Τέταρτη και τελευταία ανάρτηση των αγαπημένων μου
ποιητών.
Ντίνος Χριστιανόπουλος
(Θεσσαλονίκη, 20
Μαρτίου 1931 - Θεσσαλονίκη, 11 Αυγούστου 2020)
Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.
Κώστας Καρυωτάκης
(Τρίπολη Αρκαδίας, 30 Οκτωβρίου 1896 - Πρέβεζα, 21 Ιουλίου
1928)
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα…
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα είδα το βράδυ αυτό. Κάποια χρυσή, λεπτότατη στους δρόμους ευωδιά. Και στην καρδιά αιφνίδια καλοσύνη. Στα χέρια το παλτό, στ’ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη. Ηλεκτρισμένη από φιλήματα θα ’λεγες την ατμόσφαιρα. Η σκέψις, τα ποιήματα,βάρος περιττό. Έχω κάτι σπασμένα φτερά. Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε το καλοκαίρι αυτό. Για ποιάν ανέλπιστη χαρά, για ποιές αγάπες για ποιό ταξίδι ονειρευτό. Νίκος Καζαντζάκης (Ηράκλειο Κρήτης, 18 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1883 –
Φράιμπουργκ, Γερμανία, 26 Οκτωβρίου 1957) ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ τη γνώμη μας κι ανέλπιδοι κρατάμε τα στενά της ζωής, κι όλοι κινάμε, καβάλα στ’ όνειρό μας, όπου ορίζει ο νομοθέτης νους μας. Μετερίζι δε θέμε, γιατί ξέρομε πως πάμε του Χάρου τα κορμιά μας και δε σπάμε το κύμα των βαρβάρων που χυμίζει στην Πατρίδα. Μα ο νους εμάς φτερούγες τανυώντας λεύτερες χάμου τη νίκη παραιτά κι αητός δικέφαλος ούγες κεντά με τ’ όνειρό του τη λαμπράδα κι ανθεί, στης βάρβαρης νύχτας της φρίκη,
άνθος λευκό τη νικημένη Ελλάδα. Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης, (20 Απριλίου 1922 - 30
Οκτωβρίου 1988) Περιμένοντας τὸ βράδυ Δὲν ξέρω πῶς, δὲν ξέρω
ποῦ, δὲν ξέρω πότε, ὅμως τὰ βραδιὰ κάποιος κλαίει πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα κι ἡ μουσικὴ εἶναι φίλη μας – καὶ συχνὰ μέσα στὸν ὕπνο ἀκοῦμε τὰ βήματα παλιῶν πνιγμένων ἢ περνοῦν μὲς στὸν καθρέφτη πρόσωπα ποῦ τὰ εἴδαμε κάποτε σ᾿ ἕνα δρόμο ἡ ἕνα παράθυρο καὶ ξανάρχονται ἐπίμονα σὰν ἕνα ἄρωμα ἀπ᾿ τὴ νιότη μᾶς – τὸ μέλλον εἶναι ἄγνωστο τὸ παρελθὸν ἕνα αἴνιγμα ἡ στιγμὴ βιαστικὴ κι ἀνεξήγητη. Οἱ ταξιδιῶτες χάθηκαν στὸ βάθος ἄλλους τοὺς κράτησε γιὰ πάντα τὸ φεγγάρι οἱ καγκελόπορτες τὸ βράδυ ἀνοίγουνε μ᾿ ἕνα λυγμὸ οἱ ταχυδρόμοι ξέχασαν τὸ δρόμο κι ἡ ἐξήγηση θὰ ᾿ρθεῖ κάποτε ὅταν δὲν θὰ χρειάζεται πιὰ καμία ἐξήγηση Ά, πόσα ρόδα στὸ ἡλιοβασίλεμα
– τί ἔρωτες Θέε μου, τί ἡδονὲς τί ὄνειρα,ἂς πᾶμε τώρα νὰ ἐξαγνιστοῦμε μὲς στὴ λησμονιά. Κατερίνα Γώγου (Αθήνα, 1 Ιουνίου 1940 - Αθήνα, 3 Οκτωβρίου 1993) Πάει. Αυτό ήταν. Πάει. Αυτό ήταν. Χάθηκε η ζωή μου φίλε μέσα σε κίτρινους ανθρώπους βρώμικα τζάμια κι ανιστόρητους συμβιβασμούς. Άρχισα να γέρνω σαν εκείνη την ιτιούλα που σού `χα δείξει στη στροφή του δρόμου. Και δεν είναι που θέλω να ζήσω. Είναι το γαμώτο που δεν έζησα. Κι ούτε που θα σε ξαναδώ. Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005) Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ Ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια σὰν πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα (αὐτός) ὁ νεκρὸς γεννιέται μέσα μου δὲ θέλει δῶρα δὲ θέλει χρήματα πάγο καὶ χρόνια χιόνια καὶ πάγο σκισμένα ροῦχα ἀχνὰ παπούτσια ὁ χρυσὸς νεκρὸς θὰ βγεῖ ἔξω δὲν τὸν γνωρίζει κανένας τὸν ἀλήτη νεκρὸ θὰ κάτσει στὸ πικρὸ καφενεῖο νὰ πιεῖ τὸν καφέ του κι ὕστερα πάλι σὲ λίγες μέρες ἥσυχα θὰ πεθάνει (ὁ νεκρός) ὅταν ἔρθει ὁ χρόνος κι ὅλες οἱ ρόδες κόκκινες ὅπως πρῶτα
θὰ γυρίζουν πάλι. |