Με αφορμή της
κυκλοφορίας του τρέιλερ του σίκουελ του Blade Runner, αποφάσισα
να κάνω μια όσο μπορώ εκτεταμένη ανάλυση
της ταινίας.Tα
μόνα που ξέρουμε για το σίκουελ είναι
'οτι ο σκηνοθέτης είναι ο Denis Villeneuve :
Incendies, Prisoners, Enemy, Sicario και Arrival, και μουσική
θα κάνει ο Jóhann Jóhannsson. Παίζουν οι : Ryan
Gosling,Harrison Ford και Jared Leto.Ακόμα δεν
γνωρίζουμε την ημερομηνία κυκλοφορίας
της ταινίας.
Στις 25 ιουνίου
του 1982, 35 χρόνια πριν το «Blade Runner» έβγαινε
στους κινηματογράφους.Λίγοι ήταν αυτοί
που μπορούσαν να προβλέψουν πως θα
άντεχε στο χρόνο σαν ένα σημείο αναφοράς
για την επιστημονική φαντασία, την ποπ
κουλτούρα και το ανδροειδές που όλοι
κρύβουμε μέσα μας.
Τον Ιούνιο του
1982 εμφανίστηκε σχεδόν από το πουθενά
για να αποτύχει εμπορικά. Ο «Ε,Τ,: Ο
Εξωγήινος» του Στίβεν Σπίλμπεργκ είχε
βγει λίγες μέρες πριν μην αφήνοντας
περιθώρια επιτυχίας σε οποιαδήποτε
άλλη ταινία.
Αντιμετωπίστικε
με δυσπιστία από την κριτική και να
απογοητεύσε το κοινό που περίμενε μια
περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας
και όχι ένα σκοτεινό νεο-νουάρ, σχεδόν
τόσο δυστοπικό όσο και το μέλλον που
οραματίστηκε.
Το «Blade Runner»,
όμως, δεν ήταν ποτέ μόνο μια ταινία
επιστημονικής φαντασίας. Μπορεί η
αφετηρία του να ήταν το μικρό βιβλίο
210 σελίδων ή αλλιών 61,237 λέξεων «Do Androids
Dream of Electrical Sheep?» του Φίλιπ Κ. Ντικ που
εκδόθηκε το 1968, αλλά, αντίθετα με όσα
περίμενε το μαζικό κοινό μετά την
επιτυχία του «Πολέμου των Αστρων» το
1978, ο Ρίντλεϊ Σκοτ είχε στο νου του κάτι
τελείως διαφορετικό από μια περιπέτεια
που διαδραματίζεται στο μέλλον.
Δεν ήταν μόνο
η εικόνα ενός βροχερού Λος Αντζελες που
έμοιαζε να έχει βγει από έναν αλλόκοτο
συνδυασμό ανάμεσα στους πίνακες του
Εντουαρντ Χόπερ και τα κόμικς του
Μοέμπιους, περισσότερο ρετρό παρά
φουτουριστική. Ούτε μόνο η αντιηρωϊκή
περσόνα του Χάρισον Φορντ που απείχε
εκατομμύρια έτη φωτός από την ποπ
μυθολογία του Χαν Σόλο στον «Πόλεμο των
Αστρων» και του Καθηγητή Ιντιάνα Τζόουνς
στους «Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού»
που είχαν προηγηθεί ένα χρόνο πριν. Ούτε
φυσικά μόνο η εμβληματική μουσική του
Βαγγέλη Παπαθανασίου (aka Vangelis), ένα
ηλεκτρονικό ρέκβιεμ θανάτου και
αποξένωσης που νιώθεις πως παίζει ακόμη
και σήμερα κάθε φορά που κάποιος
οραματίζεται ένα σύμπαν κάπου στο
μέλλον.
Οχι και τόσο
μακρινός απόγονος του «Metropolis» του Φριτζ
Λανγκ, του «Φρανκενστάιν» της Μέρι Σέλεϊ
και του «Πινόκιο» του Κάρλο Κολόντι, το
«Blade Runner» ήταν περισσότερο απ' οτιδήποτε
ένα cyberpunk φιλμ νουάρ που απλά τύχαινε
να διαδραματίζεται στο μέλλον, «κλέβοντας»
ιδέες, εικόνες και ψυχή από τη μεγάλη
βιβλιοθήκη της λογοτεχνίας και του
ίδιου του σινεμά, φτάνοντας ακόμη και
μέχρι μια βιβλική θεώρηση της ανθρώπινης
αναζήτησης του «καθ' ομοίωσιν».
Οπως κάθε νουάρ
που σέβεται το είδος του, το «Blade Runner»
μιλά για μελαγχολικούς άνδρες που
αναζητούν την αλήθεια ,ο Ρικ Ντεκάρντ
του Χάρισον Φορντ και ο Ρόι Μπάτι του
Ρούτγκερ Χάουερ, μοιραίες γυναίκες που
κρύβουν τη μοναξιά τους πίσω από την
αμφισημία της ύπαρξης τους ,η σπουδαία
Ρέιτσελ της Σον Γιανγκ και έναν κόσμο
που αποσυντίθεται μέσα από τα ίδια του
τα κομμάτια. Και δομημένο ως τέτοιο, θα
χρησιμοποιούσε το θεατή ως συνένοχο σε
μια αναδίπλωση ενός μυστηρίου που
ξεκινώντας από μια απλή ιστορία ανάμεσα
στις ρέπλικες και τους κυνηγούς τους
,τους Blade Runners, θα κατέληξει σε ένα
φιλοσοφικό δοκίμιο για την αθανασία,
τη μνήμη, την ίδια τη ζωή.
Λόγοι όχι ικανοί,
φυσικά, για να χαρακτηριστεί ως
«πορνογραφία επιστημονικής φαντασίας»,
όπως έγραψε ο Πατ Μπέρμαν το 1982 ή για να
απορριφθεί από τους περισσότερους
κριτικούς της εποχής ως εικαστικά τέλειο
αλλά σεναριακά αδύναμο, κατά την συνήθη
πρακτική τους να απορρίπτουν χωρίς
δεύτερη σκέψη την επιστημονική φαντασίας
ως κινηματογραφικό είδος υποδεέστερο
των υπολοίπων.
Θα περνούσαν
αρκετά χρόνια και τουλάχιστον επτά
διαφορετικές εκδοχές της ταινίας, μέχρι
να γίνει αντιληπτό πως το «Blade Runner», ήδη
από την πρώτη του προβολή υπήρξε μια
από τις πιο επιδραστικές ταινίες όλων
των εποχών, ένα σημείο αναφοράς στην
επιστημονική φαντασία, μια αλληγορία
για το εδώ και τώρα της καταναλωτικής
Αμερικής και των εξόριστων πανκς και η
με διαφορά η πιο πετυχημένη απόπειρα
μεταφοράς της φιλοσοφίας του Φίλιπ Κ.
Ντικ στον κινηματογράφο, ακόμη κι αν οι
διαφορές από το «Do Androids Dream of Electrical
Sheep?» είναι περισσότερες και από τα cuts
που έγιναν στην ταινία, ερήμην ή όχι του
Ρίντλεϊ Σκοτ.
Ταυτόχρονα, θα
μεγάλωνε και ο μύθος πίσω από την ταινία:
η δήλωση του Σκοτ πως δεν κατάφερε ποτέ
να διαβάσει ολόκληρο το βιβλίο του Ντικ,
η ικανοποίηση του Ντικ o οποίος πέθανε
λίγο μετά την έξοδο της ταινίας επειδή
όπως δήλωσε «κατάφεραν να απεικονίσουν
τέλεια τον κόσμο που έφτιαξα».
Οι αυτοσχέδιες
σκηνές όπως το περιστέρι στο τέλος της
ταινίας που ήταν μια ιδέα του Ρούτγκερ
Χάουερ, η «κατάρα του "Blade Runner" που
ήθελε κάθε μεγάλη εταιρία που το λόγκο
της εμφανιζόταν στην ταινία να
καταστρέφεται οικονομικά και φυσικά η
άρνηση του Χάρισον Φορντ να μιλήσει για
την ταινία μέχρι και το 2007, επιμένοντας
ακόμη και μετά από την αντίθετη διαβεβαίωση
του Ρίντλεϊ Σκοτ, πως ο Ντεκάρντ δεν
ήταν... ρέπλικα.
Οταν ρωτήθηκε
ο Σκοτ αν μέρος της επιτυχίας της ταινίας
μέσα στα χρόνια ήταν το γεγονός πως ήταν
«ανολοκλήρωτη», αφήνοντας να εννοηθεί
πως τα αναπάντητα ερωτήματα που ακόμη
βασανίζουν θεωρητικούς και φανατικούς
της ταινίας έμειναν επίτηδες... αναπάντητα,
η απάντηση του υπήρξε κατηγορηματική:
«To "Blade Runner" δεν ήταν ποτέ μια
ημιτελής ταινία. Ηταν εκεί από την αρχή.
Η ίδια ταινία που σκέφτηκα και υλοποίησα,
αυτή που ήταν και είναι μέχρι σήμερα η
πιο εσωτερική και προσωπική μου δουλειά».
Το Blade Runner
σημαδεύει πιθανότατα την καλύτερη ώρα
ενός visual σκηνοθέτη όπως o Ridley Scott, μια
από τις πιο ώριμες ερμηνείες του Harrison
Ford και σίγουρα το ζενίθ της καριέρας
του Rutger Hauer, που μπορεί να συνοψιστεί σε
ένα πλάνο και σε έναν καταπληκτικό όσο
και σπαρακτικό μονόλογο.
Ο Ridley Scott, μαζί με τον James Cameron τον πιο μισητός σκηνοθέτης για όσους δούλεψαν μαζί του γιατί έκανε την ζωή κόλαση σε όλους. Η stuntwoman που είχε προσληφθεί για την Daryl Hannah αναγκάστηκε να προβάρει τόσες φορές την ..ακροβατική σκηνή της που μέχρι ο Scott να φωνάξει «Αction» ήταν ήδη εξουθενωμένη και δεν κατάφερε να γυρίσει τι σκηνή ενώ ο Ford είχε επίσης πρόβλημα.Ο Scott έστειλε τον Ford να διαβάσει άπειρες φορές το σενάριο γιατί μέχρι και το τελευταίο πλάνο της ταινίας, δεν είχε ιδέα για την πραγματική φύση του Deckard: Άνθρωπος ή Replicant;
Κάτι τέτοιο
μπορεί να μην ενοχλούσε τον Scott αλλά
εκνεύρισε τον Ford ο οποίος δεν ήξερε πως
θα προσεγγίσει τον ρόλο του. Τελικά,
θεώρησε ότι υποδύεται ανθρώπινο
χαρακτήρα-και γι αυτό η τελική σκηνή
του Scott, που αφήνει να εννοηθεί το αντίθετο
τον έκανε έξω φρενών.Ενημερωτικά να
πούμε ότι κατά την πάροδο των ετών
εκδόθηκαν 7!!! διαφορετικές directors
cut ταινίες.
Επίσης, το budget
αποδείχθηκε ελλιπές, με τον Scott να
αναγκάζεται να κάνει κάθε είδους
αλχημείες, μέχρι και να ζητήσει από τον
Stanley Kubrick χρησιμοποίητο footage από το The
Shining για να μπαλώσει την ταινία του που
χρησιμοποιήθηκε στη σκηνή του τέλους,
με τον Deckard και την Rachael στην εξοχή.
Ακόμα και το
στούντιο έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα
απαιτώντας ένα όσο γίνεται πιο ευχάριστο
τέλος, με αποτέλεσμα ο Scott να αναγκαστεί
να δανειστεί τα πλάνα που αναφέραμε,
πήρε όμως την εκδίκησή του με τα 7
Director’s Cut, σαφώς πιο σκοτεινά και πιο
ικανοποιητικά με την προσθήκη του,
σημαντικότατου, ονείρου.
Αν πρέπει να διαλέξω ένα και μόνο ένα χαρακτηριστικό του Blade Runner αυτό είναι η θαρραλέα προσπάθεια να μπλεχτεί η φιλοσοφία με το sci fi-ένα είδος που, κακά τα ψέμματα, σχετικά πρόσφατα απέκτησε τον σεβασμό που του αξίζει. Μόλις πέντε χρόνια μετά το Star Wars και δύο χρόνια μετά το The Empire Strikes Back , που αν μη τι άλλο τοποθέτησε το είδος στον χάρτη του box office ο Scott που είχε δείξει με το Alien πως το sci-fi δεν χρειάζεται να είναι δούλος της φτήνιας αλλά μπορεί να εμπεριέχει και τεχνική αρτιότητα είχει το «θράσος» να μην περιτυλίξει το φιλμ με την ψευτοφιλοσοφική φλυαρία του Lucas αλλά να προτιμήσει τον Descartes.
Βασιμένο στο μυθιστόρημα του P.Κ. Dick το φιλμ ήταν «καταδικασμένο» να μην βασίζεται στη βία και τα λέιζερ. Ο Dick απεχθανόταν την ανεγκέφαλη βία της κλασικής, εμπορικής επιστημονικής φαντασίας και προτιμούσε να διοχετεύει την δική του σχιζοφρένεια σε μυθιστορήματα και μικρές ιστορίες που έμοιαζαν περισσότερο με φιλοσοφικά αινίγματα παρά με υλικό για τα φτηνά περιοδικά sci-fi.
Οι περισσότερες
από τις ταινίες που έχουμε δει ,βασισμένες
σε βιβλία του P.K. Dick, έχουν την ίδια
κεντρική ερώτηση: Τι ακριβώς είναι η
ανθρώπινη κατάσταση; Τι σε κάνει άνθρωπο;
Η μοριακή σύνθεση; Τα συναισθήματά; Οι
μνήμες;
Το ερώτημα στο
Blade Runner φαίνεται να τίθεται από τα
replicants που αρνούνται να δεχτούν τη μοίρα
του θανάτου τους. Η ομοιότητά τους με
τον άνθρωπο είναι αρκετή για να
χαρακτηριστούν άνθρωποι; Aν όχι, οι
εμπειρίες τους; Ο φόβος για το θάνατο;
Ή τελικά ο οίκτος που δείχνει ο Roy Batty
στον Deckard; Άλλωστε ο P.K.
Dick είχε γράψει ότι ο οίκτος είναι
μόνο ανθρώπινο χαρακτηριστικό-ένα
σαρκοφάγο ζώο δεν δείχνει οίκτο μπροστά
στο θύμα του.
Όλα αυτά τα
ερωτήματα, παρουσιάζονται με τη μορφή
μιας περιπέτειας noir, με τον Deckard να είναι
ένας κυνηγός κεφαλών που αναλαμβάνει
να ανακαλύψει και να αποσύρει από την
λειτουργία τα replicants.Ο Deckard είναι μια
κλασσική φιγούρα ιδιωτικού ντετέκτιβ,
μεταφερμένος από τα διηγήματα του
Chandler ή του Hammett στο μελλοντικό Los Angeles,
με την ίδια πικρή και ταυτόχρονα
ειρωνική στάση του και φυσικά την
απαραίτητη μοιραία γυναίκα δίπλα του,
όπως επίσης και το απαραίτητο soundtrack.
O Vangelis που ήταν
στα καλύτερά του, έκανε παππάδες με τους
φουτουριστικούς ήχους και τις noir
μελωδίες όπως ήταν το ανυπέρβλητο Blade
Runner Blues δημιουργόντας ένα επικό
soundtrack.
ΟScott, όπως ακριβώς έκανε και με τον ίδιο τον Ford, κάνει τον Deckard πιόνι και γενικά απέχει πολύ από τον να τον αντιμετωπίσει ως εξυπνάκια ήρωα. Όπως μαθαίνουμε τελικά, ο Deckard ανέκαθεν ήταν ένα βήμα πίσω .Ταυτόχρονα, τα replicants φαίνονται να αντιμετωπίζονται με μια υποψία συμπάθειας. Παρόλο που δεν διστάζουν να σκοτώσουν εν ψυχρώ για να προφυλάξουν την ύπαρξή τους, ο αγώνας τους για επιβίωση δεν μας αφήνει ασυγκίνητους. Ακόμα και όταν ο Deckard με τον Batty έρχονται αντιμέτωποι έχουμε την εντύπωση ότι ο Batty θέλει να συνεχίσει να ζει πολύ περισσότερο από τον μπλεγμένο Deckard. Mια πραγματικά ενδιαφέρουσα προσέγγιση.
Οι εικόνες που παρουσιάζει ο Scott κόβουν την ανάσα , όπως όταν ο Βatty χρησιμοποιεί το ασανσέρ στην Tyrell Corporation. Οι ερμηνείες του καστ όμως είναι πιο εντυπωσιακές. Οι Ford και Hauer παίζουν σε άλλο επίπεδο, ιδίως ο δεύτερος στο πολύπλοκο πορτρέτο του Batty, αλλά ακόμα και ο Brion James στο ρόλο του Leon και οι Daryl Hannah και Sean Young πιάνουν τον παλμό των ρόλων τους και του κόσμου στον οποίο κινούνται και ιδιαίτερα η Young της οποίας ο χαρακτήρας δεν ξέρεις καν αν είναι άνθρωπος ή όχι.
Το αδιαμφισβήτητο
highlight βέβαια, παραμένει η τελική αναμέτρηση
του Deckard με τον ανεξέλεγκτο Batty. Σε μια
σκηνή με όπου ούτε ένα πλάνο δε χάνεται,
ούτε μια λέξη δεν ξεστομίζεται χωρίς
νόημα, ο Batty, έχοντας σώσει τη ζωή του
Deckard λέει τα τελευταία του λόγια, σε έναν
μονόλογο που έγραψε ο ίδιος ο Hauer:
Αυτές οι
φράσεις έχουν αγαπηθεί, έχουν επαναληφθεί
φανατικά και παρόλα αυτά, η τραγικότητα
της τελευταίας στιγμής του Batty διατηρείται
ακόμα και εκτός της ταινίας μιας που η
αριστοτεχνική σκηνή του Scott, έρχεται
αναπόφευκτα στο μυαλό.
Όσο για το τέλος, το σενάριο στο director's cut έχει ένα επιπλέον δώρο: Για πρώτη φορά στην ταινία, δίνεται ένα στοιχείο για την πραγματική φύση του Deckard. Από τα αγαπημένα θέματα συζήτησης ανάμεσα στους φαν ήταν αν ο Deckard είναι άνθρωπος ή replicant. Τι ακριβώς σημαίνει ο μικρός χάρτινος μονόκερως; Η αλήθεια είναι η γενικά αποδεκτή θεωρία του replicant εξηγεί την ύπαρξη πολλών άλλων hints όπως αυτό που λέει ο Batty έχοντας σώσει τον Deckard.
Είδαμε τον
Deckard να κινδυνεύει, να σκοτώνει, να
φοβάται και τελικά να ερωτεύεται. Με
όλα αυτά τα συναισθήματα, έχει πραγματικά
σημασία αν είναι φτιαγμένος από αμινοξέα;
Άλλωστε, η μοίρα ανθρώπου και μηχανής
παραμένει κοινή να έχουν και οι δύο
ημερομηνία λήξης: «It`s too bad she won`t live. But
then again, who does?»
Vangelis - Blade Runner 2002 Esper Edition