννοια ότι έχω συνείδηση των ορίων μου και επίγνωση του πόσο βαθύ είναι το πρόβλημα του όντος, δεν είναι δυνατό να δώσω άλλη απόκριση στην ερώτηση της Μαργαρίτας.


Όταν στην ερώτηση αποκριθώ, ναι! Πιστεύω στο θεό, γίνομαι αυτοστιγμεί μωρός. Γιατί δέχομαι στενόκαρδα και στενόμυαλα, κάτι που δεν το ξέρω, σαν αληθινό. Καταντώ δογματικός. Και η επιστήμη θα με πετάξει αυτόματα έξω από τα όρια της με την παρατήρηση:διότι λες ανοησίες.


Όταν στην ερώτηση αποκριθώ, όχι! Δεν πιστεύω στο θεό, γίνομαι αυτοστιγμεί μωρός. Γιατί δέχομαι στενόκαρδα και στενόμυαλα, κάτι που δεν το ξέρω, σαν αληθινό. Καταντώ δογματικός. Και η επιστήμη θα με πετάξει αυτόματα έξω από τα όριά της με την παρατήρηση:διότι λες ανοησίες.

Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο.


Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου.


Το κρίνω απλό και αυτονόητο, πως εκείνος ο θεός, στην αναζήτηση του οποίου μας προάγει η Ερώτηση της Μαργαρίτας, δεν έχει καμία σχέση με τους θεούς φαντάσματα, που κατά καιρούς έπλασαν οι ποικίλες ιστορικές θρησκείες. Οι πολυώνυμοι, δηλαδή, όπως ο Δίας στους έλληνες και ο διάβολος στους ινδούς, εκείνοι Μωυσής, και Μωάμεθ, και Βούδας και Κομφούκιος, και Μαρδούκ και Κυβέλη και Μίθρας, και Βάαλ και Αστάρτη και Λούθηρος. Οι βραχμάνες, οι ραβίνοι, οι μουφτήδες, οι μουλάδες, ο πατριάρχης κι ο πάπας. Ο Πετράκης κι ο Παυλάρας, μ΄ένα λόγο. Εκείνοι οι γυρολόγοι με τη λατέρνα.


Το άρωμα του ζητούμενου θεού, που αναδίνεται από το λουλούδι της Μαργαρίτας, απευθύνεται στο δίκαιο άνθρωπο. Στο φρόνιμο, δηλαδή, το λογικό και τον πάσχοντα.

Έλληνας θα πει δύο και δύο τέσσερα στη γη. Όχι δύο και δύο είκοσι δύο στον ουρανό.


Έλληνας θα πει να τελείς στους νεκρούς τις χοές της Ηλέκτρας. Όχι κεριά στους νεκρόλακκους και δηνάρια στο σακούλι του τουρκόπαπα.


Έλληνας θα πει να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το γνώθι σαυτόν. Όχι να κάνεις εξομολόγηση στους αγράμματους πνευματικούς και στους μαύρους ψυχοσώστες.


Έλληνας θα πει να σταθείς μπροστά στη στήλη του Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο: στάθι και οίκτιρον


Σταμάτα και δάκρυσε, γιατί δεν ζω πια. Και όχι να σκαλίζεις πάνω σε σταυρούς κορακίστικα λόγια και νοήματα:προσδοκώ ανάσταση νεκρών.


Έλληνας θα πει το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να κουβεντιάζεις φρόνιμα. Και το δείλι να δακρύζεις περήφανα. Και όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημέρι να γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος στην ενορία σου. Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κόχη του φόβου σου, και να ολολύζεις σαν βερέμης.


Ακόμη και ο Ελύτης, καθώς εγέρασε το ρίξε στους αγγέλους και στα σουδάρια. Τι απογοήτεψη


Έλληνας θα πει όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη κα τη θάλασσα. Και σαν πεθαίνεις, να μαζεύονται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί και να σε τραγουδάνε

Ο Σοφοκλής με τον Οιδίποδα στον Κολωνό τραγούδησε το πήδημα του Εμπεδοκλή στην Αίτνα, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνους.


Το σημείο που τους φέρνει σιμά είναι η σύμφωνη γνώμη τους για την στιγμή του θανάτου. Την ώρα που θα ζήσει ο άνθρωπος την απόλυτα προσωπική βίωση του θανάτου του, μας λένε, θα είναι απόλυτα μόνος, και θα αφανίσει το σώμα του σε άφαντο τόπο.


Το σώμα του νεκρού δε θα το δει ανθρώπου μάτι* (Ο γνήσια στοχαζόμενος αποστρέφεται όχι μόνο την τελετή της ταφής του, αλλά και την ιδέα του νεκρού του σώματος. Αφ΄ης θα νοήσει, τον συνοδεύει η έγνοια του πως θα γίνει ο τρόπος, όταν πεθάνει να εξαφανιστεί το γρηγορότερο το άψυχο κουφάρι του. Διότι είναι ο προάγγελος της επερχόμενης σήψης και της ανυπόφερτης δυσωδίας, που ετοιμάζει τη μεγάλη γιορτή στους σκουλήκους). Γιατί ο θάνατος δεν είναι τσερεμόνια, και χυδαία περιέργεια, και ανακουφιστική χαιρεκακία. Ο θάνατος είναι κεραυνός που σκάζει από τον ουρανό στη γη, και την καταπληρεί με έκταση και τρόμο.


Εκείνη η παράδοξη αντίληψη που είχαν οι έλληνες, πως ο νεκρός πρέπει να καίγεται ή να ταφιάζεται χωρίς χρονοτριβή, λαβαίνει νόημα μόνον όταν αντικρισθεί σαν αλληγορία.
Η εξήγηση που έδιναν φαινομενικά, με την έννοια της ποιητικής αδείας δηλαδή, ήταν πως η ψυχή του άθαφτου βασανίζεται, γιατί βρίσκεται έξω από τον οικείο της τόπο. Πράγμα κατανοητό. Γιατί ή είσαι ζωντανός και περπατάς στο φως του ήλιου, ή είσαι θαμμένος και ακινητείς στο σκοτάδι του τάφου.


Ο άθαφτος νεκρός όμως , όντας ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, κρέμεται σε σημείο μεταίχμιο. Βρίσκεται στη διαχωριστική γραμμή του δυνατού αδύνατου. Σ΄ ένα τόπο άτοπο, σ΄ ένα αξεπέραστο πέρασμα στο επίπονο πουθενά. Επομένως, για να ξεφύγει την αγωνία του άτοπου και της ουτοπίας, είναι χρεία να θαφτεί το γρηγορότερο. Ο νεκρός που μένει άθαφτος στο φως είναι το ανάποδο του ζωντανού που τον έχουν θαμμένο στο φέρετρο
Η ιδέα μου είναι πως εκείνο που ήθελαν να σημάνουν οι έλληνες με την πίστη τους στο περιεχόμενο τούτο της ταφής του άταφου είναι η έγνοια τους για τους ζωντανούς, και όχι για τους πεθαμένους. Οι έλληνες δεν ήταν αφελείς. Ούτε πρωτόγονοι και σπηλαιολόγοι. Οι έλληνες ήταν άφταστοι καλλιτέχνες γιατί ήσαν φτασμένοι ρεαλιστές.


Δεν είναι ο άταφος νεκρός, δηλαδή που τους πονεί και τους σφάζει. Αλλά ο ετοιμοθάνατος. Ο ανήμπορος ζωντανός που μπαίνει στην τελική ευθεία του θανάτου του.


Θα πεθάνω, Θάνατε, όχι όταν θελήσεις εσύ, αλλά όταν εγώ θα θελήσω. Σε τούτη την έσχατη ολική πράξη , δεν θα γίνει το δικό σου, αλλά το δικό μου. Παλεύω τη θέλησή σου. Παλεύω τη δύναμή σου. Σε καταπαλεύω ολόκληρον. Μπαίνω μέσα στη γη, όταν εγώ αποφασίσω, όχι όταν αποφασίσεις εσύ. Και σένα σε αφήνω ρέστο και ταπί. Με βλέπεις κατεβασμένο στον Άδη αφεαυτού μου και αυτοθέλητα. Και ανατριχιάζεις εσύ και το βασίλειό σου. Ο τάφος, η ταφόπλακα, το σκοτάδι, το ποτέ πια και όλα σου τα υπάρχοντα μπροστά στην πράξη μου και στην επιλογή μου μένουν εμβρόντητα και χάσκουν.



Λιαντίνης - Γκέμμα (13/5/1998)


Κ'ωστας Γεωργουσόπουλος ο σημαντικότερος κριτικός θερατρου και στιχουργός με το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης

  Εργάστηκε στη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση για 35 χρόνια, από το 1964 ως το 1999. Το 1978 ανέλαβε, κατόπιν ανάθεσης του υπουργείου ...