Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Ασπρα Γένια



 Γενικά, δεν ακολουθώ τη μόδα. Νόμιζα λοιπόν ότι ήθελα να είμαι στη μόδα τις ανέμελες εκείνες μέρες της νιότης μου που αποφάσισα να αφήσω γένια.   

Αλλά με την πάροδο των χρόνων το γένι μεγάλωσε και ήταν άσπρο! Κι έτσι αντί να πάω στη μόδα, πήγα στα αποδυτήρια. Αντί να φυτρώσει κάτι σέξι απ’ τα σαγόνια μου, φύτρωσε κάτι …σεβάσμιο! Και ανατριχιαστικό! Σαν το χιόνι που πέφτει πάνω στους τάφους.

 Οταν οι τρίχες έπλεξαν τον αργυρό τους βρόχο γύρω από το λαιμό μου, τα ‘παιξα. Δεν ήμουνα αυτός που περίμενα, αλλά ένας silver daddy. Οι φίλοι μου διχάστηκαν. Άλλοι μου είπαν ότι μου πάει, άλλοι μου είπαν :
“Ευλόγησον παππούλη”.   


Κι εγω, ξύπναγα τη νύχτα να πάω στο μπάνιο, κι έβλεπα μισοκοιμισμένος στον καθρέφτη ένα φωσφορικό πάλλευκο γένι να αιωρείται στο σκοτάδι, σαν το σαρδόνιο χαμόγελο του αόρατου γάτου στην Αλίκη. Κάποιος μου έκανε πλάκα -ας πούμε υπαρξιακή. Με μια στιλάτη κατραπακιά, είχα συνειδητοποιήσει ότι είμαι ένας σιτεμένος άντρας, ετών 43. 

Τελεία.   

Το ‘κλεβα για καιρό, χωρίς να προσπαθώ ιδιαιτέρως. Βοήθησε το ότι δεν είχα αρρώστιες, μια δουλειά που αγαπούσα, η παρέα με νεότερους. Ξεχάστηκα.    

Μέχρι που με έριξαν ανάσκελα λίγες εκατοντάδες άσπρες τρίχες. Αν και φέτος, η κακή μέρα φάνηκε απ΄ το πρωί. Κάτι πονάκια στις αρθρώσεις, μια μίρλα για κινδύνους που άλλοτε έτρωγα με το κουτάλι. Κυρίως, μια κάμψη της περιέργειάς μου. Κάποιο λάκο είχε η φάβα. Είτε ζω εντελώς μονόχνωτα πια, είτε όντως αυτό ήταν όλο. Είτε και τα δύο μαζί. 

Αλλά για στάσου, από τα 43 να αρχίσει το μοιρολόϊ κι ο αποχαιρετισμός; Νωρίς δεν είναι;   
Για ένα διάστημα, αποχάζεψα ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά της τσαντίλας και του πένθους. Πότε έτσι πότε γιουβέτσι. “Θα το επιβάλλω!” έλεγα μέσα μου, “είναι που δεν έχω συνηθίσει να με βλέπω έτσι” και μετά με έπιανε το παράπονο, που δεν μπορούσα να το εκφράσω ούτε με τις τρίχες μου, πόσο μάλλον με τη σάρκα μου, που με πρόδωσε πρώτη. Μένουν βέβαια τα μάτια. Κι η καρδιά. Αλλά αυτός είναι ένας μυς δύστροπος και πολύ κρυμμένος.

Η καρδιά είναι μπέρδεμα.   

Δεν ξέρω πώς νιώθει ο εξηντάρης που γεμίζει τατουάζ,  χαϊμαλιά, σκουλαρίκια και μια αρμαθιά λουράκια στον καρπό. Φαντάζομαι θα νιώθει όπως εγώ τη μέρα που αποφάσισα να αφήσω γένι. 
Θα νιώθει κάτι ανησυχητικό να πλησιάζει και λίγο το έδαφος να έχει υποχωρήσει. Θα νιώθει ότι δεν τον κοιτάνε πια οπως τον κοιτούσαν, ότι πολύ αραιότερα σκαλώνει κάποιο βλέμμα στο βλέμμα του. 
Μιλώ για περιπτώσεις ήπιας “εξέγερσης”, σαν και μένα: πού απλώς αφήνουν γένια, χωρίς να ξέρουν ότι εκείνο που λαχταράμε πιο πολύ, εκείνο μάς ξεβρακώνει.   

Είδα προάλλες την φωτογραφία του Μπουτάρη, φίσκα στα σύμβολα  -και ήθελα πραγματικά να τον ρωτήσω, γιατί τόση υπερπροσπάθεια, γιατί τόσος εκβιασμός μοντερνικότητας; Είναι επιλογή ή μοίρα;   Όσο κι αν η αφορμή σάς φαίνεται γελοία, μπήκα σε μαύρες σκέψεις. Δεν ήταν τα γένια. Ήταν που κατάλαβα ότι  κάθε πράμμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο. Έχει εποχές και το σώμα. Και η ζωή η ίδια είναι ένα ανθισμένο φλόκι, που ξεθυμαίνει μετά την απομάκρυνση από το ταμείο του σώματος (sic). Είναι λογικό να το θέλουμε. Είναι όμως λογικό να το υποστέλλουμε συνειδητά κάποια στιγμή;  Γιατί τα γηρατειά πρέπει να έχουν κοντά χέρια; Είναι η φοβία πώς θα φανούμε στους άλλους ή είναι δικαίωμά μας να το κάψουμε μέχρι να μη μας παίρνουν τα πόδια μας; Ροκάροντας μέχρι να κλατάρεις, γίνεσαι ήρωας ή καραγκιόζης;   
Υπάρχουν τόσες απαντήσεις, όσοι και άνθρωποι.      
Την άλλη μέρα ξύπνησα με ένα αίσθημα ανακούφισης. Δεν μου άρεσε η φάτσα μου, μου άρεσε όμως ο εαυτός μου. Αλλά και πάλι ποτέ δεν μ’ άρεσα. Είδα τις προάλλες κάτι νεανικές φωτογραφίες μου και τά ‘χασα. 


Μύκονος καλοκαίρι 1991

Νόμιζα ότι ήμουν το πιο άχαρο παιδί του κόσμου, όμως έβλεπα ένα ωραίο αγόρι. Μου το ΄λεγαν τότε κάποιοι, αλλά δεν το πίστευα (ανασφάλειες λέγονται.)   Γι αυτό, λέω στον εαυτό μου, “Κούλαρε. Τι θέλεις πια; Να σέρνεις πίσω σου το καροτσάκι τεσσάρων δεκαετιών και να παραμερίζουν τα εικοσάχρονα στα μπαρ κάνοντας Ουάου, μπήκε ο awsome!? 

Σκέψου ότι στα 65 σου, αν ζεις, θα βλέπεις τις τωρινές σου φωτογραφίες και ίσως πάλι εκπλήσσεσαι πόσο μια χαρά είσαι, άπληστο εκτόπλασμα του Ντόριαν Γκρέϊ! 

Δες τη δουλειά σου, τους φίλους σου, τους ανθρώπους που αγαπάς. Και την επιθυμία, που είναι εκ φύσεως ζημιάρικη, αφού τη ρεγουλάρεις, διαχώρισέ την από την ματαιοδοξία… 

Πίσω απ’ το λόφο, κάτω από τα άστρα, δίπλα σε ποταμάκια μπύρας κι έκστασης χιλιάδες, εκατομμύρια εικοσάχρονα γαμιούνται. 

Μη τα ζηλεύεις. Το είδες το έργο. Άσε και κάποιον άλλο να το δεί!  

Υποσχέθηκα ότι θα ασχοληθώ πάλι με το χρώμα στα γένια μου στα 65, τότε που θα πηγαίνω στις λέσχες για μπιρίμπα. 

Κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις. 

Έτσι λοιπόν, προχθές το βράδυ, έκανα μια βόλτα στην παραλία, είδα το πλήρες φεγγάρι, γύρισα στο δωμάτιο μου και άρχισα να ξυρίζομαι όπως κάθε Κυριακή. Α, γαμήσου νεότητα κι εσύ, θα συνεχίσω να αφήνω γένια άσχετα από το χρώμα τους!  

                                      Ακριβώς 43 και τα σκυλιά δεμένα.


Κ'ωστας Γεωργουσόπουλος ο σημαντικότερος κριτικός θερατρου και στιχουργός με το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης

  Εργάστηκε στη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση για 35 χρόνια, από το 1964 ως το 1999. Το 1978 ανέλαβε, κατόπιν ανάθεσης του υπουργείου ...