Η Σωτηρία Μπέλλου
γεννήθηκε από εύπορη οικογένεια της
Χαλκίδας στις 22 Αυγούστου του 1921. Η οικογένεια της, αρβανίτες
στην καταγωγή, επιθύμησαν να της δώσουν
από μικρή μια καθώς πρέπει ανατροφή
όπως άρμοζε στα κορίτσια της εποχής.
Χτυπάει η καμπάνα (1951)
Στίχοι: Νίκος Μαμαγκάκης
Μουσική : Κώστας Καπλάνης
Η Σωτηρία από
μικρή είχε «ξερό κεφάλι» και δεν
αποδέχονταν τον ρόλο που προορίζονταν
για εκείνη χωρίς εκείνη. Από μικρή
εξελίσσεται σε ένα επαναστατικό
αντισυμβατικό παιδί. Διαβάζει όλες τις
εφημερίδες που φέρνει ο πατέρας της
σπίτι, ψέλνει στην εκκλησία του θείου
της στο Σχηματάρι και παίζει με τα αγόρια
στις αλάνες. Παιδί ακόμα θα ζητήσει από
τον πατέρα της να την πάει σινεμά να δει
την «Προσφυγοπούλα» με την Βέμπο, στην
οποία η Σωτηρία ήθελε από μικρή να
μοιάσει. Δυστυχώς ο αντισυμβατισμός
της Σωτηρίας θα την φέρει σε ρήξη με την
οικογένειά της στην κρίσιμη ηλικία της
εφηβείας.
Χωρίσαμε ένα δειλινό (1949)
Στίχοι,Μουσική : Bασίλης Τσιτσάνης
Η Σωτηρία θα
γνωριστεί με έναν πολύ μεγαλύτερο άνδρα
στο μαγαζί του πατέρα της, τον Βαγγέλη
Τριμούρα. Παρά τις οικογενειακές
ενστάσεις, η άπειρη ακόμα Σωτηρία, θα
τον παντρευτεί στα 17 της. Ο γάμος της
δεν θα γνωρίσει ευτυχία. Ο άνδρας της
μέθυσος και άπιστος την χτυπά συχνά,
όμως η Σωτηρία δεν δέχεται τέτοια
μεταχείριση και σε έναν τους καβγά του
καίει το πρόσωπο με βιτριόλι. Για την
πράξη της αυτή θα καταδικαστεί σε τρία
χρόνια φυλακής στις φυλακές Αβέρωφ. Η
αποφυλάκισή της την φέρνει αντιμέτωπη
με το γεγονός του στιγματισμού της και
έτσι η Σωτηρία φεύγει για την Αθήνα σε
ένα τραίνο γεμάτο φαντάρους το 1940…
Με τον Βασίλη Τσιτσάνη
Στην Αθήνα της
κατοχής, η Σωτηρία Μπέλλου, οργανώνεται
στο ΕΑΜ. Πηγαίνει μηνύματα σε γιάφκες,
συμμετέχει σε συσσίτια αλλά και σε
καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Η επαναστατικότητα
του χαρακτήρα της γνωρίζει διέξοδο στην
επαναστατικότητα των ιδεών του αντάρτικου.
Το 1943, η Σωτηρία θα συλληφθεί από τους
Γερμανούς στην Καισαριανή, καθ’ υπόδειξη
ενός ντόπιου καταδότη. Την μεταφέρουν
στην Μέρλιν και την βασανίζουν για τρεις
μέρες.
Άνοιξε το κελί Παππά (1955)
Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Μουσικη: Μπάμπης Μπακάλης
Ακολουθεί η
φυλάκισή της μέχρι το 1944 όπου με την
απελευθέρωση την αφήνουν ελεύθερη.
Γνωρίζεται με τον Χαρίλαο Φλωράκη και
στα Δεκεμβριανά λαμβάνει μέρος στις
αιματηρές μάχες του ΕΛΑΣ στην Καισαριανή.
Με την έναρξη του εμφυλίου, η Σωτηρία
Μπέλλου συλλαμβάνεται ξανά από τους
χωροφύλακες και γνωρίζει έναν νέο κύκλο
ξυλοδαρμών και βίας λόγω των φρονημάτων
της. Την κρατάνε με άλλους κομμουνιστές
και αριστερούς στο υπόγειο της οδού
Βουκουρεστίου, στο καμπαρέ «Κιτ-Κατ».
Πώς θα περάσει η Βραδιά (1950)
Στίχοι: Κώστας Μάνεσης
Μουσική: Γιάννης Παπαϊωάννου
Αργότερα αφήνεται
ξανά ελεύθερη και πιάνει δουλειά στο
μαγαζί του «Τζίμη του Χοντρού» με τον
Τσιτσάνη. Στο μαγαζί θα γνωρίσει και
νέες περιπέτειες το 1946. Μια βραδιά μια
παρέα από χίτες μπαίνουν στο μαγαζί και
της ζητάνε να πει το «Του αετού ο γιός».
Η Μπέλλου που δεν ανέχεται να σκύβει
κεφάλι για κανέναν του απαντά «Α πάενε
ρε» και τότε οι χίτες της ορμάνε και την
ξυλοφορτώνουν. «Έξι άτομα με βαράγανε
στο πάλκο αλλά αυτό που με πόνεσε πιο
πολύ ήταν που δεν σηκώθηκε ένας άντρας
να με υπερασπιστεί» λέει η ίδια για το
περιστατικό.
Με τον Γιάννη Παπαϊωάννου
Δύο χρόνια μετά,
η Μπέλλου θα φύγει από το μαγαζί για να
δουλέψει μαζί με τον Βαμβακάρη. Τότε
είναι που ξεκινά η εποχή φτώχειας και
για την τραγουδίστρια. Για να επιβιώσει
πλένει σκάλες, ξεφορτώνει λεωφορεία
και πουλά τσιγάρα με ένα καρότσι στην
Ομόνοια. Τις νύχτες κοιμάται σε βαγόνια
και παγκάκια. Με τα λίγα της λεφτά
αγοράζει παπούτσια και κουβέρτες. Τελικά
θα καταφέρει να νοικιάσει μια μικρή
κάμαρα στην οδό Αβάτων στο Περιστέρι
και να αγοράσει μια κιθάρα, όνειρο που
το είχε από μικρή.
Σαν απόκληρος Γυρίζω
Στιχοι,Μουσική: Bασίλης Τσιτσάνης
Από την εκπομπή του Γιώργου Παπαστεφάνου ΄΄Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΓΡΑΦΕΙ ΙΣΤΟΡΙΑ΄΄ (1972)
Από το ’41 ως το
’76 τραγούδησε αδιάκοπα όλους σχεδόν
τους λαϊκούς συνθέτες, ενώ από τότε
μέχρι πριν από πέντε χρόνια τάραξε πάλι
τα νερά, με πρωτοποριακές συνεργασίας
που έκανε με έντεχνους και γενικά
σύγχρονους συνθέτες: Μούτσης (Το φράγμα),
Σαββόπουλος (Το βαρύ ζεϊμπέκικο),
Ανδριόπουλος (Λαϊκά προάστια), Κουνάδης
(Δεν περισσεύει υπομονή), Ανδριόπουλος,
Λάγιος (Λαός) κ.ά. Παράλληλα, προχώρησε
και σε επανεκτελέσεις παλιών λαϊκών
και ρεμπέτικων τραγουδιών, από τα οποία
την αγάπησε η νέα γενιά και τη στήριξε
στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαϊκά
κέντρα, στις μπουάτ της Πλάκας καθώς
και σε μεγάλες συναυλιακές και άλλες
πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Μουσική Βραδιά του Γιώργου Παππαστεφάνου - Σωτηρία Μπέλλου Φεβρουάριος 1976
Παρ ‘όλα αυτά,
σύντομα αναγνωρίζεται ως μία από τις
καλύτερες ερμηνείες στα ρεμπέτικα.
Μέχρι το ’80 εξακολουθεί να συνεργάζεται
με τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες
αυτών των μουσικών ειδών σε πολλές
συναυλίες και ηχογραφήσεις, αλλά υπέστη
διάφορες κρίσεις και προβλήματα
αλκοολισμού και κατάθλιψης.
Στα χρόνια της
πολυτάραχης ιστορίας στο ελληνικό
τραγούδι, η Μπέλλου έκανε πολύ μεγάλες
επιτυχίες σε τραγούδια των πιο γνωστών
λαϊκών συνθετών: «Συνεφιασμένη Κυριακή»,
«Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα»,
«Κάνε λιγάκι υπομονή» του Τσιτσάνη,
«Γύρνα στη ζωή την πρώτη» «Κάνε κουράγιο
καρδιά μου» (Παπαϊωάννου), «Ο ναύτης»
«Το σβηστό φανάρι» (Μητσάκη), «Είπα να
σβήσω τα παλιά» (Καλδάρα), «Άνοιξε,
άνοιξε» (Παπαϊωάννου).
Καρδιά μου Πάψε να πονάς (1948)
Στίχοι:Αιμίλιος Σαββίδης
Μουσική:Μανώλης Χιώτης
Απόσπασμα από την εκπομπή ρεμπέτισσες του Κώστα Χατζηδουλή 1987.
Η Σωτηρία Μπέλλου
σε όλη της την ζωή αγωνίστηκε. Πάλεψε
ενάντια στα όσα της προόριζαν για την
ζωή της, ενάντια σε κατακτητές και
φασίστες, ενάντια στην φτώχεια και
κατάφερε να επιβιώσει. Η καριέρα της
γνώρισε μια κάμψη στις αρχές της δεκαετίας
του ’60, όμως μετά την μεταπολίτευση
κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας
ερμηνεύτριας του είδους έπειτα από
συνεργασίες της με σύγχρονους έντεχνους
συνθέτες όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος
(“Ζεϊμπέκικο”), ο Ηλίας Ανδριόπουλος
(“Μην κλαις”), ο Δήμος Μούτσης («Δε λες
κουβέντα»).
Σαν πεθάνω στο καράβι (Της κανναβουριάς τα φύλλα) (1927)
Στίχοι,Μουσική: Mπάμπης Μπακάλης
45άρι του 1959
Στην καριέρα
της, από τα μέσα του 1940 ως τα μέσα του
1990, συνεργάστηκε με σημαντικούς συνθέτες,
από τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Γιώργο
Μητσάκη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου
στον Μανώλη Χιώτη, στον Δημήτρη
Γκόγκο, στον Στέλιο Κερομύτη και από
τους Μπάμπη Μπακάλη, Τάκη Λαβίδα και
Μαρίνο Γαβριήλ στον Αργύρη Κουνάδη, Ηλία
Ανδριόπουλο, Δήμο Μούτση, Γιάννη
Μαρκόπουλο, Σταύρο Ξαρχάκο, Διονύση
Σαββόπουλο, Νίκο Μαμαγκάκη, Βασίλη
Δημητρίου και Δημήτρη Λάγιο.
Μες στο καθρέφτη Ελλάδα μου,κοιτώ (1986)
Στίχοι: Φώντας Λαδής
Μουσική: Λίνος Κόκκοτος
Τον
Μάρτιο του 1993 αντιμετώπισε σοβαρά
προβλήματα υγείας, οπότε και διαγνώστηκε
ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα[8].
Λόγω των οικονομικών προβλημάτων της
έφτασε σε σημείο, ώστε να πουλήσει τους
δίσκους της στο Κολωνάκι. Ξεπούλησε σε
μία ώρα. Κατά την νοσηλεία της στο
νοσοκομείο Σωτηρία το 1994 εμφανίστηκε
σε συνέντευξη του Νίκου Κακαουνάκη στο
«Επ' αυτοφώρω» μιλώντας για όσους την
πίκραναν, λέγοντας τη σκληρή αλήθεια
και μιλώντας με δυσκολία λόγω του
καρκίνου. Ύστερα από λίγους μήνες έχασε
τη φωνή της, ενώ οι μόνοι που ήταν δίπλα
της ήταν τα ανίψια της.
Το 1996 δίνει στην Νανάς Παλαιτσάκη την τελευταία συνέντευξη στην εκπομπή «5η παρουσία» οργισμένη χωρίς φωνή πια και με παράπονο,
διότι ξεχάστηκε απ'
όλους.
Όντας πάντα
εκτός του γνωστού τζετ-σετ, με ανθρώπινα
πάθη όπως ο τζόγος, η Μπέλλου έφυγε στις 27 Αυγούστου του 1997. Λίγοι γνωστοί την συνόδευσαν στην
τελευταία της κατοικία, ανάμεσά τους
και ο παλιός της φίλος Φλωράκης που της
κράτησε το χέρι ενάντια στον καρκίνο.
Περαστικός κι Αμίλητος (1983)
Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική: Δημήτρης Λάγιος