Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Σκηνοθετόντας την κόλαση




 Όσο περνούν τα χρόνια από το απρόσμενα γρήγορο φευγιό του Νίκου Νικολαΐδη τόσο πιο επίκαιρες  γίνονται οι ταινίες του.

 «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα» (1979),«Γλυκιά Συμμορία» (1983),«Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα» (2002),«The Zero Years» (2006) αλλά ειδικά η «Πρωινή Περίπολος» (1987).Έτσι σήμερα αποφασίσαμε να  κάνουμε μια κάθοδο στην κόλαση για να βρούμε μια καλή παρέα.

Πράξη Πρώτη

  • Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, διαφημιστής και συγγραφέας. Ως κινηματογραφιστής δημιουργός διαμόρφωσε ένα προσωπικό ύφος, που τον κατέταξε ανάμεσα στους πρωτοπόρους του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (ΝΕΚ) και τους σημαντικούς δημιουργούς της 7ης τέχνης στη χώρα μας.
Γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1939 στην Αθήνα και μεγάλωσε στα Εξάρχεια. Σπούδασε σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου και σκηνογραφία στη Σχολή Βακαλό. Στο χώρο του κινηματογράφου μπήκε το 1960 ως βοηθός του σκηνοθέτη Βασίλη Γεωργιάδη και δύο χρόνια αργότερα υπέγραψε την πρώτη του ταινία, τη μικρού μήκους «Lacrimae Rerum», εμπνευσμένη από ένα ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα.
Το 1975 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο «Ευρυδίκη ΒΑ 2037», που δίχασε κοινό και κριτικούς στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αλλά ανέδειξε ένα νέο δημιουργό με φρέσκια ματιά. Η ταινία, που ανήκε στο χώρο του φανταστικού, απέσπασε δύο βραβεία (πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και σκηνογραφίας). Ο Νικολαΐδης τη θωρούσε ως την πιο στέρεη και δομημένη ταινία του.
Το 1977 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Ο οργισμένος Βαλκάνιος», με ήρωες δύο περιθωριακούς τύπους, τον Φάνη και την Τερέζα. Αμέσως δημιουργεί αίσθηση με την ωμότητα των σκηνών και την κυνικότητα των ηρώων του. Από τότε το βιβλίο είναι ένα από τα μπεστ-σέλερ της ελληνική πεζογραφίας.
Ο Νικολαΐδης έγινε ευρύτερα γνωστός με τη δεύτερη ταινία του «Τα κουρέλια τραγουδούν ακόμα» (1979), με πρωταγωνιστές τους Άλκη Παναγιωτίδη, Χρήστο Βαλαβανίδη, Κωνσταντίνο Τζούμα και Όλια Λαζαρίδου. Με την ταινία του αυτή έθεσε ερωτήματα που παρέμεναν στο περιθώριο μιας πολιτικοποιημένης εποχής. Ο τίτλος της έγινε το σύνθημα μιας γενιάς που έβλεπε να ξεθωριάζουν τα οράματα του γαλλικού Μάη και να ξεπροβάλλει μπροστά της μια σκληρή εποχή, όπου δεν θα υπήρχε χώρος για ρομαντικά προστάγματα.
Ακολούθησαν ακόμη επτά ταινίες (έξι κινηματογραφικές και μία τηλεταινία) και δύο μυθιστορήματα, μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου 2007, που έφυγε ξαφνικά από τη ζωή σε ηλικία 68 ετών. Ένα χρόνο νωρίτερα, ο ίδιος είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τον κινηματογράφο και να ασχοληθεί με τη μουσική.
Οι ήρωες του Νικολαΐδη αγαπούν το ροκ εν ρολ, είναι απολύτως αντισυμβατικοί, ζουν στο περιθώριο και στο τέλος χάνονται, όχι από επαναστατικό μένος, αλλά από επιθυμία να πεθάνουν όποτε θέλουν και με τον τρόπο που θέλουν. Στις ταινίες του προβάλλει έντονα την αγωνία του για ένα μέλλον ζοφερό, εφιαλτικό και απρόσωπο, όπου ο ιδιωτικός χώρος ελέγχεται, τα συναισθήματα συνθλίβονται και ο έρωτας δεν έχει νόημα. Ακόμη και όταν επαναδιαπραγματεύεται έννοιες όπως η φιλία και η συντροφικότητα, οι ήρωές του έχουν «απλήρωτους λογαριασμούς» με τη ζωή και επιλέγουν ως έξοδο το θάνατο.
Φανατικός σινεφίλ, ο Νίκος Νικολαΐδης έβλεπε δύο με τρεις ταινίες την ημέρα σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα στο σπίτι του στην Κηφισιά. Αγαπημένοι του σκηνοθέτες οι Τζέρι Λούις, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Όρσον Γουέλς, Ρόμπερτ Όλντριτς, Ρόμπερτ Σιόντμακ και Τσάρλι Τσάπλιν. Από τους σύγχρονους ξεχώριζε τον Εμίρ Κουστουρίτσα, τον Μάικλ Γουίντερμποτομ και τον Λαρς φον Τρίερ.

Είπε...


Για τις ταινίες του:
Όλες οι ταινίες μου αποτελούν κεφάλαια δύο μυθιστορημάτων, που με τα χρόνια ολοκληρώθηκαν. Το πρώτο μυθιστόρημα με τίτλο «Το σχήμα του εφιάλτη που έρχεται» ορίζεται μέσα από την τριλογία «Ευρυδίκη ΒΑ 2037», «Πρωινή Περίπολος» και «The Zero Years» και το δεύτερο με τον τίτλο «Όχι πια εδώ» καλύπτεται από τις ταινίες «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα», «Γλυκιά Συμμορία» και «Ο χαμένος τα παίρνει όλα», κύκλος που και αυτός έκλεισε και περιέχει και τα βιβλία μου «Ο Οργισμένος Βαλκάνιος» και «Γουρούνια Στον Άνεμο». Μένει ανολοκλήρωτο το κείμενο «Αυτοί που αγάπησαν ένα πτώμα», δηλαδή τα «Singapore Sling» και «Θα σε δω στην κόλαση αγάπη μου», μαζί με τις δυο ανέκδοτες νουβέλες μου «Ο Ιούλιος και ο Συμεών στον Άδη». Οι ήρωες μου όμως συχνά - πυκνά περιφέρονται από το ένα στο άλλο μυθιστόρημα, πολλές φορές με πρόσωπο παραλλαγμένο. Θα έλεγα ότι στο «The Zero Years» συναντιούνται όλοι, πλην εκείνων των «Singapore...» και «Θα σε δω...».
Για τον Παλιό Ελληνικό Κινηματογράφο (ΠΕΚ):
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, υπήρξε ένα ρεύμα που προσπαθούσε να φέρει μια ανανέωση και να αποτινάξει τον παλιό κινηματογράφο, τον οποίο εγώ τον θεωρώ σκουπίδι. Επειδή έχουν γίνει 15 καλές ταινίες με τον Χατζηχρήστο, τη Βασιλειάδου και τον Αυλωνίτη δεν σημαίνει τίποτα. Εμείς δώσαμε μια μάχη να το αποτινάξουμε αυτό το πράγμα. Και τώρα βλέπουμε τους θεωρητικούς της ναϊφ περιόδου, «τι ωραία που ήταν τότε η Αθήνα» και «τι γλυκά που ήταν τότε τα πράγματα» και «τι απαλά που ήταν τότε τα συναισθήματα». Ένα κλισέ του κερατά ήταν. Αυτοί μας κοροϊδεύανε και μας έλεγαν «η όρθια διανόηση». Και γύριζαν πέντε ταινίες το 15ήμερο. Στο ίδιο ντεκόρ, με τους ίδιους ηθοποιούς, με άλλα ρούχα.
Για την απόφασή του να εγκαταλείψει το σινεμά:
Το αποφάσισα μόλις τελείωσα το σενάριο του «The Zero Years». Το «γιατί» βρίσκεται τελικά στο ότι (και ας ακούγεται υπερφίαλο...) το σινεμά πια είναι ένα πεδίο που δεν έχει μυστικά και το θεωρώ πλέον κατακτημένο χώρο. Εν ολίγοις, άρχισα να το βαριέμαι. Ασχολούμαι ήδη με αυτό 45 χρόνια, αρκετά. Τώρα θέλω ν' ασχοληθώ με τη μουσική.
Για τη «σκοτεινή αίθουσα»:
Σταμάτησα να πηγαίνω σινεμά, όταν άρχισαν να πέφτουν στην αίθουσα πασατέμποι, κομπολόγια και κινητά.
Για το Ίντερνετ:
Είναι η λεωφόρος των σκουπιδιών και η λεωφόρος των διαμαντιών, είναι ανάλογα πώς θα το ψάξεις, και πού θα πέσεις.

Φιλμογραφία

  • «Lacrimae Rerum» - Μικρού μήκους (1962)
  • «Άνευ Όρων» - Μικρού μήκους (1964)
  • «Ευρυδίκη Β.Α. 2037» (1975)
  • «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα» (1979)
  • «Γλυκιά Συμμορία» (1983)
  • «Πρωινή Περίπολος» (1987)
  • «Singapore Sling» (1990)
  • «Το Κορίτσι με τις Βαλίτσες» - Τηλεταινία (1993)
  • «Θα σε Δω στην Κόλαση, Αγάπη μου» (1999)
  • «Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα» (2002)
  • «The Zero Years» (2006)

Βιβλία


  • «Οι Τυμβωρύχοι» - Διηγήματα (1964)















  • «Ο Οργισμένος Βαλκάνιος» - Μυθιστόρημα (1977)


















«Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα» - Σενάριο (1980)












«Γλυκιά Συμμορία» - Μυθιστόρημα (1984)












«Γουρούνια στον Άνεμο» - Μυθιστόρημα (1993)
















  • «Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα» - Σενάριο (2003)

















«Μια Στεκιά Στο Μάτι Του Μουντεζούμα» - Μυθιστόρημα (2007)



















Πράξη Δεύτερη
Αν ισχύει ότι ο χρόνος είναι ο τελικός κριτής ενός καλλιτεχνικού έργου, τότε κανείς δεν θα διαφωνούσε πως ο χρόνος υπήρξε μάλλον ο μεγαλύτερος θαυμαστής του έργου του Νίκου Νικολαΐδη.
Ιδιότυπη περίπτωση δημιουργού, ακόμη και την εποχή που ξεκινούσε να φιλμογραφεί το ιδιωτικό του σύμπαν, οι οκτώ μεγάλου μήκους ταινίες που παρέδωσε μέσα στο διάστημα των 30 χρόνων ενεργής δράσης ο Νίκος Νικολαΐδης βρίσκουν συνεχώς νέους θαυμαστές, δικαιώνονται για όλα αυτά που, υπο τις συνθήκες της εποχής της δημιουργίας τους, κατηγορήθηκαν και αποκαλύπτουν, άλλοτε διακριτικά και άλλοτε εξόφθαλμα την επίδραση που έχουν στο σημερινό ελληνικό σινεμά.
Χωρισμένες άτυπα σε δύο εποχές (1975 – 1990, 1990 – 2005) και δύο ατμόσφαιρες (την επιστημονική φαντασία και τις ταινίες «της παρέας») , οι οκτώ ταινίες του διαφέρουν μεταξύ τους όσο και μοιάζουν. Ιδιότροπες, σκοτεινές, αστείες, πεσιμιστικές, προφητικές, εγκεφαλικές, άνισες μεταξύ τους, διακρίνονται όλες από έναν συγκεκριμένο κόσμο, τον οποίο ο Νικολαΐδης δεν απαρνήθηκε ποτέ, πάντοτε σε απόλυτη συνάφεια με τη γενικότερη στάση του απέναντι στο σινεμά, την τέχνη, τη ζωή.

Επειδή, όμως, ο χρόνος μπορεί εκτός από καλύτερος φίλος ενός καλλιτεχνικού έργου να γίνει την ίδια στιγμή και ο χειρότερος εχθρός του, ο γιος του Νίκου Νικολαΐδη, Συμεών (aka Simon Bloom), φρόντισε προσωπικά για την αποκατάσταση των ταινιών του πατέρα του, παρουσιάζοντας τις για πρώτη φορά καθαρισμένες ψηφιακά με εικόνα και ήχο που ταιριάζουν στην τεχνική αρτιότητα που πάντοτε χαρακτήριζε το έργο του.
Μιλώντας στο Flix, με αφορμή το αφιέρωμα στο έργο του πατέρα του στην Ταινιοθήκη, ο Συμεών Νικολαίδης μας εξήγησε τους λόγους αυτής της κυκλοφορίας: «Μέχρι σήμερα το έργο του Νίκου υπήρχε σε DVD σε πάρα πολύ κακή ποιότητα. Τα τελευταία τρία χρόνια ασχολήθηκα προσωπικά για να αποκατασταθεί ο ήχος και η εικόνα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ηθελα να κρατήσω περισσότερο ένα αμερικανικό επίπεδο, πράγμα πρωτόγνωρο για την εγχώρια παραγωγή. Τα εμπόδια ήταν πολλά, αλλά ήταν μια διαδικασία που έπρεπε να γίνει. Ολες οι ταινίες καθαρίστηκαν ψηφιακά καρέ-καρέ και έγινε αποκατάσταση των χρωμάτων. Φτιάχτηκαν αγγλικοί υπότιτλοι από την αρχή και επίσης καθαρισμός και εξισορρόπηση του ήχου. Ηταν μια μακροχρόνια εργασία, εφόσον έγινε όχι για μία αλλά για οκτώ ταινίες. Το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ καλό και νομίζω θα εκτιμηθεί από όλους τους θαυμαστές του. Πολύ απλά, θα δουν πράγματα που δεν είχαν προσέξει μέχρι σήμερα και που ήταν μέρος του οράματος του Νίκου.»
Και κάπως έτσι, οι οκτώ μεγάλου μήκους ταινίες του Νίκου Νικολαΐδη (συν το μεσαίου μήκους «Lacrimae Rerum») κυκλοφορούν επεξεργασμένες, με αγγλικούς υπότιτλους και με καινούρια εξώφυλλα σε μια κασετίνα, ή και μεμονωμένα μόνο on line στις διευθύνσειςwww.nikosnikolaidis.com και www.restlesswind.com
Νίκος Νικολαΐδης – Φιλμογραφία (8 DVD, Restless Wind)

Ευριδίκη ΒΑ 2037 (1975)
Υπόθεση / Η Ευριδίκη ζει φυλακισμένη σ’ ένα σπίτι – Αδη – σε μια χώρα με δικτατορικό καθεστώς. Περιμένει να την μεταφέρουν «κάπου αλλού» γιατί η φυλάκισή της σ’ αυτό το χώρο τελείωσε. Ο κρατικός εγκέφαλος όμως που προγραμματίζει τις μετακινήσεις, την κοροϊδεύει επί μέρες τώρα ή και χρόνια. Ενας αγαπημένος, χαμένος από χρόνια – Ορφέας – επικοινωνεί μαζί της και ζητάει να την ξαναδεί. Η Ευριδίκη τον δέχεται με την ελπίδα πως κάτι θ’ αλλάξει, αλλά και με φόβο για οτιδήποτε καινούργιο θα φανεί. Ο Ορφέας έρχεται, σαν ένας νέος θάνατος όμως, κι όχι σαν ελευθερωτής. Η Ευριδίκη θα τον σκοτώσει και θα μείνει για πάντα στην κόλασή της.
Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Νίκου Νικολαΐδη διαβάζει ξανά τον μύθο του Ορφέα και της Ευριδίκης μετατρέποντας τον Αδη σε ένα ασφυκτικό σύμπαν καφκικών και οργουελικών αναφορών που στην αυγή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας δίνει καθαρό το πολιτικό, αλλά κυρίως κινηματογραφικό στίγμα του δημιουργού του. Επιστημονική φαντασία, μινιμαλισμός και ποιητική αφαίρεση ορίζουν τo «ελεύθερο» και «καταραμένο» σινεμά του Νικολαΐδη αναδεικνύοντας τις σκηνογραφικές ακροβασίες της συντρόφου του, Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου και την ασπρόμαυρη υποδειγματική φωτογραφία του Γιώργου Πανουσόπουλου.
«Κάποιοι σοβαροί Ιταλοί κριτικοί ισχυρίστηκαν ότι με την “Ευριδίκη” βρίσκουν επιτέλους την εφαρμογή τους οι α-κινηματογραφικές θεωρίες του Λιοτάρ κι ότι λύνονται πολλά προβλήματα που απασχολούσαν τον Παζολίνι χρόνια. Ντρέπομαι γιατί δεν ήξερα και δεν ξέρω  τίποτα για τις θεωρίες του Λιοτάρ και για τα προβλήματα που απασχολούσαν τον Παζολίνι.» Ν.Ν.
Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμη (1979)

Υπόθεση / Πέντε φίλοι – σαραντάρηδες σήμερα – εκπρόσωποι της γενιάς του ’50, ξανασυναντιούνται μετά από πολλά χρόνια σιωπής. Ο ένας έρχεται από φυλακή, όπου μπαινοβγαίνει χρόνια, ο άλλος από μια σειρά τυφλών φόνων, ο τρίτος αφήνοντας πίσω του γυναίκα και παιδιά, ο άλλος από την περιπλάνηση και η τελευταία, το κορίτσι της παρέας, σκαστή απ' το τρελοκομείο όπου χρόνια κρύβεται... Μετέωροι όλοι, τυραννισμένοι από άγονους έρωτες, σημαδεμένοι απ' το θάνατο αγαπημένων συνομηλίκων, προδομένοι από την πολιτική των καιρών τους, προσπαθούν – μάταια όμως – να ξαναστήσουν την παλιά συμμορία της εφηβείας τους. Η επανάσταση χάθηκε. Ο καθένας θα τραβήξει τώρα για το δικό του θάνατο, ανοίγοντας έτσι ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της γενιάς του.
Η ταινία που καθιέρωσε τον Νικολαΐδη δεν ήταν παρά το δικό του ρέκβιεμ στο τέλος των 60s, στην αμερικάνικη μουσική που ακούγεται στο βάθος από βινίλιο, σε όλες αυτές τις ανώνυμες προσωπικότητες που έμειναν στο περιθώριο, αρχικά από ανάγκη και τελικά από επιλογή. Μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών, τα «Κουρέλια...» θεωρήθηκαν επικίνδυνα, παρακμιακά, απαγορεύτηκαν από τη δεξιά κυβέρνηση, αλλά βρήκαν τη θέση τους ως ένα από τα πρώτα «cult» φιλμ της ελληνικής κινηματογραφίας.
«Η ταινία πρέπει να διαβαστεί σαν ένα κεφάλαιο απ’ το μυθιστόρημα μιας γενιάς που ακόμα δεν άρχισε να γράφεται. Μιας γενιάς που κάτω από ιδιαίτερες πολιτικές πιέσεις, καταδικάστηκε στη σιωπή γιατί αρνήθηκε να μαζικοποιηθεί, να καταναλώσει κουλτούρα, να περάσει από πολιτικά λούκια και διεκδίκησε το δικαίωμα να διαφωνεί ακόμα, ακόμα να φαντάζεται και να ερωτεύεται.» Ν.Ν.
Γλυκιά Συμμορία (1983)

Υπόθεση / Το ημερολόγιο της ζωής και του θανάτου μια ομάδας «ανήθικων» νέων, που έχουν φτάσει στο σημείο της «μη επιστροφής» και αναζητούν κάτι να πιστέψουν και να πεθάνουν γι’ αυτό. Η συμπεριφορά τους τραβάει την προσοχή του Κράτους. Αρχίζει η διακριτική παρακολούθησή τους. Μια ομάδα μυστικών περικυκλώνει το σπίτι τους με επικεφαλής έναν άγνωστο ξανθό άνδρα... και περιμένει.
Συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε με τα «Κουρέλια...», ο Νίκος Νικολαΐδης δίνει μια τελειωτική γροθιά κάτω από τη μέση στην υποκρισία της ελληνικής κοινωνίας, επιστρατεύοντας και πάλι τους αγαπημένους του περιθωριακούς ήρωες, εδω σε ένα παιχνίδι της πραγματικότητας με τη φαντασία που ξαφνιάζει ακόμη και σήμερα. Οχι μόνο για το θράσος τους, αλλά για την αυθεντικότητα του που ορίζει εξ αρχής τα μέλη αυτής της «Συμμορίας» ως μυθικά πρόσωπα, καταδικασμένα να καούν ενωμένα.
«Η ταινία είναι μια μελωδία άγνωστη που τη νοιώθεις σαν να ’ρχεται απ’ τα παλιά σου. Κάποτε νομίζεις πως την έπιασες και τη σιγοσφυρίζεις, μετά από λίγο σου ξεγλιστράει και απογοητεύεσαι, κι έπειτα, κάποιο βράδυ πετάγεσαι απ’ τον ύπνο σου, σίγουρος πως την αιχμαλώτισες αυτή τη φορά, για να ξυπνήσεις το πρωί και να ’χεις ξεχάσει αν ήταν αλήθεια η όνειρο.... Οχι, δεν ξέρω τι είδους ταινία είναι η "Γλυκιά Συμμορία"...» Ν.Ν.
Πρωϊνή Περίπολος (1987)

Υπόθεση / Σε μια έρημη και κατεστραμμένη πόλη, μια γυναίκα βαδίζει ολομόναχη. Προσπαθεί να διασχίσει την απαγορευμένη ζώνη και να φτάσει στη θάλασσα. Παντού παραμονεύουν παγίδες και η Πρωινή Περίπολος την παρακολουθεί. Οι μηχανισμοί της πόλης λειτουργούν ανεξέλεγκτα. Ηλεκτρονικές φωνές καλούν τους ανύπαρκτους πολίτες να εγκαταλείψουν την πόλη. Ενας άντρας, από τους λίγους επιζώντες, που τώρα φρουρεί την πόλη, εμφανίζεται ξαφνικά κοντά της. Την βοηθάει να φτάσει εκεί απ’ όπου κανείς δεν γύρισε για να πει αν στ’ αλήθεια υπάρχει.... στη θάλασσα. Θα πλησιάσουν ο ένας τον άλλον, θα προσπαθήσουν να θυμηθούν το παρελθόν. Θα ξετυλίξουν μαζί το κουβάρι της μνήμης που μπλέχτηκε στη διάρκεια ενός ολέθρου.
Επιστρέφοντας στην επιστημονική φαντασία της «Ευριδίκης», ο Νικολαΐδης υπογράφει με την «Πρωινή Περίπολο» ακόμη μια διαδρομή προς το τέλος του κόσμου. Σε ένα δυστοπικό σύμπαν, όπου απουσιάζουν η δράση και ο λόγος, ένας άντρας και μια γυναίκα, ως άλλοι πρωτόπλαστοι προσπαθούν να ξαναβρουν όλα αυτά που τους ενώνουν προκειμένου να επιβιώσουν. Σχόλιο για τη σύγχρονη εποχή, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το θάνατο ως μόνη διέξοδο.
«Μια ταινία που ακόμα με φοβίζει και αποφεύγω να τη βλέπω... Πιστεύω ότι, όπως και η "Eυριδίκη BA 2037", είναι μια ταινία μπροστά από την εποχή της.» Ν.Ν.
Singapore Sling (1990)

Υπόθεση / Ο Singapore Sling είναι ένας από κείνους τους τύπους χωρίς λεφτά, σπίτι και φίλους, που κυνηγούν χαμένες υποθέσεις με γυναικεία ονόματα και μπλέκονται σε ιστορίες που δεν οδηγούν πουθενά. Η δική του ιστορία λεγόταν Λάουρα και τη συνάντησε πριν από πολλά χρόνια. Αν και υποψιάζεται πως το κορίτσι που γυρεύει τόσα χρόνια έχει πεθάνει και πως είναι ερωτευμένος μ’ ένα πτώμα, αυτός συνεχίζει να το ψάχνει.  Ετσι, ένα βράδυ με βροχή και θύελλα, πληγωμένος και χωρίς να ’χει πια να χάσει τίποτα, φτάνει σ’ ένα σπίτι, γιατί πιστεύει πως εκεί μπορεί να βρίσκεται η Λάουρα. Όμως, στον κήπο του σπιτιού, δυο γυναίκες προσπαθούν να θάψουν το πτώμα ενός άντρα -αλλά o Singaρore Sling με μια σφαίρα στον ώμο δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα.
Φτάνοντας στο απόγειο της σκηνοθετικής του βιρτουοζιτέ, ο Νικολαΐδης έφτιαξε με το «Singapore Sling» ένα κοκτέιλ – μολότοφ ανακατεύοντας το νουάρ, τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ, την πορνογραφία και το σπλάτερ στην ταινία που θα στιγματιζόταν από το πιο αιχμηρό ασπρόμαυρο (υπεύθυνος ο Αρης Σταύρου) του μέχρι τότε ελληνικού κινηματογράφου. Ακόμη και ο όρος «cult» αδυνατεί να κλείσει μέσα του τις εκρήξεις αισθητικής, ελευθεριότητας και αγριότητας που κάνουν το «Singapore Sling» μια μοναδική περίπτωση απελευθέρωσης των μέσων, των ειδών και των ιδεών.
«Με το Singapore Sling, είχα την εντύπωση ότι γύριζα μια κωμωδία, με στοιχεία από την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία...Αργότερα, όταν κάποιοι Ευρωπαίοι και Aμερικάνοι κριτικοί την χαρακτήρισαν  σαν μια από τις "πιο ενοχλητικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ", άρχισα να πιστεύω ότι κάτι δεν πάει καλά με μένα. Αργότερα, όταν η αγγλική λογοκρισία απαγόρευσε την προβολή της, κατάλαβα ότι τελικά κάτι δεν πάει καλά μ’ όλους μας.» Ν.Ν.
Θα Σε Δω στην Κόλαση Αγάπη Μου (1999)

Υπόθεση / Αυτό που για τους άλλους είναι κόλαση, για μας είναι το σπίτι μας. Αυτή είναι η ιστορία της Βέρας, της Έλσας και ενός άντρα που αγαπήθηκαν πολύ. Ετσι ξεκίνησαν να μεγαλώσουν μαζί αλλά δεν πήγαν και πολύ μακριά. Αφήνοντας πίσω τους έναν κόσμο ερειπωμένο και γεμάτο παγίδες, οι ήρωες ξεκινάνε μια νυχτερινή πορεία παραίσθησης, απελπισμένης τρυφερότητας και βίας, όπου ο καθένας με τον δικό του ύπουλο και ανατριχιαστικό τρόπο, προσπαθεί να εξοντώσει τον άλλο, για να κερδίσει μόνος του την Κόλαση…
Σεξ, βία και θάνατος. Γνωστό τρίπτυχο για τον Νικολαΐδη που στην αυγή των 00s κλείνεται οριστικά στον εαυτό του για να παραδώσει την πιο κλειστοφοβική, αυτοαναφορική, άνιση και τελικά προσωπική του ταινία. Με κέντρο μια πισίνα και τρεις ήρωες στα όρια του βαμπιρισμού, ο Νικολαΐδης, αποκομμένος από τον εξωτερικό κόσμο κάνει βουτιά στην ματαιότητα των πάντων.
«Η ταινία είναι ένα νεκρορομάντζο στο σκοτάδι και τη μαστιγωτική υγρασία των ανεκπλήρωτων επιθυμιών και των φαντασμάτων, εκεί που φυτρώνουν τα υπέροχα σαρκοβόρα άνθη του φιλμ νουάρ…» Ν.Ν.
Ο Χαμένος Τα Παίρνει Ολα (2002)

Yπόθεση / Ο Ανδρας, κάπου γύρω στα 40 του, μόνος, παρέα με τσιγάρα, μπύρες, χάπια και τον Μπελαφόντε, το καναρίνι του. Χωρίς παρόν, χωρίς μέλλον αλλά με παρελθόν. Με πειραγμένη υγεία και θολό μυαλό από μια σκάρτη ζωή και αρκετούς μπάτσους που δεν γουστάρουν τη φάτσα του. Α! ναι, και τις εμμονές του στην Αποκάλυψη του Ιωάννη…
Μεταφέροντας το πνεύμα της «Γλυκιάς Συμμορίας» και του «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμη» στα 90s, o Νικολαΐδης παραδίδει με τον «Χαμένο..» την ίσως πιο ολοκληρωμένη του ταινία. Ενα ρομαντικό ποίημα γραμμένο από τον ίδιο προς την χαμένη γενιά κάθε δεκαετίας, εδώ προσθέτοντας στη μυθολογία του έναν ήρωα καταδικασμένο να ανήκει στο σύμπαν του, τον Γιάννη Αγγελάκα, ηγετική μορφή του συγκροτήματος «Τρύπες». Μαζί του, ο Νικολαΐδης περιηγείται σε μια εποχή που επειδή ακριβώς δεν την κατανοεί προσπαθεί να την αποκωδικοποιήσει σπέρνοντας ψήγματα αισιοδοξίας και coolness στο κατεξοχήν πεσιμιστικό σύμπαν του.
«Μ’ ενδιαφέρει ο τρόπος που η ταινία προσεγγίζει τη γενιά των nineties. Μια γενιά που μεγαλώνει μέσα στη σιωπή της αυτογνωσίας της, αναζητώντας τις αξίες της στο παρελθόν, εγκλωβισμένη σε μια στείρα αναμονή μηνυμάτων και διεξόδων που εμποδίζονται και δεν φτάνουν πουθενά. Μ’ ενδιαφέρει αυτή η αβεβαιότητα των ηρώων που καταλήγει να γίνει «θέση», η παγίδα που τους στήθηκε και ο ρομαντισμός που καταφεύγουν για να την αποφύγουν, η κοροϊδία τους στη ζωή τους και το σύστημα, η πίστη τους στον έρωτα και τη συντροφικότητα αλλά και στον έρωτα της συντροφικότητας. Η τόλμη τους ν’ ανατρέψουν τον ίδιο τον εαυτό τους.» Ν.Ν.
The Zero Years (2005)

Υπόθεση / Τεσσερις γυναίκες, στειρωμένες και κάτω από μόνιμη τοξική καταστολή και παρακολούθηση, υπηρετούν τη θητεία τους σ’ έναν κρατικό οίκο ανοχής. Υποχρέωσή τους να κάνουν σεξ και να ξυλοκοπούν ανελέητα τους πελάτες τους. Οι σχέσεις μεταξύ τους βρίσκονται σε κρίσιμο σημείο, η τροφή και το νερό λιγοστά, το σπίτι τους σάπιο και ετοιμόρροπο. Eξω δεν υπάρχει πια τίποτα. Εφιαλτικά οράματα, εικονικές αποβολές και βιασμοί, ενέσεις και ναυτία συνθέτουν την καθημερινή ρουτίνα τους. Μια μέρα, ένας από τους πελάτες τους εξαφανίζεται. Οι ανακρίσεις αρχίζουν...
Οπως κάθε κύκνειο άσμα που σέβεται τον εαυτό του, το «The Zero Years» μοιάζει σαν να βλέπεις όλη τη φιλμογραφία του Νικολαΐδη σε fast forward. Ή καλύτερα σε rewind, αφού, κρατώντας ζωντανή την αίσθηση του φανταστικού με το οποίο ξεκίνησε πριν 30 ακριβώς χρόνια, βυθίζεται - αυτή τη φορά πιο ανεξέλεγχτα και σουρεαλιστικά από ποτέ - στον οργουελικό εφιάλτη μιας θηλυκής φαντασίωσης. Ξυπνώντας, τίποτα δεν μπορεί να έχει μείνει όρθιο, εκτός από τις εμμονές, το εγκλωβισμένο στα δυσδιάκριτα όρια της κωμωδίας και του δράματος σύμπαν και το όραμα ενός σκηνοθέτη που το μόνο που ήθελε ήταν να πει την ιστορία αυτού του κόσμου...λίγο διαφορετικά.
«Σαν φιλμική χρονολογική σειρά το σενάριο αυτό προηγείται της ταινίας "Eυριδίκη BA 2037" και της "Πρωινής Περιπόλου". Εδώ βρισκόμαστε στο decadence της Νέας Τάξης πραγμάτων. Σιωπή, χημική καταστολή, κρατικός φασισμός, σπασμένες επικοινωνίες. O φόβος και η απάθεια έχουν πια εγκατασταθεί γι' αυτό και οι κάμερες παρακολούθησης δεν δουλεύουν πια… δεν χρειάζονται. Ολα είναι τακτοποιημένα.» Ν.Ν.

πράξη τρίτη

«Ας βάλουμε και μια βροχή για ατμόσφαιρα» έλεγε συχνά ο συχνά Νίκος Νικολαΐδης στα γυρίσματα των ταινιών του, όπως μου αναφέρει η σύζυγός του, Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου. Τι ειρωνεία. Πέμπτη 26 Μαΐου βράδυ, ημέρα έναρξης του αφιερώματος στον Νίκο Νικολαΐδη που διοργανώνεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας, η καταρρακτώδης βροχή έχει ακινητοποιήσει την Αθήνα!
 «Σαν να βρίσκεται κάπου εκεί ψηλά και μας κλείνει το μάτι χαμογελώντας» συνεχίζει η Βαρθολομαίου. 
Ο Νίκος Νικολαΐδης, αυτό το παράξενο πλάσμα στον κόσμο του ελληνικού κινηματογράφου. Ο σκηνοθέτης των νοσηρών, κατάμαυρων ταινιών. Τι να πρωτοθυμηθείς, αλήθεια, από τα «Κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» ως το «Zero years»; Ο σκηνοθέτης των εμμονών, της κινηματογραφοφιλίας, ο νεκροθάφτης των fifties και των sixties, ερμητικά κλεισμένος στον κόσμο και στο σπίτι του. 

Δεν υπήρξα ποτέ θαυμαστής του κινηματογράφου του, όμως εκτιμούσα το γεγονός ότι ήταν ο μοναδικός εκπρόσωπος αυτού του κινηματογράφου, κάτι σαν ένα είδος από μόνος του. Και εκτιμούσα τη συνέπειά του. «Δεν χρησιμοποίησα ποτέ το σινεμά μου σαν υποκατάστατο μιας ελλείπουσας ζωής» μου είχε πει στη μοναδική συνέντευξη που του είχα κάνει, για την ταινία «Ο χαμένος τα παίρνει όλα». «Ο,τι έγραψα και ό,τι σκηνοθέτησα είναι από πρώτο χέρι βιωμένο κι αν κάπου μου έλειπαν οι εμπειρίες, τότε οργάνωνα έτσι τη ζωή μου ώστε να συναντήσω αυτές τις εμπειρίες. Απλά πράγματα». 

Το άλλο που μου άρεσε στις ταινίες του Νικολαΐδη ήταν πάντα ο τρόπος που κινηματογραφούσε τις γυναίκες. Τις αγαπούσε πραγματικά και αυτό φαίνεται από το εξής απλό: ενώ είναι ανδρικές ταινίες, με έναν περίεργο τρόπο το γυναικείο φύλο είναι πάντοτε κυρίαρχο. «Ενιωθες να σε προστατεύει» λέει η γυναίκα του, «ήθελα να τον παντρευτώ» λέει η κόρη του Θεοδώρα Βαλεντή, «είχε τον ρομαντισμό και τον ιδεαλισμό δεκαεξάρη» επισημαίνει η Αρχόντισσα Μαυρακάκη, μια από τις τελευταίες ηθοποιούς που συνεργάστηκαν μαζί του. 

Αυτός ήταν και ο στόχος αυτό του κειμένου. Ο Νίκος Νικολαΐδης, μέσα από τη ματιά των γυναικών που σημάδεψαν άλλες πολύ, άλλες λιγότερο τη ζωή του. Οκτώ για την ακρίβεια κλήθηκαν να απαντήσουν στο εξής ερώτημα: ποιο ήταν για την κάθε μία το στοιχείο εκείνο στον Νίκο Νικολαΐδη το οποίο έπαιξε τον μεγαλύτερο ρόλο στο να γίνει μια τόσο γοητευτική προσωπικότητα και ταυτόχρονα ένας τόσο ιδιαίτερος σκηνοθέτης; 

Αφοβος μάγος 
«Νομίζω πως γεννιέται ο άνθρωπος με τα χαρίσματά του και όταν δεν φοβάται, τα καταθέτει... Ο Νίκος δεν είχε ένα, δύο ή κάποια χαρίσματα... ήταν ο ίδιος ολόκληρος μια χαρισματική προσωπικότητα που αγαπιόταν αμέσως. Τον θαύμαζες και ήθελες να ακούς τη φωνή του, το γέλιο του, τον ένιωθες να σε προστατεύει, να σου μαθαίνει αλήθειες, είχε συνείδηση της πραγματικότητας αλλά ταξίδευε στον κόσμο του, είχε απεριόριστο ταλέντο αλλά δεν είχε ανάγκη να αποδείξει σε κανέναν τίποτε. Η τρυφερότητα, το νοιάξιμο, η εμπιστοσύνη και η τιμιότητά του ήταν το ελάχιστο που έβγαινε από την αύρα του, αλλά περισσότερο απ’ όλα, η αίσθηση του χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός του. Τον Νίκο τον αγάπησαν οι γυναίκες άνευ όρων... τουλάχιστον εγώ αυτό έκανα... γιατί ο Νίκος ήταν αληθινός και δεν φοβόταν... ήταν μια μοναδική προσωπικότητα και ένας μάγος σκηνοθέτης!». 
Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου, σύζυγος του Νικολαΐδη και ενδυματολόγος -σκηνογράφος στις περισσότερες ταινίες του. 

Απήγγειλε Καβάφη με το «καλημέρα» 

«Από 4 χρόνων ρωτούσα τη μαμά μου πότε θα πεθάνει ώστε να παντρευτώ τον μπαμπά μου... Αυτό λέει πολλά για τη γοητεία του Νικολαΐδη, που είχε επίδραση σε όλες τις ηλικίες! Τι έκανε γοητευτικό τον Νίκο... Κατ' αρχάς ήταν ρομαντικός και ευγενικός, αλλά ταυτόχρονα αρρενωπός και μποέμ, αχτύπητος συνδυασμός.
 Ηταν ωραίος άντρας και το γνώριζε. Του άρεσε να είναι κομψός και να ξεχωρίζει. Είχε δει πολύ σινεμά και είχε μάθει πολλά κόλπα, ιδίως από τους αγαπημένους του film noir ήρωες. (Οι γυναίκες του film noir τον σημάδεψαν για πάντα.) Κάποτε μου είχε πει ότι θα ήθελε να με σκηνοθετήσει σε μια ταινία που η ηρωίδα είναι μια warrior επιστημονικής φαντασίας, που ρουφάει τους άντρες όταν τους κάνει έρωτα και μετά τους σκοτώνει. Δεν θα μιλούσα καθόλου στον ρόλο μου. 
Γνώριζε πολύ καλά τη γυναικεία φύση, θαύμαζε τη γυναίκα, την ήθελε δυναμική και αυτόνομη». 
Τι τον κάνει ιδιαίτερο σκηνοθέτη; 
Η ευαισθησία του, η αγάπη του για τον κινηματογράφο και την ποίηση _ ήταν ένας ποιητής εικόνων _ η τόλμη του, το χιούμορ του, ο αυτοσαρκασμός του, το ότι είχε πράγματα να πει... Απήγγειλε Καββαδία και Καβάφη με το “καλημέρα”.»
Θεοδώρα Βαλεντή, κόρη του Νικολαΐδη και παραγωγός του επικείμενου ντοκυμαντέρ που γυρίζει για τον σκηνοθέτη ο Χρήστος Χουλιάρας

Ηταν οι ταινίες του 

«Αν το ζητούμενο μιας ζωής είναι να γίνει κανείς “πρόσωπο”, δηλαδή μια αρμονική δημιουργική σύνθεση όλων των προσωπικών και ανεπανάληπτων μοναδικών χαρακτηριστικών του... όσο πιο πολύ γίνεται κανείς “ο εαυτός του” τόσο πιο γοητευτικός γίνεται στα μάτια μου. Ο Νίκος Νικολαΐδης ήταν οι ταινίες του. Και γι' αυτό _ επειδή αυτές δεν ήταν εγκεφαλικά κατασκευάσματα _, αντί να του ανήκουν, μάλλον εκείνος τους ανήκε». 
Ολια Λαζαρίδου, ηθοποιός, «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα». 


Το χάδι στα μαλλιά 

«Ο Νικολαΐδης κρατούσε στην καθημερινή του συναλλαγή με τις γυναίκες ηθοποιούς μια απόσταση και ένα μέτρο κινηματογραφικού “μυστηρίου”. 
Δεν αγαπούσε τις εξωστρέφειες, ήταν ιδιαίτερα διακριτικός και φειδωλός στις εκδηλώσεις του και ήταν ακούραστος στο να ξοδεύει τις ώρες του, παρέα με τους ηθοποιούς του. 
Ετσι κι εγώ σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβω, τυλίχτηκα τότε σε αυτό το ιδιαίτερο, απόλυτα προσωπικό και εθιστικό κλίμα που εκείνος δημιουργούσε. Ακολούθησα τους ρυθμούς του, έπαιξα στο παιχνίδι του, γλίστρησα στον κόσμο του ρόλου και της ιστορίας που είχε φτιάξει. 
Πάνω από έναν χρόνο κράτησε για μένα η ιστορία της “Γλυκιάς συμμορίας”. Θυμάμαι ότι ποτέ, όλη αυτή την περίοδο, δεν είχαμε εκείνος κι εγώ ούτε καν ακουμπηθεί. Δεν υπήρχε με τον Νικολαΐδη αυτό το κλίμα των εύκολων καθημερινών διαχύσεων που συνηθίζεται. Και αυτό ήταν βαθιά ελκυστικό, για μένα τουλάχιστον. Ηταν άλλο ένα παραμύθι. 
Οταν προβλήθηκε η “Γλυκιά συμμορία” στη Θεσσαλονίκη ο κόσμος “γκρέμισε” την αίθουσα επευφημώντας. Κρυβόμουν ανάμεσα στους άλλους ηθοποιούς στο θεωρείο της ταινίας. Ο Νικολαΐδης με χάιδεψε στα μαλλιά. Αισθανόμενη λοιπόν τη χειρονομία του εκείνη, ζαλίστηκα! Τη θυμάμαι εκείνη τη χειρονομία και τη θέρμη της και τη χαρά της, σαν μοναδική και ακριβή». 
Δώρα Μασκλαβάνου, ηθοποιός «Γλυκιά συμμορία».

Εργο λυτρωτικό 

«Γιατί δεν έχει ταχθεί σε καμία ιδεολογία παρά στη δική του. 
Γιατί δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν παρά μόνο στη συνείδησή του. 
Γιατί παίρνει την ελευθερία για να περάσει την κοσμο-αντίληψή του. 
Γιατί είναι έξω από τα τετριμμένα, έξω από την αναπαραγωγή. 
Γιατί δεν υπηρετεί καμία πολιτική ή κοινωνική οργανωμένη σκοπιμότητα. 
Γιατί δεν κοροϊδεύει τον θεατή πουλώντας του κάτι υπαγορευμένο. 
Γιατί νιώθεις την έκφραση του δημιουργού που έχει δική του αντίληψη. 
Γιατί βλέπεις μια ταινία του και αναγνωρίζεις πως είναι δικιά του. 
Γιατί επομένως αυτά όλα φτιάχνουν μια δυναμική που σε κερδίζει, που σε αναγκάζει να σκεφτείς, να αφεθείς, που αφήνει το δικό της στίγμα μέσα σου. 
Ενα έργο που σε κάνει να ανακαλύπτεις ακόμη μετά από δέκα, είκοσι ή τριάντα χρόνια τα κρυφά του σημεία, να μην τις χορταίνεις τις ταινίες, να σε συντροφεύουν στα όνειρά σου, να τις έχεις παρέα τη νύχτα για να μοιραστείς τους εφιάλτες σου, να ξεπηδάνε ατάκες και εικόνες απρόσμενα σε μια γωνιά του μυαλού σου, να σε συγκινούν και να σου επιτρέπουν να κλαις για να κερδίσεις επιτέλους μια στιγμή λύτρωσης. 
Αυτά όλα είναι για μένα η απόλυτη γοητεία και η αδιαμφισβήτητη ιδιαιτερότητά του.» 
Michelle Valley, ηθοποιός «Πρωινή περίπολος», «Singapore sling», «The zero years». 

Ανοιχτός σε νέους συνομώτες 

«Η αντίληψή του. Γι' αυτό και δεν τον καταλάβαιναν “οι πολλοί” και ας τους μάγευε αυτό το “κάτι διαφορετικό” που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν. Είχε πει σε μια συνέντευξή του: “Εχω ακούσει να λένε, “Δεν συμφωνούμε με αυτά που λέει ο Νικολαΐδης, αλλά συμφωνούμε με τον τρόπο που τα λέει”. Οσοι τον κατάλαβαν και είχαν κοινό κώδικα επικοινωνίας, τον λάτρεψαν για πάντα. 

Γι' αυτό και δεν χωρούσε σε αυτόν τον κόσμο, γι' αυτό δεν συμβιβάστηκε ποτέ, γι' αυτό και δεν πήγε στο Hollywood, δεν θα άλλαζε τις ταινίες του για κανέναν χρηματοδότη. Εφτιαξε τον δικό του κόσμο, με τις συμμορίες του, και ήταν ανοιχτός για νέους συνωμότες. Οταν τους έβρισκε χαιρόταν σαν μικρό παιδί και ήταν πιστός και γενναιόδωρος. Ζούσε μέσα από την τέχνη του και έτσι διάλεγε και τους ηθοποιούς του. Είχε πει για αυτό: “Συνήθως γράφω για ηθοποιούς με χαρακτήρα και τέτοια αντισυμβατική συμπεριφορά που να παντρεύονται με τις ιστορίες μου. Θέλω κάποια από τα βασικά στοιχεία των ηρώων μου να προϋπάρχουν μέσα τους.» 
Βαλέρια Χριστοδουλίδου, «Θα σε δω στην κόλαση, αγάπη μου». 

Δάσκαλος

«Πάντα αισθανόμουν τυχερή που συνεργάστηκα με έναν τόσο μεγάλο και καταξιωμένο σκηνοθέτη όπως ο Νίκος Νικολαΐδης, σε μικρή ηλικία, πριν καν τελειώσω τη σχολή, στην ταινία του “The Zero years”. Ηταν η πιο καθοριστική, έντονη αλλά και σημαδιακή συνεργασία αλλά και συνάντηση της ζωής μου. Είχε ένα όραμα για την κάθε ταινία του και ήταν από τους λίγους σκηνοθέτες που ήξερε πώς να διδάξει και να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς του στο επιθυμητό αποτέλεσμα, όσο δύσκολο κι αν ήταν. 
Ηταν τελειομανής και απαιτητικός αλλά έφτανε μόνο να τον εμπιστευτείς για να σε καθοδηγήσει σε καταστάσεις και συναισθήματα έντονα. Εμπαινε μες στην ψυχή σου και σε έκανε να ταυτιστείς με την ηρωίδα σου ώσπου να γίνετε ένα. Ηταν κάτι σαν μαέστρος που οργάνωνε εύκολα όλους και όλα σε απόλυτη αρμονία. Με έμαθε τόσο πολλά, ήταν κάτι παραπάνω από δάσκαλος και η συνεργασία μας ήταν ένα ταξίδι από το οποίο βγήκα πιο πλούσια ως ηθοποιός, αλλά και ως άνθρωπος. Ηταν φευγάτος, αντισυμβατικός και είχε τον ρομαντισμό και τον ιδεαλισμό δεκαεξάρη.»
Αρχόντισσα Μαυρακάκη, «The zero years». 
[Χαρακτηριστικό της ιδιομορφίας του σύμπαντος του Νίκου Νικολαϊδη είναι το βίντεο που επιμελήθηκαν ο Αγγελος Φραντζής («Μέσα στο Δάσος») και ο Νίκος Πάστρας («Theremin») ειδικά για το αφιέρωμα στο έργο του σκηνοθέτη στην Ταινιοθήκη στα τέλη Μαίου του 2011 και που μπορείτε να δείτε στο Flix. Μέσα από σκόρπιες εικόνες, σκόρπια λόγια και σκόρπια αισθήματα το «Ο Θάνατος Μέσα στις Στοές Μυρίζει Πάντα Αγιόκλημα» συνοψίζει ιδανικά το σύμπαν των ταινιών του Νικολαΐδη.]




The Longing

                   9 χρόνια κλείνει αυτό το ιστολόγιο και όταν το ξεκίνησα ήθελα να εκφράσω προσωπική αποτύπωση συναισθημάτων, παρουσιάσεις ...