Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

A,ρε μαμά



Πότε δεν σκέφτεσαι την μάνα σου όσο ζει την θεωρείς δεδομένη.Η δικιά μου έφυγε τριάντα χρόνια πριν.Έχει λίγες ημέρες που πήγα στο πατρικό μου μετά από πολύ καιρό.Το βλέμμα μου έπεσε στις ντουλάπες της. Φαντάστηκα το περιεχόμενο τους. Στην τέρμα αριστερά έβαζε μικροπράγματα. Την άνοιξα και με την φαντασία μου και είδα το κουτί με τα ραφτικά, με το οποίο επιδιόρθωνε τα ρούχα μας. Δεν είχα δώσει ποτέ σημασία σε αυτή τη διαδικασία και όμως τώρα που την αναλογιζόμουν μπορούσα να διακρίνω στοιχεία μαγείας. Επισκεύαζε το τίποτα!Ποτέ δεν είχε αποτύχει και όμως ποτέ δεν της είχα πει μπράβο. Μπράβο μου έλεγε μόνο εκείνη. «Πόση φαντασία, πόσο πείσμα», αναρωτήθηκα βλέποντας μέσα από τον καθρέφτη εκείνη, να στέκει στην άκρη του κρεβατιού ράβοντας. Δεν μου έδινε σημασία, έκανε σαν να μην υπάρχω.

Κάτω ήταν κάποτε το ατμοσίδερο και κάποια από τα παπούτσια της. Μου άρεσε να κρύβομαι εκεί μέσα. Ίσως επειδή δεν με άφηνε εκείνη. «Μου ανακατεύεις τα πράγματα», μου παραπονιόταν. Δεν σεβόμουν καμιά της επιθυμία ή ανάγκη ιδιωτικότητας.Η συγκεκριμένη ντουλάπα ήταν ένας χώρος ιερός, προσωπικά δικός της. Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό σαν ενδεχόμενο. Στην μεσαία ντουλάπα είχε τα ρούχα της. Μέσα σε πλαστικές σακούλες. Παλιομοδίτικα ταγέρ από την εποχή που ήταν νέα.

Αρχοντικό Γιαννιτσών πριν 37-38 χρόνια

Στην ακριανή είχε τα σεντόνια μας. Δεν μου άρεσαν.Ήταν όλα αγορασμένα από πλανόδιους έμπορους. Ήταν όλα κουρασμένα από μια ζωή τόσο μικροαστική και τόσο απρόσμενα σύντομη.Στο σπίτι μου είχα μόνο ντιζαινάτα σεντόνια, σε μια προσπάθεια να δείξω πως το γούστο μου διαφοροποιήθηκε από αυτό εκείνης. Με ενοχλούσε η επιθυμία της να επιβάλει την αισθητική της πάνω μου. Μέχρι και τον θάνατό της στα δώδεκα μου, με έντυνε όπως ήθελε αυτή. Σαν τον άντρα που θα ήθελε να έχει.Στη συνέχεια το βλέμμα μου έπεσε στην ανοιχτή πόρτα στο παιδικό μου δωμάτιο.Κρατούσε την πόρτα ανοιχτή μάλλον για να με βλέπει, να με ελέγχει.

Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσε να κοιμάται με την πόρτα κλειστή. Όχι ψέματα, το έκανε κάποιες φορές όταν ήθελε να κοιμηθεί και εγώ είχα δυνατά την τηλεόραση.Πόσες φορές δεν θα σηκώθηκε μέσα στο μισοσκόταδο και το κρύο του χειμώνα για να με σκεπάσει;

Ποτέ δεν καθίσαμε στο σαλόνι. Το φύλαγε «καινούριο» για τον γάμο μου έλεγε.Πάντα γκρίνιαζε για να κλείσω τον θερμοσίφωνα, να μην τρέχω στο μπαλκόνι, να μην βάζω τα πόδια στον καναπέ.

Ήμουν όλη της η ζωή και τώρα που δεν υπάρχει, τι είμαι; Όλος της ο θάνατος; Υπήρχαν φορές που ντρεπόμουν για αυτή. Δεν ήταν όσο μορφωμένη μου άξιζε, όσο νέα έπρεπε, όσο όμορφη ήθελα. Δεν ξέρω εάν το καταλάβαινε.Δεν την σκέφτηκα ποτέ σαν γυναίκα. Ποτέ δεν μπόρεσα να αντιληφθώ πως ήταν τέτοια. Ήταν η μαμά μου.Την σκέφτηκα σαν φίλη κάποιων ανθρώπων, σαν συγγενή άλλων. Για κάποιους όμως υπήρξε γυναίκα.

Κουζίνα από το πρώτο μας σπίτι

Περιφερόμουν τώρα στους χώρους του σπιτιού και περισυνέλεγα μνήμες, εστίαζα στις πιο αδιόρατες λεπτομέρειες ότι δεν είχα εντοπίσει ως τότε. Είδα μουτζούρες στις γωνίες των τοίχων από τα λάστιχα των ποδηλάτων, ξεφτισμένες κλωστές στις μοκέτες από το τρεχαλητό, γρατσουνισμένα πλακάκια από την μπάλα μέσα στο σπίτι, όσο έλειπε.

Σε αυτές τις επιμέρους λεπτομέρειες, σε αυτά τα λάθη, θα μπορούσε κάποιος να διαβάσει τη ζωή αυτού του σπιτιού. Του δικού μου σπιτιού.Χάιδευα με την παλάμη μου τους τοίχους του χολ. Σε κάποιο σημείο ένιωσα το χέρι μου να αγγίζει μια ρωγμή η οποία δεν ήταν πια εκεί. Είχε κάποια στιγμή διορθωθεί.Η μνήμη της αφής την εντόπισε και την αναπαρήγαγε στο ακέραιο. Για εμένα όσα στρώματα μπογιάς και εάν την καλύψουν σε αυτό το σημείο θα υπάρχει πάντοτε μια πληγή.

Διέκρινα με την άκρη του ματιού μου την ημιτελή προσπάθεια κάποιου να κατεβάσει τις κουρτίνες. Μάλλον είχε αποπειραθεί αλλά δεν πρόλαβε. Έφερα τη σκάλα, τις κατέβασα. Δεν την είχα βοηθήσει ποτέ να το κάνει. Ήταν τόσο βαριές είχε δίκιο!Οι μανάδες είναι οι πιο συμβιβασμένοι άνθρωποι. Να ένα λάθος που κάνουν!

                                             Η τελευταία φωτογραφία μαζί

Εγώ ήθελα να είμαι πιο γαμάτος από τους άλλους. Ποιους άλλους; Αυτούς που θα με πουλούσαν για ένα αυτοκίνητο και μια προαγωγή, ίσως και για απείρως λιγότερα.Μόνο μετά την συντριβή μπορείς να αισθανθείς συμπόνια.Τώρα πια καταλαβαίνω γιατί ανησυχούσε για το εάν είμαι καλό παιδί. 
Ποιος θα με αγαπάει τώρα που δεν υπάρχει αυτή; Μάλλον κανείς! Κοίταξα μέσα από το παράθυρο μια μαργαρίτα που άνθιζε στο περιθώριο του μπαλκονιού. Τόσο παλιό ήταν το σπίτι και τόση η επιθυμία αυτού του λουλουδιού που άνθισε στο τίποτα. Στην σκιά από τα κάγκελα.


MAMA
CD ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΠΑΙΖΕΤΑΙ
ΜΟΥΣΙΚΗ CHARLES AZNAVOUR
ΔΙΑΣΚΕΥΗ-ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΣΤΙΧΟΙ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ


Κ'ωστας Γεωργουσόπουλος ο σημαντικότερος κριτικός θερατρου και στιχουργός με το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης

  Εργάστηκε στη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση για 35 χρόνια, από το 1964 ως το 1999. Το 1978 ανέλαβε, κατόπιν ανάθεσης του υπουργείου ...