Οι συγγενείς
και οι φίλοι έχουν χαθεί από προσώπου
Γής.
Δεν έχω κανένα άνθρωπο να στηριχτώ
απάνω του, η έστω να τον αγγίξω...
Δεν
φταίω εγώ που δεν ξέρω που είναι η έξοδος
του τούνελ, αλλά το γεγονός ότι δεν
υπάρχει καν.
Αργά η γρήγορα θα έρθει η
ώρα που δεν θα ξέρουμε κανέναν.
Τους
φίλους, τους έρωτες, τις παρέες, τους
γνωστούς, τους συγγενείς.
Δύσκολο πράγμα
να είσαι μόνος. Τιμωρία σκέτη. Κοστίζει
πολύ.
Ζείς πραγματικά την μοναξιά όταν
το βλέμμα του εφημεριδοπώλη της γειτονιάς
σου, σου θυμίζει τα μάτια ενός φίλου που
κάνατε κάποτε διακοπές μαζί.
Όταν το
χαμόγελο μιας σερβιτόρας σε ταξιδεύει
στο γέλιο της τελευταίας σου αγάπης.
Άτιμη η μοναξιά όταν την έχεις επιλέξει.
Στην αρχή σε δελεάζει και ύστερα σε
συνθλίβει.Τότε μαθαίνεις ποιοι σε
θυμούνται και ποιοι σε νοιάζονται.
Τότε
γίνεται το μέτρημα και τους μαθαίνεις
όλους ποιοι ήταν πραγματικά. Γυρνάς στο
σπίτι και δεν πρέπει και δεν μπορείς να
ξεχάσεις.
Η καταραμένη ησυχία έχει
μεγαλύτερη δύναμη από τις φωνές όλων
των στομάτων.
Πόσο απλή μπορεί να ακουστεί
μια συγνώμη και πόσο δύσκολο είναι να
την εννοεί κανείς.
Ο μεγαλύτερος
ψυχασθενείς είμαι εγώ που νόμιζα ότι
μπορούσα να αλλάξω τον κόσμο.
Μανόλης Αναγνωστάκης - Η αγάπη είναι φόβος
Η αγάπη είναι ο φόβος
που μας ενώνει με τους άλλους.
Όταν υπόταξαν τις μέρες
μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα.
Όταν μαζί τους πεθάνανε
σε μιαν οικτρή παραμόρφωση.
Τα τελευταία μας σχήματα
των παιδικών αισθημάτων.
Και τί κρατά τάχα το
χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;
Ξέρει να σφίξει γερά
εκεί που ο λογισμός μάς ξεγελά
Την ώρα που ο χρόνος
σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε
Σα μιαν εκζήτηση παράλογη
πέρα από κάθε νόημα
Κι αυτοί γυρίζουν πίσω
μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα.
Βρίσκουνε τις γυναίκες
τους και τα παιδιά τους που μεγάλωσαν.
Πηγαίνουνε στα μικρομάγαζα
και στα καφενεία της συνοικίας.
Διαβάζουνε κάθε πρωί
την εποποιία της καθημερινότητας.
Πεθαίνουμε τάχα για
τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή
Ή
γιατί έτσι φτύνουμε
ένα ένα τα τιποτένια ομοιώματα.
Και μια στιγμή στο
στεγνωμένο νου τους περνά μιαν ηλιαχτίδα.
Κάτι σα μια θαμπήν
ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας.
Φτάνουνε μέρες που δεν
έχεις πια τί να λογαριάσεις.
Συμβάντα ερωτικά και
χρηματιστηριακές επιχειρήσεις.
Δε βρίσκεις καθρέφτες
να φωνάξεις τ’ όνομά σου.
Απλές προθέσεις ζωής
διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα.
Ανία, πόθοι, όνειρα,
συναλλαγές, εξαπατήσεις.
Κι αν σκέφτομαι είναι
γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από
την τύψη.
Μα ποιός θά ’ρθει να
κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει
Ποιός θα μετρήσει μια
μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα
Πριν γίνουν ένα με τη
λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών
Επαίτες μιας άλλης ζωής
της Στιγμής λιποτάχτες.
Ζητούνε μια νύχτα
απρόσιτη τα σάπια τους όνειρα.
Γιατί η σιωπή μας είναι
ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.