«Κοιτούσα τα χέρια του που έσφιγγαν ήρεμα, με κρυφή συγκατάθεση, τα δικά μου. Μες στο σακίδιο ήταν όλος ο κόσμος του - πουλόβερ, βιβλία, γράμματα... Επρεπε να 'ρχονταν τα πράγματα αλλιώς, μα το θελήσαμε τάχα Αχρωμο φως, μια Κυριακή φθινοπωριάτικη, καμιά ελπίδα. Μικρά ταξίδια στις ακτές, όλα χαλάσανε.
Θεέ μου, τόση ερημιά Εβρεχε στην επιστροφή και ο αυτοκινητόδρομος γέμισε φωτεινά σήματα, πικρά ολομόναχα φώτα Μα έτσι είναι πάντα. Το πάρτι ματαιώθηκε σαν την παρέα μας που το Σεπτέμβρη θα διαλύσει όπως τόσες και τόσες παρέες το καλοκαίρι. Να έμενε τουλάχιστον κάτι .
Θέλω να γράψω ποιήματα ηλιόλουστα επάνω στα ακρογιάλια των χεριών σου. Ερείπιο απ' τα ναρκωτικά του ήλιου έρχεσαι ν' αποτελειώσεις την παλιά συνομιλία να με ξεπλύνεις απ' την περασμένη άνοιξη κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά όσο παλιώνω».
«Οι χαραμάδες στην ασήμαντη ζωή μου είναι λυγμός καλοκαιριού στα πρόθυρα χειμώνα Ψυχή μου τι λυπάσαι αυτόν που πέρασε πανέμορφος χλευάζοντας τη συμπεριφορά σου ανένδοτος στα παρακάλια των πολλών Τι συμπονείς αυτόν που μόνο θέρισε παίρνοντας δύναμη απ' το χαμό των άλλων ανώνυμος μέσα στο πλήθος θα χαθεί».
«Τότε τα είδα λουσμένα με άλλο φως ματόκλαδα ανοιχτά βαλσαμωμένα σαν τα νεκρά πουλιά, τα είδα μες σε γλυκό βυθό, σε αράγιστο καθρέφτη αποθεμένα να με κοιτούν αμίλητα σα μάτια σφαγμένου ζώου που ακόμα θυμάται. Και κατάπια τα θρύμματα απ' τα τζάμια κι έσφιξα πάνω μου σύρματα γυμνά, ηλεκτροφόρα
Μια πολυκατοικία άδεια κι ασυνάρτητη επιστρατεύει το λυγμό μου κάθε βράδυ Οσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω ξένος και κουρελιάρης τώρα».
Νικος Αλεξης Ασλανογλου