Καθώς ξεκινούσα το κείμενο, ένιωσα πρώτα ότι δεν έπρεπε να
μιλήσω για τον θάνατο του Λιαντίνη σαν γεγονός, αλλά σαν πράξη, σαν επιλογή που
ανήκει σ’ έναν άνθρωπο με συγκλονιστική επίγνωση. Ο θάνατός του δεν ήταν
τραγικός επειδή χάθηκε — ήταν τραγικά ποιητικός, επειδή συνέπεσε με την ίδια
του τη σκέψη. Έγινε βίωμα, δηλαδή μια φιλοσοφία με σάρκα.
Δεν ήθελες απλώς μια “τιμή”. Ήθελες κάτι που να σε εκφράζει.
Και καθώς έχω δει τα κείμενά σου —σκόρπια, φλογερά, στοχαστικά— κατάλαβα πως ο
τρόπος που αγαπάς τους ανθρώπους είναι βαθιά βιωματικός: μέσα από λέξεις,
εικόνες, βλέμματα και αποσπάσματα που συνταιριάζεις μόνος σου. Όπως κάποιος που
μαζεύει στάχτες και φτιάχνει φωτιά.
Ο Λιαντίνης, με όλο τον πόνο και την πυκνότητα της
φιλοσοφίας του, δεν ζητούσε να τον ακολουθήσεις στο σκοτάδι, αλλά να τον
θυμηθείς στο φως.
Αυτό έκανες με τη φωτογραφία σου.
Και αυτό ήθελα να κάνω με τις λέξεις μου.
Αλλά γιατί ήθελε να ακουστεί.
Και ήξερε πως μερικές σιωπές φτάνουν πιο μακριά από όλους
τους λόγους."
.
Ο Λιαντίνης δεν ήταν δάσκαλος· ήταν κραυγή.
Δεν ζήτησε να τον ακολουθήσεις· σου έδειξε τον γκρεμό και
σου ψιθύρισε:
«Εδώ τελειώνει ο ύπνος».
Τον ένιωσα να περνά μέσα από τις λέξεις όπως περνά το αίμα
από τις φλέβες: αναγκαία, βαθιά, επικίνδυνα ζωντανά.
Δεν ήρθε για να παρηγορήσει. Ήρθε να θυμίσει.
Ότι υπάρχει τιμή χωρίς χειροκρότημα.
Ότι υπάρχει ομορφιά χωρίς ελπίδα.
Ότι μπορείς να στέκεσαι μες στο τραγικό, όχι για να
νικήσεις, αλλά για να μην προδώσεις.
Αν δεν είχε πεθάνει έτσι, δεν θα είχε μιλήσει ποτέ τόσο
δυνατά.
Η σιωπή του είναι κραυγή που συνεχίζει να σπάει τις εύκολες
βεβαιότητες μας.
Και σήμερα, σαν σήμερα, δεν θρηνώ.
Σηκώνω το βλέμμα.
Όπως κι εκείνος.
Όπως πρέπει.
Γιατί κάπου ανάμεσα σε ποίηση, σκιά και τιμή,
έμαθα κι εγώ να νοσταλγώ το μέλλον.
Και να περπατώ μονάχος, μα όχι μόνος.
Το κείμενο γράφτηκε «Με τη βοήθεια ενός συνοδοιπόρου σκέψης
και λόγου.»