Νίκος (Αλέξης) Ασλάνογλου ( Θεσσαλονίκη 1931 - Αθήνα 6 Αυγούστου 1996 )
Ο
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου γεννήθηκε το
1931 στη Θεσσαλονίκη. Στα εφηβικά του
χρόνια επέλεξε το ψευδώνυμο 'Αλέξης'
απο τον ομώνυμο ήρωα στο έργο Ταπεινοί
και καταφρονεμένοι του Φιοντόρ
Ντοστογιέφσκι.
Από
την Καλαμαριά των απαρχών ως
τη Βασιλίσσης Όλγας όπου έμενε
στη δεκαετία του 1970, την
οδό Κωνσταντινουπόλεως αργότερα,
και το Ωραιόκαστρο, όπου έγραψε
τις Ωδές στον πρίγκιπα, από το
«Αχίλλειον» στα καφενεία και στα
ταβερνάκια του κέντρου της πόλης, ο
Ασλάνογλου κινείται και γράφει για τη
Θεσσαλονίκη – όταν δεν εμπνέεται από
τους τόπους που επισκέπτεται. Στη
ραδιοφωνική συνέντευξή του στον Γιώργο
Χρονά εξηγεί, για παράδειγμα, πώς έγραψε
ολόκληρη σχεδόν τη συλλογή Ωδές στον
πρίγκιπα στο υποβλητικό Ωραιόκαστρο.
Μια συλλογή που αποτυπώνει, κατά τον
ίδιον στην ίδια συνέντευξη, μια
αριστοκρατική ερήμωση, μια ραφινάτη
μοναξιά, σαν αυτή μέσα στην οποία έζησε
ως το τέλος.
Ωστόσο
η απομόνωση αυτή, δεν εμποδίζει τον
ποιητή να ζει στον «έξω χώρο». Ο ίδιος,
σε συνέντευξή του, δηλώνει:
«Μ'αρέσει
να ζω έξω από το σπίτι..να περπατάω, να
χαζεύω στους δρόμους...όταν βρίσκομαι
στο δρόμο πολλαπλασιάζομαι, ταυτίζομαι
με τον έξω κόσμο...μέσα στους θορύβους
της πόλης νιώθω μια ασφάλεια. Με τρελαίνουν
οι εναλασσόμενες οπτικές παραστάσεις...».
Το
αστικό τοπίο, συνεπώς, αποτελεί για τον
Ασλάνογλου τον οδηγό της ποιητικής του
έμπνευσης και συχνά τον χώρο που φεγγρίζει
πίσω από τους στίχους του, ως τόπος του
ελάχιστου και την ίδια στιγμή συγκλονιστικού
γεγονότος.
Η
σχέση του ποιητή με την Θεσσαλονίκη,
την πόλη όπου γεννήθηκε και πέρασε το
μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, αποτυπώνεται
και ρητά σε ορισμένα ποιήματά
του: Αεροδρόμιο Μίκρας, Πένθιμο
τραγούδι της Επανομής, Τάφοι της Αγίας
Παρασκευής, Στο Καρνάγιο. Κυρίως όμως
ο Ασλάνογλου πετάει πάνω από την πόλη
του, πάνω από όλες τις πόλεις που αγάπησε,
αφού, όπως λέει, «Οι ποιητές είναι πουλιά
που πετούν. Σπάνια ξεκουράζονται
ακουμπώντας στη γη...»
ΕΚΠΟΜΠΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Κείμενα, παραγωγή, παρουσίαση, Γιώργος Χρονάς για το Τρίτο Πρόγραμμα.
Πρώτη μετάδοση 26 Δεκεμβρίου 2004.
Ο
ίδιος ο ποιητής λέει για τα ποιήματά
του στους Λάλα και Ταγματάρχη (Το Βήμα,
13.10.1996):
Είναι
ποιήματα απουσίας, τοπολατρίας, ουσιαστικά
είναι μετασυμβολικά με έντονες
υπερρεαλιστικές επιδράσεις... Δηλαδή
"μετά τον υπερρεαλισμό"... Κινούμαι
σε ένα κλίμα μετα-υπερρεαλιστικό... αλλά
είμαι μακριά από τον υπερρεαλισμό στην
τέχνη... Δανείζομαι στοιχεία μόνο.
Την
ίδια στιγμή που δηλώνει τη συνάφειά
του, έστω και σε επίπεδο επιλεκτικού
δανεισμού, με τον υπερρεαλισμό, διατείνεται
ότι είναι ο τελευταίος συμβολιστής
ποιητής και η μουσικότητα και η
υπαινικτικότητα της ποίησής του συνάδει
προς το συμβολιστικό πρόταγμα ut musica
poesis. Οι μελετητές έχουν εντοπίσει στο
έργο του ποικίλες συγγένειες, από τον
Σικελιανό, τον οποίο μνημονεύει κι ο
ίδιος, τον Καβάφη, τον Σεφέρη και τον
Καρυωτάκη, ως τον Μπωντλαίρ και τον
Λαφόργκ.
Ποιητής
του πένθους, της απώλειας της αθωότητας,
της ενότητας, της αρμονίας, ποιητής
αστικός που σεργιανίζει στην πόλη, όπως
λέει σε ένα ποίημά του, και μεταποιεί
τις εικόνες της, συνδέοντάς τις με τις
αισθήσεις και τα αισθήματα, ο Ασλάνογλου
είναι χαμηλόφωνος, συγκρατημένος,
υποβλητικός. Τα ποιήματά του δεν έχουν
ποτέ τελεία στο τέλος για να συνεχίζουν
τον δρόμο τους μετά τη δημοσίευση, στον
αναγνώστη και πέρα από αυτόν. Έγραφε
δύσκολα, διορθώνοντας ξανά και ξανά τα
ποιήματά του.
Έρωτας,
μνήμη, θάνατος, αίσθηση ματαιότητας σε
έναν κόσμο που μοιάζει να έχει χάσει
τον εσωτερικό ρυθμό του, αίσθημα, αίσθηση
και ομορφιά, υπαρξιακή ερημία, αυτές
είναι ορισμένες από τις κεντρικές
θεματικές του. Μιλώντας για τις ποιητικές
του καταβολές αναφέρθηκε στην έννοια
του θανάτου. «Η έννοια του θανάτου με
πολιορκούσε από μικρό παιδί. Μου ΄χε
γίνει μια έμμονη σκέψη σε συνδυασμό με
τον έρωτα, γιατί ο έρωτας, στα εφηβικά
τουλάχιστον χρόνια δεν ήταν παρά μια
μορφή θανάτου για μένα. Από την άλλη
μεριά, ο θάνατος του πατέρα μου με έκανε
να καταλάβω πόσο δύσκολα κανείς πεθαίνει.
Ο θάνατος των αισθημάτων, λοιπόν, σ' ένα
εσωτερικό νεκρό τοπίο όπου δεν υπήρχε
σχεδόν τίποτε. Αυτά ήταν τα πρώτα
μεταπολεμικά χρόνια για όλους μας.
Ποιητής
με εύθραυστο και μοναδικής λεπτότητας
ψυχισμό, συλλαβίζει μέσα του καταπιεσμένες
τρυφερές προθέσεις, ματαιωμένες φιλίες,
ναυαγισμένες σχέσεις, ένα σύμφυρμα
συγκινήσεων και καταπνιγμένων δακρύων,
ενώ τον κατατρέχει αδιάλειπτα η
μυθοποιημένη ομορφιά μιας εφηβείας που
παρήλθε οριστικά και η συναίσθηση ενός
χρόνου που καταστρέφει και δεν σέβεται
τίποτα.
Ολα αυτά αποτελούν για εκείνον αόριστη προειδοποίηση για μελλοντικές ματαιώσεις και απογοητεύσεις, ώσπου κάποια στιγμή προσλαμβάνει το μυστικό νόημα, το ανεξήγητο που έκρυβαν όλες οι νύχτες που τον έγδαραν, όλες οι μέρες που τον έφθειραν μέχρι το τέλος. Παράλληλα, προσπάθησε επίμονα να αποστειρώσει τις λέξεις από το καθημερινό τους νόημα εντάσσοντάς τες σε στιχουργικές μουσικών συνδυασμών που δημιουργούν αισθητική σαγήνη. Ταυτόχρονα, αυτή η μουσική της γλώσσας αποτελεί το περιτύλιγμα μιας ποίησης σε καθαρή μορφή, μιας ποιητικής έκφρασης προς την αναζήτηση της ουσίας της με στίχους σαν κρύσταλλα πολυεδρικά.
Η απουσία της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του, με τίτλο «Ο δύσκολος θάνατος», από τα βιβλιοπωλεία. Πώς γίνεται η σπαρακτική φωνή ενός από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές να μην ακούγεται;
«Κοιτούσα
τα χέρια του που έσφιγγαν ήρεμα, με κρυφή
συγκατάθεση, τα δικά μου. Μες στο σακίδιο
ήταν όλος ο κόσμος του - πουλόβερ,
βιβλία, γράμματα... Επρεπε να 'ρχονταν
τα πράγματα αλλιώς, μα το θελήσαμε τάχα
Αχρωμο φως, μια Κυριακή φθινοπωριάτικη,
καμιά ελπίδα. Μικρά ταξίδια στις
ακτές, όλα χαλάσανε. Θεέ μου, τόση
ερημιά Εβρεχε στην επιστροφή και ο
αυτοκινητόδρομος γέμισε φωτεινά
σήματα, πικρά ολομόναχα φώτα». «Μα έτσι
είναι πάντα. Το πάρτι ματαιώθηκε σαν
την παρέα μας που το Σεπτέμβρη θα
διαλύσει όπως τόσες και τόσες
παρέες το καλοκαίρι. Να έμενε
τουλάχιστον κάτι».
«Μια
πολυκατοικία άδεια κι ασυνάρτητη
επιστρατεύει το λυγμό μου κάθε
βράδυ».
«Οσο
περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα στο
ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω στη
χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για
όσα μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη
έχοντας, για όσα μοιράστηκα απερίσκεπτα
και μένω ξένος και κουρελιάρης τώρα».
«Θέλω
να γράψω ποιήματα ηλιόλουστα επάνω στα
ακρογιάλια των χεριών σου».
«Ερείπιο
απ' τα ναρκωτικά του ήλιου έρχεσαι ν'
αποτελειώσεις την παλιά συνομιλία να
με ξεπλύνεις απ' την περασμένη άνοιξη
κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά
όσο παλιώνω».
«Οι
χαραμάδες στην ασήμαντη ζωή μου είναι
λυγμός καλοκαιριού στα πρόθυρα χειμώνα».
Το
τραγούδι του Σαββόπουλου που απευθύνεται
στον παλιό του φίλο, τον Αλέξη Ασλάνογλου.
Μια καταιγιστική εξομολόγηση του συνθέτη
η οποία ονομάστηκε «Η θανάσιμη μοναξιά
του Αλέξη Ασλάνη».33 χρόνια μετά οι πύξ
λάξ διασκεύασαν το κομμάτι και το έκαναν
καλύτερο από το πρωτότυπο Αυτός θα
μπορούσε να είναι και ο τίτλος της
μοναχικής διαδρομής του ποιητή, από την
αστική οικογενειακή ακμή στην κατοπινή
υπερήφανη παρακμή, κι από την ερωτική
θλίψη στην τελειωτική κατάθλιψη.