Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Ένας εμβληματικός σκηνοθέτης έφυγε


 


Στο θάνατο του David Lynch, τα όνειρα που μας χάρισε επιστρέφουν σε εκείνη τη μυστηριώδη πηγή όπου γεννήθηκαν. Ήταν ένας σκηνοθέτης που τόλμησε να αμφισβητήσει τα όρια της λογικής, οδηγώντας μας σε διαδρομές όπου το πραγματικό και το παράδοξο γίνονταν ένα.

Σε έναν κόσμο όπου το φως και το σκοτάδι συνυπάρχουν, ο David Lynch μας οδήγησε σε διαδρομές μυστηρίου και ονείρου. Οι εικόνες του, άλλοτε γαλήνιες και άλλοτε ανησυχητικές, μας έκαναν να αμφισβητήσουμε την ίδια την πραγματικότητα. Με το πέρασμά του, αφήνει πίσω του έναν καμβά γεμάτο από μυστήρια, ψιθύρους και σκιές. Η κληρονομιά του θα συνεχίσει να μας καλεί να εξερευνήσουμε τα βάθη του ανθρώπινου νου και της ψυχής.

Μέσα από τις ταινίες του, μας μύησε σε κόσμους γεμάτους μυστήριο, ένταση και σκοτεινή ομορφιά. Είτε βρισκόμασταν στη βιομηχανική δυστοπία του Eraserhead, στα γαλήνια, αλλά τρομακτικά διφορούμενα τοπία του Blue Velvet, είτε στον άχρονο τρόμο του Mulholland Drive, κάθε του έργο ήταν ένας καθρέφτης για τη συνείδησή μας – παραμορφωμένος, αλλά πάντα αληθινός.

Το Twin Peaks μια σειρά που επαναπροσδιόρισε την τηλεοπτική αφήγηση και ήταν το απόλυτο λυκόφως ενός μικρού, φαινομενικά ήσυχου κόσμου. Με αφετηρία το μυστήριο του θανάτου της Laura Palmer, ο Lynch μας οδήγησε σε ένα λαβύρινθο γεμάτο μυστικά, όνειρα και έναν διαρκή αγώνα ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τους κόκκινους κουρτινόδρομους, τον παράξενο χορό του Man from Another Place ή τα σκοτεινά μυστικά που έκρυβαν οι δασώδεις εκτάσεις; Ήταν μια δημιουργία τόσο οικεία, μα και τρομακτικά αλλόκοτη – ένα ποίημα φτιαγμένο από φόβο και ελπίδα.


Ο Lynch κατάφερε, μέσω του Twin Peaks, να μας θυμίσει ότι το καλό και το κακό δεν είναι ποτέ ξεκάθαρα. Πίσω από κάθε καφέ και κάθε ήρεμο χαμόγελο, κρύβονται κενά, σιωπές και ρωγμές γεμάτες πόνο. Και ακόμα, μέσα σε αυτό το χάος, έλαμπε η αληθινή ανθρωπιά. Ο πράκτορας Dale Cooper, με την αγάπη του για τη ζωή, τον καφέ και την πίτα κερασιών, ήταν ένας ήρωας σε έναν κόσμο γεμάτο σκιές.

Η κληρονομιά του Twin Peaks είναι ανεκτίμητη. Το έργο του Lynch δεν περιορίστηκε στον κινηματογράφο, αλλά κατέκτησε την ψυχή μας μέσω αυτής της σειράς, που συνεχίζει να αιχμαλωτίζει και να εμπνέει.

Ο Lynch έφερε στον κινηματογράφο ένα στυλ που δεν μπορούσε να καταταχθεί. Οι σουρεαλιστικές εικόνες του, οι παράξενες σιωπές, και οι ήχοι που έμοιαζαν να αναδύονται από κάποιον άγνωστο, αρχέγονο τόπο, σχημάτισαν έναν νέο τρόπο αφήγησης. Το παράλογο έγινε εργαλείο του, και οι σκοτεινές γωνιές της ανθρώπινης ψυχής, η αστείρευτη έμπνευσή του.

Με την αποχώρησή του από αυτό τον κόσμο, μας αφήνει με ιστορίες που συνεχίζουν να μιλούν όχι μόνο για τον φόβο και την απορία, αλλά και για την ελπίδα μέσα στο χάος. Ο David Lynch δεν ήταν απλά ένας σκηνοθέτης· ήταν ένας ονειροπόλος που μας θύμισε ότι ακόμη και μέσα στις πιο απόκοσμες στιγμές, μπορεί να υπάρχει ομορφιά.

Η κληρονομιά του θα παραμείνει ζωντανή, όπως το φως ενός φάρου μέσα στο σκοτάδι. Και κάθε φορά που θα παρακολουθούμε έναν δρόμο να εξαφανίζεται στον ορίζοντα, εκείνος θα είναι εκεί, να μας δείχνει πως τα ταξίδια στη σιωπή και τη φαντασία δεν έχουν τέλος.

Τώρα που ο δημιουργός μας άφησε, είναι σαν να σιγοκλείνουν οι κόκκινες κουρτίνες της Black Lodge. Αλλά η ηχώ από τα λόγια, τους ήχους και τις εικόνες του Lynch θα παραμείνει. Θα θυμόμαστε ότι στο σκοτάδι υπάρχει φως – και ότι “The owls are not what they seem.”

                     


Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Η ανακάλυψη του Αντίνοου στους Δελφούς, 1884

 


Πέρασαν οι σκαπανείς, αμίλητοι,
μέσα απ’ τη σκόνη των Δελφών,
και ο ήλιος, που δεν έδειχνε την ηλικία του,
τους κοίταξε χωρίς να νοιάζεται.
Αλλά εκεί, στους βωμούς του Απόλλωνα,
ανάμεσα στις ραγισμένες πέτρες,
εκείνος ο νέος αναδύθηκε.

Το άγαλμα του Αντίνοου.
Σιωπηλό, γυμνό από την ιστορία του,
με τα μάτια του να κοιτάζουν στον άπειρο χρόνο,
ένα βλέμμα γεμάτο μια σιωπή που δεν έληξε ποτέ.
Η μορφή του, ανέκφραστη, σχεδόν θεϊκή,
αναδύθηκε απ' το χώμα και την ιστορία.
Κανείς δεν ξέρει ποιος ήταν πραγματικά,
κανείς δεν θα μάθει ποτέ.

Σιωπή.

Οι περαστικοί τον κοιτούν,
αλλά δεν τον καταλαβαίνουν.
Αναρωτιούνται ποιο ήταν το μυστικό του,
ποια μοίρα τον έφερε ως εδώ,
μα οι Δελφοί, πάντοτε ίδιοι,
δεν λένε τίποτα.
Μόνο το άγαλμα μένει.
Ήταν εκεί πριν από εμάς,
και θα είναι και μετά από εμάς,
πάντα με το ίδιο βλέμμα,
πάντα με την ίδια σιωπή.

Οι σκαπάνες άνοιξαν το χώμα,
μα η ιστορία δεν αναδύθηκε με το φως,
αλλά παρέμεινε σκοτεινή,
σαν τις σκιές των θεών που περνούν,
άγνωστοι, μα και πάντοτε παρόντες.
Αυτή είναι η αλήθεια των Δελφών.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

Το τέλος έτσι έρχεται


Το τέλος έτσι έρχεται, αυθόρμητα,
σαν κύμα που δεν ρώτησε το βράχο,
μια σκιά που τυλίγει την αλήθεια
κι αφήνει πίσω σιωπή σε κάθε βήμα.

Ερμητικά κλειστό το νόημά του,
σαν μυστικό που δεν τολμάει να μιλήσει,
μια γλώσσα σβήνει, τα λόγια γίνονται στάχτη,
και μόνο η σιωπή δίνει απαντήσεις.

Αυθόρμητα, χωρίς ρυθμό ή σχέδιο,
σαν άνεμος που σκορπίζει κάθε ελπίδα,
ενώ οι ψυχές μετρούν τα αναφιλητά τους,
και το φως χάνεται στον γαλάζιο ορίζοντα.

Μα ίσως εκεί, στο ερμητικά κλειστό σκοτάδι,
να βρεθεί μια σπίθα νέας αρχής,
μια αύρα που ψιθυρίζει πως το τέλος,
δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα κύκνειο φιλί.



Στέρεο Νόβα - Ασύρματος Κόσμος 1994




Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

Κ'ωστας Γεωργουσόπουλος ο σημαντικότερος κριτικός θερατρου και στιχουργός με το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης

 


Εργάστηκε στη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση για 35 χρόνια, από το 1964 ως το 1999. Το 1978 ανέλαβε, κατόπιν ανάθεσης του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, την επιμέλεια του βιβλίου «Δραματική ποίηση», που αποτέλεσε επί 25 χρόνια διδακτέα ύλη στα ελληνικά Γυμνάσια.

 Στο στίβο της θεατρικής κριτικής μπήκε το 1971 στο «Βήμα», ως συνεχιστής του Άγγελου Τερζάκη, με απόφαση του τότε διευθυντή Ανδρέα Δημάκου. Παρέμεινε στην εφημερίδα μέχρι που έκλεισε το καθημερινό φύλλο, το 1980, και στη συνέχεια ανέλαβε την κριτική θεάτρου στα «ΝΕΑ» απόκοινού με τον Αλκιβιάδη Μαργαρίτη. Εκείνη την περίοδο θέτει ως προτεραιότητα της κριτικής το νεοελληνικό έργο αναδεικνύοντας παραστάσεις με έργα των Καμπανέλλη, Ζιώγα, Σκούρτη, Ποντίκα, Μάτεσι, τον Διαλεγμένου κ.ά.

Η πρώτη περίοδος της κριτικογραφίας του, τη δεκαετία του 1970 και τη δεκαετία του 1980, ταυτίζονται με ορισμένους από τους σημαντικότερους σταθμούς στο νεοελληνικό θέατρο, τους οποίους κατέγραφε ανελλιπώς. Ξεχωριστή, εξάλλου, υπήρξε η συμβολή του στη δισκογραφία του Γιάννη Μαρκόπουλου, καθώς με το ψευδώνυμο Κ.Χ.Μύρης υπέγραψε τους στίχους που μελοποιήθηκαν στο «Χρονικό» (1970), «Ιθαγένεια» (1972) -απ’ όπου τα τραγούδια «Χίλια μύρια κύματα», «Γεννήθηκα», «Χρόνια και χρόνια στον τροχό» κ.ά- και «Σειρήνες» (1983).

 Κριτικά δοκίμια, επιφυλλίδες και σχόλιά του έχουν κυκλοφορήσει στους τόμους: «Οι πλάγιες ερωτήσεις του Πορφύριου» (1984), «Τα μετά το θέατρο»(1985) (Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου), «Το νήμα της στάθμης» (1996), «Παγκόσμιο θέατρο: Ι. Από τον Μένανδρο στον Ίψεν (1998) ΙΙ. Από τον Στρίντμπεργκ και τον Τσέχωφ στον Πιραντέλλο και τον Μπρεχτ» (1999) (Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών), «Κλειδιά και κώδικες του θεάτρου»κ.ά. Με το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης είχε εκδώσει επίσης τις ποιητικές συλλογές «Αμήχανον Τέχνημα» (1971 & 1980), «Παράβαση» (1980).

 Κύριος άξονας του μεταφραστικού του έργου ήταν το αρχαίο δράμα. Έχει μεταφράσει έργα, τα οποία ανέβηκαν ως παραστάσεις, όπως: «Ικέτιδες», «Ορέστεια», «Επτά επί Θήβας» (Αισχύλου), «Ηλέκτρα», «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», «Βάκχες», «Ελένη», «Οιδίποδας Τύραννος», «Εκάβη», «Κύκλωψ». Παράλληλα μετέφρασε τις 9 από τις 11 κωμωδίες του Αριστοφάνη («Πλούτος», «Λυσιστράτη», «Ιππής», «Εκκλησιάζουσες» κ.ά.)

Έφυγε από κοντά μας στις 7 Δεκεμβρίου 2024 σε ηλικία 87 ετών.



Ατρείδες Δικαιοσύνη Γιάννης Ζουγανέλης

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Οι Γερόντοι

 


Οι Γερόντοι

Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Τραγούδι: Mαρία Παπαγεωργιου

Κάθε τόσο μας έρχονται καινούριες καραβιές γερόντοι απ' το Μοριά, απ' τη Ρούμελη
Και πιο πάνω απ' τα Τρίκαλα και τη Μακεδονία
Λιγνοί γερόντοι, χοντροκόκκαλοι, μ' άσπρα μουστάκια και φλοκάτες
Μυρίζουν σβουνιά και χωράφι
Μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου
Στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων
Μιλάνε λίγο, δε μιλάνε καθόλου ωστόσο πότε πότε το βλέπεις
Πού 'χουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια
Μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ' το χώμα
Και τηράνε πίσω απ' τους ώμους μας
Όταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες
Κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι
Όταν ο ουρανός κατεβαίνει απ' τα βράχια
Δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες των άστρων
Κι ο θάνατος κόβει βόλτες αμίλητος έξω απ' το συρματόπλεγμα
Τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρεις τρεις, πέντε πέντε
Σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουταποθήκες του Μεσολογγιού
Και τότες πια δεν ξέρεις, έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς
Αξούριστοι άλαλοι
Δεν ξέρεις πια σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους
Αν είναι ν' ανάψουν το τσιγάρο τους
Ή αν είναι ν' ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη.
Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί
Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό
Σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.

Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη
Ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη
Κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
Που δε σηκώνει τ' άδικο.
Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο
Στο άνοιγμα του τσαντιριού αγνάντια στη θάλασσα
Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας
Με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα.
Δε μιλάνε.
Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας
Κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη
Σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους
Σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων
Σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή
Εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ' τ' αστροπελέκι.


Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Θανάσης Τριαρίδης – Πρέπει να φανταστούµε κάποιον



Ξέρω,
θα έρθουν δύσκολοι καιροί,
μέρες όπου οι ηθικές αξίες μας θα ξεχαστούν,
και τα παιδιά μας -ή κι εμείς οι ίδιοι-
θα πατάμε κουμπιά που θα σημαίνουν τον θάνατο των άλλων.
Και τα βιβλία μας θα σαρωθούν,
και τα ποιήματα και ο πολιτισμός
- ποιος πολιτισμός όταν σκοτώνουμε τους πεινασμένους;
Ωστόσο η κυρία που μένει μόνη της στον ημιώροφο
κάθε βράδυ, γύρω στις 11,
βγαίνει και αφήνει φαγητό για τις γάτες της γειτονιάς.
Και προχθές, με το πολύ κρύο,
γύρισα νύχτα και βρήκα την πόρτα της εισόδου ανοιχτή,
στερεωμένη με το πατάκι.
Λογικά θα ήταν αυτή -
για να μπούνε μέσα τα ζώα που κρυώνουν,
ή και κάποιος άνθρωπος.
Εφόσον θέλουμε να μιλήσουμε για το μέλλον,
πρέπει να σκεφτούμε την κυρία του ημιωρόφου,
πρέπει να φανταστούμε κάποιον που θα κρατήσει
την πόρτα της εισόδου ανοιχτή.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

Μη στέκεσαι στον τάφο μου και κλαις της Mary Elizabeth Frye (1932)

 



Μη στέκεσαι στον τάφο μου και κλαις.

Δεν είμαι εδώ. Δεν κοιμάμαι.

Είμαι οι χιλιάδες άνεμοι που φυσούν.

Είμαι οι διαμαντένιες λάμψεις στο χιόνι.

Είμαι η ηλιαχτίδα στο ώριμο στάρι.

Είμαι η απαλή φθινοπωρινή βροχή.

Όταν ξυπνάς στου πρωινού τη σιγή

Είμαι το γρήγορο ανυψωτικό ρεύμα

Των ήσυχων πουλιών σε κυκλική πτήση.

Είμαι το απαλό φώς των άστρων τη νύχτα.

Μη στέκεσαι στον τάφο μου και κλαις

Δεν είμαι εκεί. Δεν έχω πεθάνει.




Ένας εμβληματικός σκηνοθέτης έφυγε

  Στο θάνατο του David Lynch, τα όνειρα που μας χάρισε επιστρέφουν σε εκείνη τη μυστηριώδη πηγή όπου γεννήθηκαν. Ήταν ένας σκηνοθέτης που τό...