Πριν
από χρόνια, τέτοιες μέρες, έφευγε ο Νίκος
Νικολαϊδης από τη γειτονιά μας. Σκέφτηκα λοιπόν φέτος, να
αντιγράψω μερικά κομμάτια από το σενάριο
της Πρωινής Περιπόλου, έναν voiceover διάλογο
στον οποίο επιτυγχάνεται κάτι ασύλληπτο
–αποσπάσματα από τη "Ρεβέκα" της
Δάφνης ντι Μοριέ (σκηνοθεσία Άλφρεντ
Χίτσκοκ η ταινία), το "Καλοκαίρι του
’42" του Ρόμπερτ Μάλιγκαν, τον "Μεγάλο
Ύπνο" του Ρέιμον Τσάντλερ και
το "Double Indemnity" του
Μπίλι Γουάιλντερ (σενάριο επίσης του
Ρέιμον Τσάντλερ παρακαλώ!) δένονται με
κομμάτια από τον "Συμεών στον Άδη"
του ίδιου του Νίκου Νικολαϊδη. Δένονται
–πάει να πει οτι αν δεν έχεις δει τις
παλιές ταινίες είναι αδύνατο να βρεις
σε ποιον ανήκει κάθε κομμάτι, τόσο μασίφ
είναι το μίγμα! Γιατί υπήρξαν κάποτε
κάποιοι, που γνώριζαν τον τρόπο να τιμούν
τις επιρροές τους -υπήρξαν κάποιοι που
ήξεραν να κλείνουν το μάτι στον θεατή
χωρίς κόμπλεξ.
Γυναίκα:
Χτες
βράδυ ονειρεύτηκα πως ξαναγύρισα στο
Μάντερλεϊ… Μου φάνηκε πως πέρασα τη
μεγάλη σιδερένια πόρτα του κήπου με τα
σκουριασμένα κάγκελα και πήρα τη μεγάλη
αλέα που απλωνόταν μπροστά μου… Ο δρόμος
τώρα ήταν ένα μονοπάτι στενό κι
απεριποίητο, όχι έτσι όπως τον ξέραμε
παλιά και τα πλακόστρωτο ήταν σκεπασμένο
με αγριόχορτα, υγρασία και ξερόκλαδα.
Ξαφνικά,
λέει, το σπίτι βρέθηκε μπροστά μου και
σταμάτησα εκεί … Γιατί αυτό ήταν, λέει,
το Μάντερλεϊ, το δικό μας Μάντερλεϊ,
σιωπηλό και γεμάτο μυστήριο όπως πάντα,
με τις γκρίζες πέτρες του να γυαλίζουν
στο φεγγαρόφωτο του ονείρου μου.
Όταν
δεν κοιμάμαι και ζω μέσα στον φόβο,
σκέφτομαι το Μάντερλεϊ χωρίς να νιώθω
καμιά πίκρα.
Αυτές
οι εικόνες δεν θα χαθούνε ποτέ γιατί
είναι αναμνήσεις που δεν πληγώνουν. Όλα
αυτά τα ξέρω όταν ονειρεύομαι, γιατί
όπως όλοι μας, ξέρω και ‘γω οτι
ονειρεύομαι… Ένα είναι το σίγουρο
–δεν μπορούμε να ξαναγυρίσουμε πίσω.
Το παρελθόν είναι ακόμα πολύ κοντά…
Δεν έχουμε πια μυστικά μεταξύ μας. Όλα
τα πράγματα είναι μοιρασμένα και δεν
μιλάμε για το Μάντερλεϊ… Γιατί αυτός
ο τόπος δεν είναι πια δικός μας… δεν
υπάρχει πια Μάντερλεϊ…
Πρέπει
να μιλάω συνέχεια γιατί αλλιώς θα πεθάνω…
Πρέπει να περπατάω συνέχεια κάτω και
δίπλα στον δρόμο, με κίνδυνο να πέσω
πάνω στην Πρωινή Περίπολο, γιατί αν
σταματήσω, θα κοιμηθώ και δε θα ξυπνήσω
ποτέ, όπως τόσοι σαν κι εμάς… Γιατί κάτι
μου συνέβη καθώς γύριζα σπίτι μετά από
τόσα χρόνια και δεν είμαι πια η ίδια…
Αυτό είναι που θυμάμαι όλο κι όλο..
Καμιά
φορά τους βλέπω από μακριά να περνάνε
τους λόφους και να κατεβαίνουν προς τα
δυτικά… Πεθαίνουν πηγαίνοντας προς τα
δυτικά, ή σκοτώνονται μεταξύ τους για
λίγο νερό, ή πέφτουν πάνω στ΄αποσπάσματα.
Ο
μαύρος βαλές στην κόκκινη ντάμα, ο μαύρος
άσσος στο τρία… Έτσι πρέπει να γίνει.
Τώρα βρίσκομαι χιλιόμετρα μακριά από
το σπίτι μου, σε μια χώρα που μου φαίνεται
ξένη και σε λίγα λεπτά μπορεί να ξυπνήσω
ή και να βρεθώ σκοτωμένη στο πλάι του
δρόμου…
Την
Άνοιξη που μας πέρασε, ένιωσα πολύ
κουρασμένη και κατάλαβα οτι άρχισα να
γερνάω…
Είμαστε
λοιπόν στα μέσα του χειμώνα και τα
πράγματα είναι χειρότερα από τότε.. Έχω
ένα παλτό, ένα μαχαίρι και νιώθω πολύ
άσχημα.
Σκέπτομαι
πως μπορεί κάποτε να ‘χα κάποιον άντρα…
ή πάλι να ζούσα με τους γονείς μου… Ο
πατέρας μου θα ΄χει πεθάνει τώρα.
Ο
κόσμος μας είναι ένας τάφος που στα
ερείπιά του είναι θαμμένος ο φόβος και
ο πόνος μας.
Τι
να το κάνεις το που βρίσκεσαι, αν είναι
να ‘σαι νεκρός. Στα βρωμόνερα ή σε
μαρμαρένιο Πύργο ψηλά, τι σημασία έχει.
Είσαι
πια νεκρός και δε σε νοιάζει για τίποτα.
Πετρέλαιο και νερό είναι το ίδιο με τον
Άνεμο για σένα… Κοιμάσαι τον Μεγάλο
Ύπνο δίχως να νοιάζεσαι για όλη τούτη
τη βρωμιά.
Τον
άφησα λοιπόν και πήρα το δρόμο που βγάζει
στη μεγάλη γέφυρα…
…Εσείς
όμως πρέπει να μείνετε μακριά… Πρέπει
να μείνετε ξαπλωμένοι στα γαλήνια
κρεβάτια σας, με μια καρδιά που χτυπάει
μ΄ένα κοφτό κι αβέβαιο ψίθυρο και με
τις σκέψεις γκρίζες, σαν τη στάχτη…
Γιατί σε λίγο κι εσείς θα κοιμηθείτε
τον Μεγάλο Ύπνο…
Γιατί
αυτός ο τόπος δεν είναι πια δικός μας
–δεν υπάρχει πια Μάντερλεϊ.
Όταν
ήμουνα 15 χρονών και οι δικοί μου ήρθαν
στο νησί για το καλοκαίρι, δεν υπήρχαν
τόσα σπίτια και τόσοι άνθρωποι.
Τότε
δεν είχαμε προσέξει πόσο όμορφο ήταν
το νησί και η θάλασσά του.
Εκείνο
το καλοκαίρι, του ΄42, το πέρασα παρέα
μαζί με τον Όσκυ και τον φίλο μου τον
Μπέντζυ… Μας φώναζαν «το τρομερό Τρίο»…
Και
εκεί ψηλά στο λόφο ήταν το σπίτι του και
τίποτα από εκείνη τη μέρα που τον είδα
–και κανείς από τότε, δεν μ΄έκανε να
νιώσω τόσο φοβισμένη και μπερδεμένη…
Γιατί κανένας στη ζωή μου δεν έκανε
περισσότερα για να νιώσω πιο σίγουρη,
πιο ασφαλής, πιο σπουδαία και λιγότερο
σημαντική.
Εκείνο
το καλοκαίρι του ’42 τον έχασα κι ούτε
έμαθα ποτέ τι απέγινε. Είμαστε διαφορετικοί.
Τα παιδιά ήτανε τότε διαφορετικά…. Μας
έπαιρνε καιρό να καταλάβουμε τα αισθήματά
μας.
Η ζωή
ήτανε φτιαγμένη από μικρά πράγματα που
έρχονταν και έφευγαν και για κάθε τι
που κερδίζαμε, πάντα αφήναμε πίσω μας
κάτι άλλο…
Το
καλοκαίρι του ’42 κάναμε τέσσερεις
επιδρομές στο σταθμό της ακτοφυλακής,
είδαμε πέντε ταινίες και είχαμε δέκα
μέρες βροχής…
Ο
Μπέντζυ έσπασε το ρολόι του, ο Όσκυ
παράτησε την φυσαρμόνικα και ΄γω… κατά
κάποιο υπέροχο τρόπο, έχασα τον εαυτό
μου.
Μιλούσαμε
πάντα για ένα ταξίδι που δεν έγινε,
μακριά από την ήρεμη θάλασσα και στο
τέλος, μόνη μου, μπροστά στην αναχώρηση,
δεν ρώτησα τίποτα, δεν ήξερα τίποτα…
Μόνο άφησα το κορμί μου να προχωρήσει…
Μιλούσαμε για κάποιο άλλο ταξίδι.
Ήμουνα
12, ήμουνα 16 κι η καρδιά μου χτυπούσε
δυνατά πάνω στους αμμόλοφους, τότε που
νόμιζα έτοιμη για όλα, εκτός από το φόβο
αυτού του εφιάλτη.
Υπάρχει
ακόμα αυτή η μουσική που με συντρόφευε
μέχρι την έξοδο των παιδικών μου χρόνων,
μπερδεμένη με τον ήχο της θάλασσας. Με
τα δάχτυλα σφιχτά πάνω στα κλεισμένα
μάτια μου, μπορώ ακόμα να βλέπω κόκκινα,
τις πυρκαγιές και τις εκρήξεις του ήλιου
και τα χέρια μου μες το αίμα και την
εικόνα ενός κορμιού που χάνεται στο
σκοτάδι.
Μετά
από καιρό όλα ξανάρχονται μπροστά μου,
ένας μολυβένιος στρατιώτης μού έκλεισε
το δρόμο, του είπα ένα παραμύθι και
μ΄άφησε και πέρασα, μα η μουσική δεν
είναι πια η ίδια και η θάλασσα μιας άλλης
εποχής και εκεί τους ξαναβρίσκω όλους,
χωρίς ονόματα. Νύχτα είναι η καλύτερη
ώρα για να τρέχεις…
Εδώ
δεν θα βρεις παρά μόνο σκιές ανθρώπων,
σκελετούς ανθρώπων, σπίτια ανοιχτά με
άσπρες κουρτίνες στα παράθυρα… Εδώ σε
περιμένω.
Άντρας:
Ο
λαιμός μου πονούσε, όμως τα δάχτυλα που
τον άγγιζαν δεν ένιωθαν τίποτα –σα να
΄ταν τα δάχτυλα κάποιου άλλου…
Δάχτυλα
απ΄αυτά που σου στέλνουν με το ταχυδρομείο.
Μαζί με την ειδική ταυτότητα, το σήμα
και το πτυχίο…
Ο
κόσμος εδώ ήταν σκοτεινός και κάτι
κόκκινο που μαζευόταν σα μικρόβιο κάτω
απ΄το μικροσκόπιο κι ύστερα τίποτα…
Μόνο σκοτάδι κι ερημιά κι ένα σωρό
παγίδες.
Η
μακριά και μοναχική νύχτα είχε αρχίσει.
Ποτέ
δεν κατάλαβα γιατί ο θάνατος μέσα στις
στοές μυρίζει πάντα αγιόκλημα και πάει
προς τα δυτικά… Πάντως απ΄την πόλη θα
σε βγάλω –νεκρή ή ζωντανή δεν έχει
σημασία –μέσα σε φέρετρο δεμένο με
χοντρά μαύρα καλώδια, νύχτα χωρίς
φεγγάρι, ζεστή κι υγρή…
Θα
μπορούσα να τη σκοτώσω όποια στιγμή
ήθελα, άλλα όταν κάποιος κρατάει ένα
όπλο στην πλάτη σου, εσύ υποτίθεται οτι
κάνεις ότι σου λέει. Αργότερα θα την
άφηνα να την περιποιηθούν χέρια, πιο
βρώμικα απ΄τα δικά μου.
Τα
μάτια της είχαν ένα βαθύ μπλε, με κοίταζαν
αλλά δεν μ΄έβλεπαν…
Δεν
θυμάμαι τίποτα, ούτε έχω κανένα σημάδι
απάνω μου που να μου θυμίζει κάτι.. ούτε
φωτογραφίες ή κάτι ξεχασμένο μέσα στις
τσέπες μου και τα ρούχα που φοράω πρέπει
να είναι ξένα… Έτσι τα βρήκα ένα απόγευμα
απάνω μου.
Μόνο
που φοβάμαι τον θάνατο, τα σκοτεινά νερά
και τα μάτια των πνιγμένων και τα κρανία
δίχως μάτια.
Το
τελευταίο νερό που ήπια είχε μια παράξενη
γεύση, το ποτάμι είναι μακριά ακόμα κι
ο χρόνος άρχισε πάλι να τρέχει.. Απλά το
διαισθανόμουνα γιατί δεν είχα ρολόι.
Άλλωστε τα ρολόγια δεν είναι φτιαγμένα
για να μετράνε αυτού του είδους τον
χρόνο.
Συχνά
βλέπω το πρόσωπό της να βγαίνει από τα
σκοτάδια και να με πλησιάζει -τότε
κι εγώ γυρίζω και πάω να τη συναντήσω.
Μα είναι πολύ αργά τ΄απόγευμα και ο
ήλιος χάνεται και το σκοτάδι
πέφτει γρήγορα και δεν υπάρχει πρόσωπο,
μετά δεν υπάρχει ποτάμι… δεν υπάρχει
τίποτα –κι εγώ δεν βρίσκομαι πια εκεί.
Όσοι
προσπαθήσανε να περάσουνε αυτή την πόλη
τους βγάλανε με φέρετρο, δεμένο με χοντρά
καλώδια, νύχτα χωρίς φεγγάρι, γλυκιά κι
υγρή και κάτι κόκκινο που μαζευόταν σα
μικρόβιο κάτω απ΄το μικροσκόπιο.
Σκέπτομαι
πού μπορεί να έχει κρύψει τα φάρμακά
μου. Σίγουρα κάπου κοντά στο σπίτι που
κοιμηθήκαμε, ίσως και να τα κουβαλάει
μαζί της, ίσως και να ξέρει πόσο γρήγορα
θα τα χρειαστεί κι αυτή.
Λοιπόν
στο δρόμο για την πόλη κατέβηκα σ΄ένα
μπαρ και ήπια δυο διπλά ουίσκι… Δεν μου
‘καναν και τίποτα. Το μόνο που κατάφεραν
ήταν να φέρουν στο νου μου το πλατινένιο
κορίτσι, που δεν πρόκειται να το ξαναδώ
ποτέ πια στη ζωή μου.
Γυναίκα:
Καθόμουνα
εκεί και τον έβλεπα να αργοπεθαίνει.
Δεν ξέρω γιατί τελικά μού έσωσε τη ζωή.
Ίσως γιατί πίστευε κι αυτός στη θάλασσα…
Πάντα θα μας βασανίζουν και τους δυο τα
ίδια ερωτήματα… «από πού έρχομαι, πού
πηγαίνω… και πόσος καιρός μου απομένει
για να ζήσω».
Τι
σημασία έχει πια –πετρέλαιο και νερό
είναι το ίδιο με τον άνεμο για σένα, τώρα
κοιμάσαι τον μεγάλο ύπνο δίχως να
νοιάζεσαι για όλη ετούτη τη βρωμιά.
Τα
μάτια του με κοίταζαν αλλά δεν μ΄έβλεπαν…
Ζωντανό ή νεκρό, εγώ θα σε βγάλω από την
πόλη.
Άντρας.:
Άκουγα
κιόλας την Περίπολο να μας πλησιάζει.
Μη νομίζεις πώς τα παράτησα. Ξέρω πώς
αυτή είναι η τελευταία μου ευκαιρία και
αν είναι να με πάρουν πίσω, δεν θα με
πάρουν ζωντανό.
Υπάρχουν
τόσες πολλές ιστορίες για μας… Λένε
πώς μετά το ποτάμι, κάτω στην κοιλάδα
του θανάτου, στο χάσιμο του φεγγαριού,
7 άγγελοι προσεύχονται γι΄αυτούς που
φεύγουν από την πόλη. Κι όταν η μάχη
τελειώσει και πέσει ο καπνός, σε περνάνε
στη θάλασσα. Ζωντανό ή νεκρό δεν έχει
σημασία. Μη νομίζεις πώς τα παράτησα.
Όνομα έχεις;
ΠΗΓΗ:http://themotorcycleboy.blogspot.com/2013/09/blog-post_5.html
ΠΗΓΗ:http://themotorcycleboy.blogspot.com/2013/09/blog-post_5.html