Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

Κ'ωστας Γεωργουσόπουλος ο σημαντικότερος κριτικός θερατρου και στιχουργός με το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης

 


Εργάστηκε στη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση για 35 χρόνια, από το 1964 ως το 1999. Το 1978 ανέλαβε, κατόπιν ανάθεσης του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, την επιμέλεια του βιβλίου «Δραματική ποίηση», που αποτέλεσε επί 25 χρόνια διδακτέα ύλη στα ελληνικά Γυμνάσια.

 Στο στίβο της θεατρικής κριτικής μπήκε το 1971 στο «Βήμα», ως συνεχιστής του Άγγελου Τερζάκη, με απόφαση του τότε διευθυντή Ανδρέα Δημάκου. Παρέμεινε στην εφημερίδα μέχρι που έκλεισε το καθημερινό φύλλο, το 1980, και στη συνέχεια ανέλαβε την κριτική θεάτρου στα «ΝΕΑ» απόκοινού με τον Αλκιβιάδη Μαργαρίτη. Εκείνη την περίοδο θέτει ως προτεραιότητα της κριτικής το νεοελληνικό έργο αναδεικνύοντας παραστάσεις με έργα των Καμπανέλλη, Ζιώγα, Σκούρτη, Ποντίκα, Μάτεσι, τον Διαλεγμένου κ.ά.

Η πρώτη περίοδος της κριτικογραφίας του, τη δεκαετία του 1970 και τη δεκαετία του 1980, ταυτίζονται με ορισμένους από τους σημαντικότερους σταθμούς στο νεοελληνικό θέατρο, τους οποίους κατέγραφε ανελλιπώς. Ξεχωριστή, εξάλλου, υπήρξε η συμβολή του στη δισκογραφία του Γιάννη Μαρκόπουλου, καθώς με το ψευδώνυμο Κ.Χ.Μύρης υπέγραψε τους στίχους που μελοποιήθηκαν στο «Χρονικό» (1970), «Ιθαγένεια» (1972) -απ’ όπου τα τραγούδια «Χίλια μύρια κύματα», «Γεννήθηκα», «Χρόνια και χρόνια στον τροχό» κ.ά- και «Σειρήνες» (1983).

 Κριτικά δοκίμια, επιφυλλίδες και σχόλιά του έχουν κυκλοφορήσει στους τόμους: «Οι πλάγιες ερωτήσεις του Πορφύριου» (1984), «Τα μετά το θέατρο»(1985) (Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου), «Το νήμα της στάθμης» (1996), «Παγκόσμιο θέατρο: Ι. Από τον Μένανδρο στον Ίψεν (1998) ΙΙ. Από τον Στρίντμπεργκ και τον Τσέχωφ στον Πιραντέλλο και τον Μπρεχτ» (1999) (Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών), «Κλειδιά και κώδικες του θεάτρου»κ.ά. Με το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης είχε εκδώσει επίσης τις ποιητικές συλλογές «Αμήχανον Τέχνημα» (1971 & 1980), «Παράβαση» (1980).

 Κύριος άξονας του μεταφραστικού του έργου ήταν το αρχαίο δράμα. Έχει μεταφράσει έργα, τα οποία ανέβηκαν ως παραστάσεις, όπως: «Ικέτιδες», «Ορέστεια», «Επτά επί Θήβας» (Αισχύλου), «Ηλέκτρα», «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», «Βάκχες», «Ελένη», «Οιδίποδας Τύραννος», «Εκάβη», «Κύκλωψ». Παράλληλα μετέφρασε τις 9 από τις 11 κωμωδίες του Αριστοφάνη («Πλούτος», «Λυσιστράτη», «Ιππής», «Εκκλησιάζουσες» κ.ά.)

Έφυγε από κοντά μας στις 7 Δεκεμβρίου 2024 σε ηλικία 87 ετών.



Ατρείδες Δικαιοσύνη Γιάννης Ζουγανέλης

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Οι Γερόντοι

 


Οι Γερόντοι

Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Τραγούδι: Mαρία Παπαγεωργιου

Κάθε τόσο μας έρχονται καινούριες καραβιές γερόντοι απ' το Μοριά, απ' τη Ρούμελη
Και πιο πάνω απ' τα Τρίκαλα και τη Μακεδονία
Λιγνοί γερόντοι, χοντροκόκκαλοι, μ' άσπρα μουστάκια και φλοκάτες
Μυρίζουν σβουνιά και χωράφι
Μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου
Στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων
Μιλάνε λίγο, δε μιλάνε καθόλου ωστόσο πότε πότε το βλέπεις
Πού 'χουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια
Μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ' το χώμα
Και τηράνε πίσω απ' τους ώμους μας
Όταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες
Κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι
Όταν ο ουρανός κατεβαίνει απ' τα βράχια
Δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες των άστρων
Κι ο θάνατος κόβει βόλτες αμίλητος έξω απ' το συρματόπλεγμα
Τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρεις τρεις, πέντε πέντε
Σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουταποθήκες του Μεσολογγιού
Και τότες πια δεν ξέρεις, έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς
Αξούριστοι άλαλοι
Δεν ξέρεις πια σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους
Αν είναι ν' ανάψουν το τσιγάρο τους
Ή αν είναι ν' ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη.
Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί
Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό
Σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.

Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη
Ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη
Κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
Που δε σηκώνει τ' άδικο.
Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο
Στο άνοιγμα του τσαντιριού αγνάντια στη θάλασσα
Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας
Με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα.
Δε μιλάνε.
Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας
Κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη
Σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους
Σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων
Σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή
Εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ' τ' αστροπελέκι.


Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Θανάσης Τριαρίδης – Πρέπει να φανταστούµε κάποιον



Ξέρω,
θα έρθουν δύσκολοι καιροί,
μέρες όπου οι ηθικές αξίες μας θα ξεχαστούν,
και τα παιδιά μας -ή κι εμείς οι ίδιοι-
θα πατάμε κουμπιά που θα σημαίνουν τον θάνατο των άλλων.
Και τα βιβλία μας θα σαρωθούν,
και τα ποιήματα και ο πολιτισμός
- ποιος πολιτισμός όταν σκοτώνουμε τους πεινασμένους;
Ωστόσο η κυρία που μένει μόνη της στον ημιώροφο
κάθε βράδυ, γύρω στις 11,
βγαίνει και αφήνει φαγητό για τις γάτες της γειτονιάς.
Και προχθές, με το πολύ κρύο,
γύρισα νύχτα και βρήκα την πόρτα της εισόδου ανοιχτή,
στερεωμένη με το πατάκι.
Λογικά θα ήταν αυτή -
για να μπούνε μέσα τα ζώα που κρυώνουν,
ή και κάποιος άνθρωπος.
Εφόσον θέλουμε να μιλήσουμε για το μέλλον,
πρέπει να σκεφτούμε την κυρία του ημιωρόφου,
πρέπει να φανταστούμε κάποιον που θα κρατήσει
την πόρτα της εισόδου ανοιχτή.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

Μη στέκεσαι στον τάφο μου και κλαις της Mary Elizabeth Frye (1932)

 



Μη στέκεσαι στον τάφο μου και κλαις.

Δεν είμαι εδώ. Δεν κοιμάμαι.

Είμαι οι χιλιάδες άνεμοι που φυσούν.

Είμαι οι διαμαντένιες λάμψεις στο χιόνι.

Είμαι η ηλιαχτίδα στο ώριμο στάρι.

Είμαι η απαλή φθινοπωρινή βροχή.

Όταν ξυπνάς στου πρωινού τη σιγή

Είμαι το γρήγορο ανυψωτικό ρεύμα

Των ήσυχων πουλιών σε κυκλική πτήση.

Είμαι το απαλό φώς των άστρων τη νύχτα.

Μη στέκεσαι στον τάφο μου και κλαις

Δεν είμαι εκεί. Δεν έχω πεθάνει.




Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης – Tὰ πιὸ ὡραῖα ποιήματα δὲ θὰ γραφτοῦν ποτέ





Κάποτε μιὰ νύχτα

θ’ ἀνοίξω τὰ μεγάλα κλειδιὰ τῶν τρένων

γιὰ νὰ περάσουν οἱ παλιὲς μέρες

 

οἱ κλειδοῦχοι θὰ ‘χουν πεθάνει,

στὶς ράγιες θὰ φυτρώνουν μαργαρίτες

ἀπ’ τὰ παιδικά μας πρωινά

 

κανεὶς δὲν ἔμαθε ποτὲ πῶς ἔζησα,

κουρασμένος ἀπὸ τόσους χειμῶνες

 

τόσα τρένα ποὺ δὲ σταμάτησαν πουθενά,

τόσα λόγια ποὺ δὲν εἰπώθηκαν,

 

οἱ σάλπιγγες βράχνιασαν,

τὶς θάψαμε στὸ χιόνι

 

ποὺ εἶμαι;

γιατὶ δὲν παίρνω ἀπάντηση στὰ γράμματά μου;

 

κι ἂν νικηθήκαμε

δὲν ἦταν ἀπ’ τὴν τύχη ἢ τὶς ἀντιξοότητες,

ἀλλὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ πάθος μας γιὰ κάτι πιὸ μακρινό

 

κι ὁ ἀγέρας ποὺ κλείνει ἀπότομα τὶς πόρτες

καὶ μένουμε πάντοτε ἔξω

 

ὅπως ἀπόψε σὲ τοῦτο τὸ ἔρημο τοπίο

ποὺ παίζω τὴν τυφλόμυγα

μὲ τοὺς νεκρούς μου φίλους.

 

Ὅλα τελειώνουν κάποτε.

Λοιπόν, ἀντίο!

Τὰ πιὸ ὡραῖα ποιήματα

δὲ θὰ γραφτοῦν ποτέ…


Τρίτη 28 Μαΐου 2024

Κώστας Καρυωτάκης ο ιδανικός αυτόχειρας - Το Γράμμα

 


Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη στις 21 Ιουλίου 1928  βρέθηκε επιστολή που γράφει τα εξής:

«Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγωδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περισσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι' αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική.

Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ' αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.

Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές (!!!), εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος.

Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέση τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδός Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας»

Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν' ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου».


Στίχοι: Κώστας Καρυωτάκης
Μουσική: Δημήτρης Λάγιος
Τραγούδι: Δημήτρης Λάγιος
1988

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουν

Τα παλιά φυλαγμένα γράμματά τους

Διαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουν

Για τελευταία φορά τα βήματά τους

Ήταν η ζωή τους λένε τραγωδία

Θεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπων

Τα δάκρυα ο ίδρως η νοσταλγία

Των ουρανών η ερημιά των τόπων

Στέκονται στο παράθυρο κοιτάνε

Τα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύση

Τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε

Τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει

Όλα τελείωσαν το σημείωμα να το

Σύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζει

Αδιαφορία συγχώρηση γεμάτο

Για ‘κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει

Βλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώρα

Ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος

Όλα τελείωσαν ψιθυρίζουν τώρα

Πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος


Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

The Longing

                
 

9 χρόνια κλείνει αυτό το ιστολόγιο και όταν το ξεκίνησα ήθελα να εκφράσω προσωπική αποτύπωση συναισθημάτων, παρουσιάσεις βιβλίων, παρουσιάσεις κινηματογραφικών ταινιών, παρουσιάσεις ραδιοφωνικών εκπομπών και αυθόρμητη έκφραση σκέψεων και ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα έρθει η στιγμή να παρουσιάσω σε αυτό το ιστολόγιο ένα παιχνίδι ηλεκτρονικού υπολογιστή.  

Το The Longing είναι ένα ιδιόρρυθμο παιχνίδι γιατί χρειάζεται 400 πραγματικές ημέρες για να τελειώσει και κινείται με ρυθμό που απλόχερα θα μπορούσε να περιγραφεί ως στάσιμο. Η πρώτη λέξη που εμφανίζεται ποτέ στην οθόνη είναι "Περιμένετε!" Απλές εργασίες, όπως το περπάτημα σε μερικές σκάλες συνεχίζονται για πάντα ή το άνοιγμα μιας πόρτας μπορεί να χρειαστεί και 2 ώρες πραγματικού χρόνου. Ετσι η αναμονή γίνεται προωταγωνιστής  και πιο συγκεκριμένα ο εσωτερικός αναστοχασμός που φέρνει ο προσμονή κάποιου γεγονότος, που τοποθετείται αρκετά μακριά χρονικά.

Το παιχνίδι σας βάζει στο ρόλο μιας «σκιάς», ενός μικρού πλάσματος που ζει στην υπηρεσία ενός αρχαίου βασιλιά. Στην αρχή του The Longing, ο βασιλιάς σας λέει ότι πρέπει να πέσει σε ένα είδος χειμερίας νάρκη και σας αφήνει να περιμένετε. Ο πανύψηλος βασιλιάς κάθεται σε έναν γιγάντιο θρόνο, περιστασιακά ροχαλίζει, και μένεις μόνος σε έναν σκοτεινό, στρεβλό, υπόγειο κόσμο. Έχετε 400 μέρες μέχρι να ξυπνήσει. Τι θα κάνεις?

Το The Longing είναι, στον πυρήνα του σε μία πρώτη οπτική είναι ένα παιχνίδι διαχείρησης  του χρόνου. Σε μία δεύτερη οπτική όμως ίσως είοναι η ίδια η πορεία ζωής ενός ανθρώπου.  Θα σας παραθέσω μερικές από τις ενέργειες του πρωταγωνιστή του παιχνιδιού.

                      

Ένας βασιλιάς/θεότητα κάτω-από-το-βουνό λοιπόν, αναθέτει στο χαρακτήρα μας, μια Σκιά, την υποχρέωση να τον ξυπνήσει αφού ανακτήσει τις δυνάμεις του μετά από λήθαργο 400 ημερών. Σε όλη αυτή την περιόδο, η Σκιά είναι ελεύθερη να περιπλανηθεί σε όλο το υπόγειο βασίλειο, αρκεί να μη το εγκαταλείψει ποτέ.

Αρχικα κραταει κατι μεσα στην χουφτα του ενός του χεριου και φαινετε σαν να πλαθει κατι  ,( ο θεος; ) μια σκια.

Στην συνεχεια η σκιά  όταν σκυβει για να παρει το πρωτο καρβουνο λεει ότι ενας αδερφος γυριζει πισω γιατι το καρβουνο πεφτει από τον θολο του βουνο μετενσαρκωση σε μια νεα ζωη ;;

Μου αρεσει η μυρωδια της γης Χους ει και εις χουν απελεύσει Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος αποτελείται από χώμα και θα καταλήξει εις το χώμα.

Οι απογοητευσεις είναι  τα αδιεξοδα που γερνει καμια φορα η ζωη αρα είναι η πορεια προς την γεννηση η τον θανατο.

Πολλες φορες πεφτει σε βαθεια καταθλιψη κι αυτό φαινετε από τους μονολογους τους.


                    

«δεν εχω να μηλισω σε κανενα».

«άλλη μια περασε περασε στην μοναξια μου»

"αυτό φαίνεται σαν ένα υπέροχο μέρος για να είσαι μοναχικός" 

 "Δεν έχω καταλάβει ποτέ τη ζωή"

Επισης όταν βγαζει ένα κρυσταλο του λεει συγνωμη που θα σε βγαλω αλλα θελω να σε λυτρωσω από την μοαξια σου οποτε σε παρω σπιπι μου να κανουμε παρεα

Εχει πολλες φορες δει καποια ονειρα που σε βοηθανε για το παιχνιδι και ταυτοχρονα δινουν καποια ελπιδα στον ηρωα

«ονειρευτηκα ένα πηγαδι»

«θελω να δω το φως του ηλιου»

Επισης είναι διχασμενος με το αν πρεπει να προχωρησει τον δρομο του η να γυρισει πισω

«πολύ απομακρυνθηκα από τον βασιληα» δεν πιστευω να πει τιποτα ο βασιληας αν παρω ένα κοματι χαρτι»

Δεν υπάρχει κανένας σαφής στόχος εκτός από το να περιμένεις η να περιπλανηθείς στον αχανεί  χάρτη που τον αποκαλύπτεις καθώς  το ρολόι κυλά αντίστροφα  είτε παίζεις είτε όχι.


                   

Όσο εξοπλίζει καλύτερα το σπίτι η σκιά  ο χρόνος που περνάμε εκεί καμπυλώνεται, κυλώντας τελικά πιο γρήγορα από το αρχικό 1-1 με τον κόσμο πάνω-από-τη-γη. Αυτό λειτουργεί ως εργαλείο για να λύσουμε τους γρίφους που απαιτούν την αναμονή μας σε ένα πιο ρεαλιστικό χρονικό πλαίσιο από τον κόσμο της Σκιάς, αλλά και πάλι σε ένα πολύ πιο αργό μοτίβο από ό,τι έχουμε συνηθίσει σε άλλα adventure. Με την πάροδο του χρόνου τα λαγούμια φαντάζουν πιο γνώριμα, βλέπουμε θαυμαστά σημεία του βασιλείου, γνωρίζουμε τη Σκιά και τη μοναξιά της και τελικά καλούμαστε να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε γι’ αυτή. Ένας από τους βασικούς τρόπους να περάσει η ώρα είναι η ανάγνωση, πραγματικών έργων λογοτεχνίας από το project Gutenberg, από βιβλία που βρίσκει στο βασίλειο η Σκιά.

Είναι συμβολικό το γεγονός ότι για να πετύχεις τον πρώτο στόχο που είναι το άνοιγμα μιας πόρτας χρειάζεσε 2 ώρες πραγματικού χρόνου , ενώ για να φτάσεις στο τελευταίο επίτευγμα χρειάζεσε 360 ημέρες πραγματικού χρόνου.

Η διαδρομή σου σε μιά αέναη περιήγηση σε φέρνει σε μία  αρχαία βιβλιοθήκη όπου μπορείτε να μαζέψεις όλα τα βιβλία που θα σε βοηθήσουν να καμπυλώσεις τον πραγματικό χρόνο,  ή έναν καταρράκτη που πέφτει επάνω σε κρυστάλλους που δίνουν φώς στο σκότος της σπιλιάς ή ίσως ένα δωμάτιο γεμάτο με φωτεινό φως που δεν φαίνεται να τελειώνει ποτέ. 

Η μοναχικότητά σε οδηγεί να κάνεις φιλίες με μια αράχνη και να μιλήσεις σε έναν πέτρινο τοίχο. 


Το The Longing είναι ένα ιδιόρρυθμο παιχνίδι. Μοιάζει περισσότερο με άσκηση υπομονής και σίγουρα δεν είναι για όλους. Είναι μόνο για αυτούς που θέλουν να αναστοχαστούν την ύπαρξή τους μέσα από ένα παιχνίδι Το artwork του και η γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα προσφέρουν τα μέγιστα στη δημιουργία ενός μυθολογικού πέπλου που θέλει να τραβήξει ο παίκτης για να δει τη συμβαίνει στον κόσμο αυτό. Η μουσική και τα κλειστοφοβικά ambient υποβάλλουν τον παίκτη στη σημασία του ρόλου του ως φύλακα του έρημου βασιλείου. Είναι  ένα μεγάλο ρίσκο που προσωπικά θεωρώ πως το κερδίζει ως εμπειρία. Αν σας κερδίσει θα σας κάνει να  κοιμηθείτε με τη σκέψη της Σκιάς, να ξυπνήσετε με προσμονή για την πρόσβαση που αποκτήσατε μια μέρα μετά σε ένα καινούργιο σημείο των σπηλαίων σε μια συγκυρία αναμονής και περιορισμένης περιπέτειας.

 

 'Εξι μήνες μετά την αρχή του παιχνιδιού κι όμως, εδώ είμαι, ένα μήνα αφότου ξεκίνησα για πρώτη φορά, και δεν φαίνεται να μπορώ να σταματήσω να παίζω και έφτασα στο σημείο να γράψω και κριτική στο ιστολόγιο μου για αυτό το παιχνίδι.





Κ'ωστας Γεωργουσόπουλος ο σημαντικότερος κριτικός θερατρου και στιχουργός με το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης

  Εργάστηκε στη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση για 35 χρόνια, από το 1964 ως το 1999. Το 1978 ανέλαβε, κατόπιν ανάθεσης του υπουργείου ...