Πιστεύω
σ' ένα Θεό, Ακρίτα, Διγενή, στρατευόμενο
πάσχοντα μεγαλοδύναμο, όχι παντοδύναμο,
πολεμιστή στ' ακρότατα σύνορα, στρατηγό
αυτοκράτορα σε όλες τις φωτεινές
δυνάμεις, τις ορατές και τις αόρατες.
Πιστεύω
στ' αναρίθμητα, εφήμερα προσωπεία που
πήρε ο Θεός στους αιώνες και ξεκρίνω
πίσω από την άπαυτη ροή του την
ακατάλυτη ενότητα.
Πιστεύω
στον άγρυπνο βαρύν αγώνα Του, που δαμάζει
και καρπίζει την ύλη τη ζωοδόχα, πηγή
φυτών και ανθρώπων.
Πιστεύω
στην καρδιά του ανθρώπου, το χωματένιο
αλώνι, όπου μέρα και νύχτα παλεύει ο
Ακρίτας με το θάνατο.
"Βοήθεια!"
κράζεις, Κύριε. "Βοήθεια!" κράζεις,
Κύριε, κι ακούω.
Μέσα
μου οι προγόνοι και απογόνοι κι οι ράτσες
όλες, κι όλη η γης, ακούμε με τρόμο, με
χαρά, την κραυγή Σου.
Μακάριοι
όσοι την ακούν και χύνουνται να σε
λυτρώσουν Κύριε, και λεν: "Εγώ και
συ μονάχα υπάρχουμε".
Μακάριοι
όσοι σε λύτρωσαν, σμίγουν μαζί Σου Κύριε,
και λεν: "Εγώ και Συ είμαστε Ένα".
Και
τρισμακάριοι όσοι κρατούν, και δε λυγούν,
απάνω στους ώμους τους, το μέγα, εξαίσιο,
αποτρόπαιο μυστικό:
"Και
το Ένα τούτο δεν υπάρχει!"