Με αφορμή σε λίγες μέρες την συμπλήρωση πέντε ετών από τον ξαφνικό θάνατο του Θεόδωρου αγγελόπουλου παραθέτω παρακάτω την φιλμογραφία του.
Forminx Story (1965)
Ημιτελής ταινία μεγάλου μήκους. Η ταινία ήθελε να αποτελέσει μια σύγχρονη σπουδή πάνω στους τραγουδιστές, τις διαδικασίες σύνθεσης και παραγωγής. Δεν ολοκληρώθηκε, μετά και την τελική σύμφωνη γνώμη του παραγωγού.
Η Εκπομπή (1968)
Ταινία μικρού μήκους. Μια ομάδα δημοσιογράφων ζητά στο δρόμο από τους περαστικούς να τους ορίσουν τα χαρακτηριστικά που, κατά τη γνώμη τους, συνθέτουν τον «ιδανικό άνδρα», ενώ, βάσει των απαντήσεων, ένας σχεδιαστής φτιάχνει ένα είδος identikit. Στη συνέχεια, οι ίδιοι δημοσιογράφοι ψάχνουν ανάμεσα στον κόσμο τον άντρα που ανταποκρίνεται σ’ αυτή την περιγραφή. Ανακαλύπτουν έναν μικροαστό, λίγο σεξομανή, ο οποίος πετάει απ’ τη χαρά του όταν του ανακοινώνουν ότι έχει επιλεγεί ως ο «ιδανικός άνδρας» κι έχει κερδίσει ως βραβείο να περάσει μια νύχτα με μια ντίβα του κινηματογράφου.
O μικροαστός ετοιμάζεται με μεγάλη ανυπομονησία για το ραντεβού, αποκρύπτοντας το γεγονός από τη σύζυγο, αλλά, όταν φτάνει στο χώρο που του υπέδειξαν, κι αφού περιμένει για ώρες, αντί για την ντίβα, εμφανίζονται οι δημοσιογράφοι της έρευνας. Τον οδηγούν στο στούντιο και του δίνουν ένα δακτυλογραφημένο κείμενο που πρέπει να διαβάσει: είναι η ενθουσιώδης έκθεση πεπραγμένων μιας εκπληκτικής συνάντησης με μια ντίβα.
Αναπαράσταση (1970)
Μετά από χρόνια δουλειά στη Γερμανία, ένας άντρας επιστρέφει στο χωριό του, Τυμφαία της Ηπείρου: μια χούφτα πέτρινα σπίτια σε μια έρημη, τραχιά και αποδεκατισμένη περιοχή από τα τόσα χρόνια μετανάστευσης, όπου μετράνε τις μέρες τους οι λιγοστοί εναπομείναντες κάτοικοι – γέροι, γυναίκες και μικρά παιδιά. Κανένας δεν τον περιμένει, ενώ η κόρη του, στο κατώφλι του σπιτιού, δεν τον αναγνωρίζει.
Λίγες μέρες αργότερα, η σύζυγος, με τη βοήθεια του εραστή της, τον σκοτώνει και τον θάβει στον κήπο, φυτεύοντας κρεμμυδάκια πάνω στον τάφο του. Καίει τα ρούχα και τα λιγοστά υπάρχοντά του, και διαδίδει στο χωριό ότι ο άντρας της ξανάφυγε για τη Γερμανία. Για να κάνει ακόμα πιο πιστευτή την αναχώρησή του και για να δημιουργήσει ένα άλλοθι, φεύγει με τον εραστή της για τα Γιάννενα. Στο ξενοδοχείο, δίνουν το όνομα του συζύγου και μιας άλλης γυναίκας. Στο χωριό, όμως, η ξαφνική αναχώρηση του μετανάστη δημιουργεί υποψίες, και γρήγορα θα φτάσει η αστυνομία.
Αυτός είναι ο πυρήνας του θέματος που θα αναπτυχθεί μέσα από διαφορετικές έρευνες: τη γραφειοκρατική (της ανάκρισης) που αναζητά έναν ένοχο για να κλείσει την υπόθεση, κι εκείνην μιας ομάδας δημοσιογράφων, η οποία, καταγράφοντας τις μαρτυρίες των κατοίκων, αναδεικνύει το κοινωνιολογικό πλαίσιο που υπέθαλψε αυτή την ιστορία. Το χρονικό του φόνου ολοκληρώνεται με τη σύλληψη της γυναίκας, αλλά η δραματική κοινωνική πραγματικότητα του χωριού παραμένει ανοιχτή πληγή. Η ταινία τελειώνει με την επανάληψη της σκηνής του φόνου. Η αμετάβλητη πραγματικότητα πάνω στην οποία ωρίμασε ο φόνος, παραμένει εκεί.
Μέρες του ’36 (1972)
Oι «μέρες του ’36» είναι αυτές που προετοίμασαν την εγκατάσταση της φιλοφασιστικής δικτατορίας του στρατηγού Μεταξά. Σε μια πλατεία γεμάτη κόσμο και κάτω από έναν δυνατό ήλιο, δολοφονείται ένας συνδικαλιστής. Oι υποψίες στρέφονται στον Σοφιανό, έναν πρώην συνεργάτη της αστυνομίας που έχει πέσει σε δυσμένεια. O Σοφιανός αγωνίζεται μάταια ν’ αποδείξει την αθωότητά του. Απελπισμένος, κρατάει όμηρο στο κελί του ένα φίλο βουλευτή που τον επισκέπτεται στη φυλακή, κι απειλεί να τον σκοτώσει αν δεν τον ελευθερώσουν.
Είμαστε στις παραμονές των εκλογών του 1936, και η κυβέρνηση Μεταξά, που μόλις στέκεται όρθια χάρη σ’ έναν δύσκολο συμβιβασμό ανάμεσα στις δυνάμεις της Δεξιάς και του Κέντρου, βρίσκεται σε μια πολύ λεπτή θέση: αν αντισταθεί στον εκβιασμό του Σοφιανού, προκαλώντας το θάνατο του βουλευτή, θα χάσει τη στήριξη της Δεξιάς· κι αν, αντίθετα, υποκύψει στον εκβιασμό κι αφήσει ελεύθερο τον κρατούμενο, θα χάσει τη στήριξη του Κέντρου. Το ποια «τάξη» αποκαταστάθηκε τελικά, το φανερώνει ξεκάθαρα η σκηνή της εκτέλεσης των διαδηλωτών που κλείνει την ταινία.
Ο Θίασος (1974-’75)
Η ταινία ακολουθεί τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελλάδα από το 1939 μέχρι το 1952, ο οποίος προσπαθεί να παρουσιάσει μια θεατρική παράσταση του βουκολικού δράματος του Περεσιάδη Γκόλφω, η βοσκοπούλα. Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας και η ιδιωτική των μελών του θιάσου (που είναι ταυτόχρονα και μέλη της ίδιας οικογένειας) πλέκονται αξεδιάλυτα. Από τη μια παρακολουθούμε τις τελευταίες μέρες της δικτατορίας του Μεταξά, την έναρξη του πολέμου, την ιταλική εισβολή, τη γερμανική κατοχή, την Απελευθέρωση, την άφιξη των συμμάχων (Άγγλων αρχικά και Αμερικανών στη συνέχεια), την καταπίεση των «αριστερών» αγωνιστών και τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, μέχρι τις εκλογές του 1952 όπου κυριαρχούν οι δυνάμεις της Δεξιάς.
Από την άλλη, οι περιπέτειες της οικογένειας του Oρέστη, της αδελφής του, του πατέρα του, της μητέρας του και του εραστή της, παραπέμπουν στον κεντρικό πυρήνα του μύθου των Ατρειδών. O πατέρας εκτελείται από τους Γερμανούς, μετά την προδοτική καταγγελία του εραστή της μητέρας, κι ο Oρέστης, αντάρτης της Αριστεράς, με τη συνεργασία της αδελφής, θα σκοτώσει επί σκηνής τη μητέρα του και τον εραστή της, για να έρθει και η δική του εκτέλεση κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων που ακολούθησαν τη γενική καταστολή του αντάρτικου κατά τον Εμφύλιο.
Το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι η μεγάλη αδελφή (εκείνη που, κατά το σχήμα του μύθου, θα ήταν η Ηλέκτρα), η μόνη της οικογένειας που, μετά τα δεκατρία χρόνια Ιστορίας τα οποία πραγματεύεται η ταινία, μένει ώς το τέλος και φροντίζει τον μικρό Oρέστη, το γιο της μικρής αδελφής που έχει παντρευτεί έναν αμερικανό αξιωματικό. Η χρονολογική κατασκευή της ταινίας, περίπλοκη και πολύπλοκη, κτίζεται με διαρκείς χρονικούς ελιγμούς και συνεχείς εναλλαγές εποχών. Η ταινία αρχίζει το 1952 και τελειώνει το 1939 μ’ ένα πανομοιότυπο πλάνο.
Οι κυνηγοί (1977)
Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1977, μια ομάδα κυνηγών βρίσκει στην περιοχή κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων, μέσα στο πυκνό χιόνι, το πτώμα ενός αντάρτη του Εμφυλίου. Το αίμα τρέχει ακόμα φρέσκο απ’ την πληγή του, παρ’ όλο που έχουν περάσει κοντά τριάντα χρόνια. Oι κυνηγοί, όλοι εκπρόσωποι της αστικής τάξης, πολιτικής και οικονομικής (μαζί τους, όμως, κι ένας «ανανήψας “αριστερός”»), μεταφέρουν το πτώμα στο ξενοδοχείο τους, όπου και θα περάσουν μια νύχτα Πρωτοχρονιάς γεμάτη απ’ τα φαντάσματα της ιστορικής τους συνείδησης και το φόβο του παρελθόντος.
Μπροστά σ’ ένα μεγάλο δικαστήριο της Ιστορίας, που λαμβάνει χώρα στη σάλα χορού του ξενοδοχείου, οι καταθέσεις τους μετατρέπονται σε ζωντανούς εφιάλτες της συλλογικής τους συνείδησης. Προς το τέλος της ταινίας, ο αντάρτης που ζωντανεύει μέσα στη φαντασία των τρομοκρατημένων κυνηγών, μετατρέπεται σ’ ένα είδος εκδικητή της επανάστασης. Αφού ακούσουν απ’ τα χείλη του την καταδικαστική απόφαση, οι αστοί εκτελούνται, για να ξανασηκωθούν, βγαίνοντας από ένα άσχημο όνειρο. Το πτώμα θα επιστρέψει στο χιόνι, και οι κυνηγοί θα συνεχίσουν την πορεία τους στο κατάλευκο τοπίο.
Ο Μεγαλέξαντρος (1980)
Παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1900, δραπετεύει από τη φυλακή, καβάλα σ’ ένα άσπρο άλογο, ένας επικίνδυνος ληστής: ο Μεγαλέξαντρος, όπως τον αποκαλεί ο λαός, αφού βλέπει σ’ αυτόν το μυθικό ανάλογο των λαϊκών εξεγέρσεων. Με τη βοήθεια των παλικαριών του, απάγει μια ομάδα άγγλων διπλωματών και τους κρατάει όμηρους στο χωριό του, ζητώντας από την κυβέρνηση αμνηστία και την επιστροφή της γης στους χωρικούς. Oι χωρικοί, που έχουν δημιουργήσει μια κοινότητα κάτω από την καθοδήγηση ενός δασκάλου σοσιαλιστή, υποδέχονται τον Αλέξανδρο και τους δικούς του, και τον χαιρετίζουν ως λυτρωτή. Η αρμονία ανάμεσα στους ληστές και τους χωρικούς δεν διαρκεί πολύ.
O Αλέξανδρος δε συμμετέχει στη ζωή της κοινότητας. Μένει μόνος με τους συντρόφους του και τις επιληπτικές του κρίσεις. Δεν ανέχεται κανενός είδους αντίδραση ή διαφωνία, και πολύ γρήγορα θα εκτελέσει το δάσκαλο και τη θετή του κόρη. Αποδυναμωμένοι από τις εσωτερικές διαμάχες, οι χωρικοί χτυπιούνται απ’ το στρατό, που επιδιώκει την απελευθέρωση των ομήρων και τη σύλληψη του Αλέξανδρου. Αυτός, πληγωμένος γίνεται βορά του πλήθους, και το σώμα του εξαφανίζεται. Ό,τι απέμεινε απ’ τον μυθικό ήρωα, είναι ένα μαρμάρινο κεφάλι και λίγο αίμα γύρω του. Στην έρημη πλατεία του χωριού, μετά την αντιπαράθεση με το στρατό, ο μικρός Αλέξανδρος, καβάλα σ’ ένα μουλάρι, θα απομακρυνθεί με προορισμό την πόλη.
Ταξίδι στα Κύθηρα (1984)
Ένας σκηνοθέτης του κινηματογράφου, κουρασμένος απ’ τις μυθοπλασίες, αναζητά μια ιστορία ουσιαστική και προσκολλάται σ’ έναν γέρο που πουλάει λεβάντες στο δρόμο: τον Σπύρο, έναν πρώην κομμουνιστή, εξόριστο στην Τασκένδη, που έχει επιστρέψει στην πατρίδα μετά από 32 χρόνια εξορία. Στο χωριό του, που το είχε υπερασπιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, γίνεται μάρτυρας ενός ξεπουλήματος της γης και των ιδεών, και προσπαθεί να το αποτρέψει. Ωστόσο, δεν μπορεί να συμπλεύσει με την πραγματικότητα που συναντά. Απομονώνεται. Δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τα παιδιά του, με τους γύρω του. Μόνο η γυναίκα του, πιστή και υπομονετική Πηνελόπη, τον ακολουθεί μέχρι το τέλος, μέχρι το τελευταίο του ταξίδι.
Ο Μελισσοκόμος (1986)
O Σπύρος, δάσκαλος σε μια μικρή επαρχιακή πόλη όπου πέρασε όλη του τη ζωή, μετά το γάμο της κόρης του και την αναχώρηση του γιου του που θα συνεχίσει τις σπουδές του στην Αθήνα, ξαναρχίζει κι αυτός το ταξίδι του, εγκαταλείποντας τη διδασκαλία, το σπίτι, τη γυναίκα του, διασχίζοντας τη χώρα με τις κυψέλες, όπως έκαναν ανέκαθεν ο πατέρας του κι ο πατέρας τού πατέρα του, ακολουθώντας το δρόμο της Άνοιξης, το δρόμο των μελισσών. Η συνάντησή του με μια κοπέλα θα του ξαναζωντανέψει παλιά συναισθήματα κι αναμνήσεις. Για κείνον, το παρελθόν είναι όλα· για κείνην, δεν είναι τίποτα. O Σπύρος, όμως, παλιός «αριστερός» και αγωνιστής, είναι μόνος του με το παρελθόν του και πολύ κουρασμένος πια για να επιμείνει στον αγώνα της ζωής: θα πεθάνει αφημένος στην επίθεση των ίδιων του των μελισσών…
Τοπίο στην ομίχλη (1988)
Η Βούλα κι ο Αλέξανδρος είναι δυο παιδιά, αδέλφια, που ο πατέρας τους δουλεύει μετανάστης στη Γερμανία. Αυτή, τουλάχιστον, είναι η απάντηση που τους δίνει η μητέρα τους όταν εκείνα τον αναζητούν. Μια μέρα, επιβιβάζονται σ’ ένα τρένο που νομίζουν ότι θα τους μεταφέρει στη Γερμανία. Το ταξίδι τους δε φαίνεται να πραγματοποιείται. O προορισμός απομακρύνεται όσο τα δυο παιδιά εμπλέκονται σε μια διαρκή αντιπαράθεση με την πραγματικότητα, που τους «καθυστερεί» σε διάφορους ενδιάμεσους σταθμούς κατά μήκος της χώρας.
Μετά από μια σκληρή περιπλάνηση στη ζωή και την ενηλικίωση, θα φτάσουν σ’ εκείνο το σύνορο, πέρα απ’ το οποίο πιστεύουν ότι θα βρουν τελικά έναν πατέρα, που αντιπροσωπεύει γι’ αυτά μια ελπίδα. Αν, μετά την έρημη και παρακμασμένη χώρα που διέτρεξαν, υπάρχει η «Γερμανία» πέρα απ’ αυτό το σύνορο, τότε υπάρχει ελπίδα τα παιδιά να βρουν μόνα τους το δρόμο για να βγουν απ’ τον δικό μας χαοτικό κόσμο.
Το μετέωρο βήμα του πελαργού (1991)
Ένας πολιτικός, μετά από μια συνεδρίαση στη βουλή όπου εκφωνεί μάλλον μια ποιητική ανακοίνωση παρά έναν πολιτικό λόγο, εγκαταλείπει το κοινοβούλιο και το σπίτι του, κι εξαφανίζεται χωρίς ν’ αφήσει κανένα ίχνος. Ένας δημοσιογράφος που κάνει ρεπορτάζ στην παραμεθόριο για τους εγκλωβισμένους στα σύνορα μετανάστες και πρόσφυγες διαφόρων φυλών, συναντά έναν άντρα που η εξωτερική του εμφάνιση ταιριάζει με τα χαρακτηριστικά του αγνοούμενου πολιτικού.
Παρά τις έρευνές του και μια συνάντηση που καταφέρνει να οργανώσει ανάμεσα στον άγνωστο και τη γαλλίδα γυναίκα του πολιτικού, η ταυτότητα του αγνώστου παραμένει ανεξακρίβωτη. Η γυναίκα δεν τον αναγνωρίζει, κι εκείνος δε φαίνεται διατεθειμένος ούτε για μια στιγμή να μας δώσει ένα σημάδι ότι δεν πρόκειται για τον πολιτικό που αγνοείται. Σ’ αυτόν τον κατακερματισμένο κόσμο όπου έχει καταφύγει, στην απομόνωση ενός κόσμου με δικό του θεό και νόμο, συμπιεσμένο ανάμεσα σε εμπόδια, σύνορα και όρια, όλα μετεωρίζονται σε μιαν αβέβαιη πραγματικότητα…
Το βλέμμα του Οδυσσέα (1995)
O ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης Α. επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στην πατρίδα, αναζητώντας τρεις μπομπίνες ανεμφάνιστου φιλμ των Αδελφών Μανάκη, πιονιέρων του κινηματογράφου στα Βαλκάνια.
Η απεγνωσμένη αναζήτηση του φιλμ όπου καταγράφηκε το πρώτο βλέμμα πάνω σε τούτη τη χερσόνησο, γίνεται ταυτόχρονα και η αναζήτηση ενός βλέμματος από πλευράς του Α. (του Αγγελόπουλου, κατ’ επέκταση), που ψάχνει έναν καινούργιο τρόπο να ξαναδεί τον κόσμο.
Η οδύσσεια του Α. δεν είναι μια ομηρική Oδύσσεια. Όλα τα ομηρικά αντίστοιχα δεν αναγνωρίζονται παρά μόνο σαν σχήματα, σκορπισμένα στοιχεία στο μακρύ ταξίδι της σύνθεσης. Τώρα που όλες οι ιδεολογίες κατέρρευσαν, τώρα που το σοσιαλιστικό όνειρο κύλησε στο ποτάμι της Ιστορίας, η περιπέτεια του βλέμματος απέμεινε η μόνη περιπέτεια να αφηγηθείς.
Μια αιωνιότητα και μια μέρα (1998)
O Αλέξανδρος, ένας μεσόκοπος συγγραφέας, ασχολείται με το ημιτελές έργο του Σολωμού Ελεύθεροι πολιορκημένοι. Από το ποίημα λείπουν λέξεις, κι ο Αλέξανδρος αποπειράται να τις συγκεντρώσει, να τις αγοράσει, όπως έκανε για τις δικές του λέξεις κι ο Σολωμός. Τούτες οι λέξεις μπαίνουν στο παζλ της συμπλήρωσης του ημιτελούς αριστουργήματος, για να στοιχειώσουν και τη ζωή τού Αλέξανδρου. Όμως οι δυνάμεις του έχουν εξαντληθεί, κι ο ίδιος βαδίζει προς το θάνατο. O χρόνος που του απομένει, ανήκει στις αναμνήσεις, στον απολογισμό μιας ζωής, γεμάτης χαμένες ευκαιρίες και λάθος κινήσεις.
Μόνο μία κίνηση υπάρχει ακόμα: μια τυχαία συνάντηση μ’ ένα άστεγο αγόρι, παιδί των φαναριών. Προσκολλάται σ’ αυτό το παιδί, αναβάλλει την «αναχώρηση» και παρατείνει την αιωνιότητα κατά μία μέρα, για να μεταφέρει στον μικρό του φίλο κάτι από τη γνώση του, ν’ αφήσει τα ίχνη του πάνω σε κάποιον, μέσα από το βλέμμα του οποίου θα σωθεί εκείνος που φεύγει…
Το λιβάδι που δακρύζει (2004)
Μια ομάδα ξεριζωμένων Ελλήνων της Οδησσού φτάνει σε ένα βαλτότοπο της Ελλάδας που ορίζεται ένα ποτάμι που τον διασχίζει. Οι πρόσφυγες στεριώνουν εκεί έναν οικισμό προσπαθώντας να ξανακτίσουν τη ζωή τους. Μια οικογένεια κυριαρχεί. Ο πατέρας αυστηρός και πείσμων, μετά το θάνατο της γυναίκας του θα θελήσει να παντρευτεί την Ελένη, ένα κοριτσάκι που μεγάλωσε στο σπίτι του αφού το είχαν περιμαζέψει στο φευγιό τους μέσα στο χαμό του διωγμού. Ο γάμος δεν θα γίνει ποτέ και η Ελένη το σκάει με το γιο του που αγαπιούνται από παιδιά.
Η περιπλάνηση των δύο νέων στην Ελλάδα, με την προστασία μιας ομάδας μουσικών, μετατρέπεται σε μια τραγική ιστορία. Η ταραγμένη πολιτική σκηνή οδηγεί τους νέους να αντιμετωπίσουν μια σειρά από γεγονότα που σημαδεύουν οριστικά τη ζωή τους. Μη μπορώντας να στεριώσουν πουθενά, κουβαλώντας την κατάρα του πατέρα για την προδοσία, ο νέος θα αναγκαστεί να φύγει στην Αμερική σε αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρα. Η Ελένη, μόνη της πλέον θα βιώσει τη φρίκη του πολέμου και του εμφύλιου, χάνοντας και τα δυο της παιδιά. Μετά από διαδοχικές φυλακίσεις για αντιστασιακή δράση θα εξοριστεί από την πατρίδα που νόμισε ότι είχε βρει φτάνοντας μια μέρα μικρό παιδάκι στην Ελλάδα.
Η Σκόνη του Χρόνου (2008)
O Α, Αμερικανός σκηνοθέτης ελληνικής καταγωγής, γυρίζει μια ταινία πάνω στην ιστορία του και την ιστορία των γονιών του. Μια ιστορία που εξελίσσεται στην Ιταλία, την Γερμανία, την Ρωσία, το Καζακστάν, τον Καναδά και τις Η.Π.Α. Κεντρικό πρόσωπο, η Ελένη, που διεκδικείται και διεκδικεί το απόλυτο της αγάπης. Ταυτόχρονα, ένα μακρύ ταξίδι, στην μεγάλη Ιστορία και στα γεγονότα των τελευταίων πενήντα χρόνων που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα. Τα πρόσωπα της ταινίας κινούνται σαν σε όνειρο, η σκόνη του χρόνου μπερδεύει τις μνήμες. Ο Α τις αναζητά και τις ζει στο παρόν.
«Αθήνα, επιστροφή στην Ακρόπολη» (1983) Ταινία ντοκυμαντέρ διάρκειας 43 λεπτών.
Σκοτάδι και στο κέντρο
ένας φωτεινός κύκλος. Μέσα στον κύκλο,
ένας νέος με κοντό άσπρο παντελόνι και
φτερά αγγέλου. Πίσω του, μια δίκυκλη
μοτοσικλέτα. Σηκώνει το κεφάλι προς τις
αρχαίες κερκίδες και φωνάζει.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Δεν ξέχασα τίποτα.
Όλα είναι στη θέση τους,
τακτοποιημένα κατά σειρά,
Περιμένοντας το χέρι
να διαλέξει
Μόνο δεν μπόρεσα να βρω
τα παιδικά χρόνια,
Μήτε τον τόπο όπου
γεννήθηκε ο ήρωας του δράματος.
Όλα τ' άλλα, να τα:
Οι προσωπίδες για τα
τρία κύρια συναισθήματα,
Τα παραπετάσματα, τα
φώτα,
Τα σκοτωμένα παιδιά
της Μήδειας,
Το φαρμάκι και το
μαχαίρι.
Τα λόγια, τα θυμάσαι,
που αρχίζουν:
Αρκείτω βίος! Ιώ! Ιώ!
Αυτός είναι ο διακόπτης
των μικροφώνων.
Θα σ' ακούσουν ώς τα
πέρατα του κόσμου.
Εμπρός, προβολέα! Καλή
τύχη!
Σενάριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος πάνω σε μια ιδέα του Κώστα Ρεσβάνη
Φωτογραφία: Γιώργος Αρβανίτης
Κείμενα: Κώστας Ταχτσής
Εμφανίζονται: Κώστας Μελεούνης, Γιώργος Αλεξίου, Γιώργος Χατζηιωάννου, Νίκη Μυριδάκη.
Τα κείμενα διαβάζουν: Πέτρος Φυσσούν, Κώστας Αρζόγλου
Μουσικά Θέματα: Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Διονύσης Σαββόπουλος
Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης, Τάσος Λειβαδίτης.
Αποσπάσματα από τις ταινίες Ο θίασος, Οι κυνηγοί, Ο Μεγαλέξαντρος.
Θέατρο του Διονύσου.