Κατεξοχήν πειραματική ταινία η οποία κάνει χρήση μεγάλης ποικιλίας οπτικο-ακουστικών τεχνικών και μεθόδων, με στόχο την ανάπτυξη της πολυμορφίας του ερωτισμού, έτσι όπως μορφοποιήθηκε στην ευρύτερη περιοχή της ευρωμεσογειακής ζώνης, τον 20ό αιώνα. Πρόκειται για ένα πολυεστιακό αμάλγαμα που με συνδυαστικές μεθόδους (κυρίως animation και live action) πραγματώνει, μέσω μιας πολύτροπης σύνθεσης, το ιδεώδες μιας ars combinatoria. Η δομή της ταινίας είναι εξόχως χαλαρή, καθώς δεν υπάρχει ούτε κέντρο βάρους ούτε άξονας σύγκλισης, και τούτο συντελεί τα μέγιστα στην αίσθηση ενός ανοιχτού και δυνητικά επεκτεινόμενου έργου με κυρίαρχο το ρυθμικό στοιχείο.

Πρώτος στον Ηλεκτρικό Άγγελο εμφανίζεται ο γνωστός μας συγγραφέας (Μπάμπης Τσικληρόπουλος), καθισμένος στο γραφείο ενός σκοτεινού δωματίου να καπνίζει. Σύντομα ακολουθεί και η έμπνευση, αντικαθιστώντας τον ρυθμικό ήχο ενός φτερωτού μετρονόμου με αυτόν των πλήκτρων μιας γραφομηχανής και μικρών παύσεων για αναστοχασμό. Είναι τα πάθη της «Φαφάνας» που μας εξιστορούνται στη συνέχεια, ως ένα από τα παράγωγα της συγγραφικής δημιουργίας; Ή πρόκειται για την εκκίνηση μιας διαδρομής στην οποία οι λογικές συνάψεις αποσύρονται, παραχωρώντας χώρο στις ελεύθερες περιδιαβάσεις και τα νοητικά άλματα; Όπως και να ‘χει, μαθαίνουμε ότι: «Η Φαφάνα είναι ένα κολοσσιαίο νεφέλωμα που ο χρόνος της ζωής του μετριέται σε “αμπαχαμερίες”. Κάθε “αμπαχαμερία” υποδιαιρείται σε δώδεκα “αερζίβια”, που το καθένα αντιστοιχεί σε εκατό εκατομμύρια χρόνια. Κάθε τέταρτο “αερζίβιο της αμπαχαμερίας” έρχεται από τα βάθη του σύμπαντος ο “Αχνάρης”, ένα ον μικροσκοπικόν που αιωρείται για λίγο πάνω από τη Φαφάνα, και μετά της κάνει: “χφ”. […] Από αυτό το “χφ” γονιμοποιείται και ζει η Φαφάνα αιώνες κι αιώνες» (Ελ. Δούγιας, Το έπος της Φαφάνας). Κάπως έτσι, λίγο κωμικά και λίγο κοσμολογικά, το θηλυκό νεφέλωμα οδηγείται από τα τερτίπια του αρσενικού ‒μικροσκοπικού παρ’ όλα αυτά‒ όντος, δηλαδή από ένα κι έξαφνο «χθ», σε «οξείς νεφελωματικούς σπασμούς», αποκαλύπτοντας έτσι εξαρχής την οδυνηρή διάσταση της ηδονής· ήτοι, τη θανατηφόρα φύση του ερωτισμού.
Σκηνή από την ταινία


Το παιχνίδι αρχειοθέτησης του ερωτικού υλικού (σκίτσα, πίνακες, φωτογραφίες, ταινίες) και της «επιστημονικής» σπουδής του, ως ars combinatoria υπό το πρίσμα ενός μεγεθυντικού φακού, συνεχίζεται επ’ αόριστον, επιτρέποντας τη διείσδυση σ’ ένα παράλληλο νοηματικό περιεχόμενο, στο οποίο δίνεται πρόσβαση πλέον, όχι μόνο μέσα από τη διαλεκτική των εικόνων, αλλά και μέσα από το πλησίασμα των λεπτομερειών τους που αναδύονται από το όλον, αποκαλύπτοντας νέες οδούς ανάγνωσης. Στο πλαίσιο αυτό, ένας κατά το μάλλον μυστηριώδης χαρακτήρας (ο θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Χριστοφυλάκης), περιτριγυρισμένος από σκονισμένα βιβλία και οπτικά παιχνίδια ‒επίσης προγονικά στοιχεία της κινούμενης εικόνας‒ καθισμένος αναπαυτικά μέσα στη βυσσινόχρωμη ρόμπα του παρακολουθεί μια προβολή από γκραβούρες του 18ου αιώνα, με θέμα φυσικά μια ποικιλία χαρακτήρων σε οργιαστικές ερωτικές στιγμές. Μέχρι που το «φάντασμα» της αγαπημένης αντανακλάται στο βλέμμα του, ενεργοποιώντας το αναπόφευκτο, για την πορεία του Ηλεκτρικού Άγγέλου, ερώτημα: «τι εστί γυνή;». Απάντηση, περίτεχνη και κάπως πλατωνική, έρχεται με μια αναφορά στο θέατρο σκιών και στην ελληνική εκδοχή του που προσωποποιείται στη λαϊκή μορφή του συμπαθούς Καραγκιόζη. Το «θέμα», εξηγεί ο ίδιος μ’ ευγλωττία στον Χατζατζάρη, είναι «φιλοσοφικό και θρησκευτικό. Πάρε για παράδειγμα τον φούρναρη… όπως ο φούρναρης από το ζυμάρι φτιάχνει μια ωραία φραντζόλα, έτσι και ο πλάστης έφτιαξε μια γυνή από το πλευρό του Αδάμ. ‒Δηλαδή είναι δημιούργημα. ‒Όοοοχι, είναι ομοίωμα. ‒Τι ομοίωμα, βρε μούργο; ‒Είδωλο. ‒Τι είδωλο; ‒ Κατασκεύασμα. ‒Τι κατασκεύασμα; ‒Σατανικό, Χατζατζάρη […]. Η γυνή είναι από διαβολόσογο και παίρνει χίλιες μορφές. ‒Δηλαδή δεν είναι άγγελος και θεότης; ‒ Η γυνή, Χατζατζάρη, είναι αγγελοδιάολος, διαόλου κάλτσα, δεν έχεις ακούσει, και θεότης. Και όπως λένε οι προφήτες, προκαλεί γουργούριση των εντέρων». Τρεις κοσμικές «νύμφες», ή «χάριτες», με λουλούδια στα στήθη –ακροάτριες (;) του γλαφυρού ορισμού– ξεσπούν σε τρανταχτά γέλια· ίσως να διασκεδάζουν, ή και να χλευάζουν, την αφέλεια του άντρα που επιχειρεί να προσδιορίσει τη φύση τους.
Η πορεία σε μια «ιστορία της αισθητικής του ερωτισμού» συνεχίζεται, φτάνοντας τώρα στη δεκαετία του 1970 και το φωτορομάντζο. Με τον ιταλικό τίτλο «DUE "T" DENTRO UN CUORE», τον διευκρινιστικό υπότιτλο «Fotoromanzo drammatico – sentimentale completo» και την ταυτολογική εικόνα του κορμού ενός δέντρου που έχει επάνω του σκαλισμένα δύο «Τ» και την ημερομηνία 17/5/76 μέσα σε μια καρδιά, ξεκινά η εξιστόρηση των ερωτικών παθών μιας άλλης πρωταγωνίστριας του Ηλεκτρικού Αγγέλου (Γκέλλυ Τριάντη), που θυμίζει κάπως και εκείνα τα «χφ» και «χθ» της Φαφάνας. Η αφήγηση καθοδηγείται και συνοδεύεται από τη μουσική σύνθεση των Δημήτρη Λέκκα και Δημήτρη Παπαδημητρίου κι αποδίδεται απ’ τον Δημήτρη Μαυρίκιο και τη Λίνα Νικολακοπούλου, χωρίζεται δε, κατά κάποιον τρόπο, από τις συνοδευτικές λεζάντες-στίχους του τραγουδιού σε τέσσερις ενότητες-εποχές: «NEI PRIMI D’ APRILE… nasce un amore», «NEI PRIMI DI MAGGIO… l’ amore diventa passione», «NEI PRIMI DI LUGLIO… nasce un dramma», «ALL FINE D’ OTTOBRE… non dovrebbe mai nascere un bambino che». Οι επιχρωματισμένες φωτογραφίες διαδέχονται η μία την άλλη με διακριτικά φοντύ-ανσαινέ, διηγούμενες τη γέννηση ενός έρωτα, τη μεταμόρφωση αυτού σε πάθος, την αναπόφευκτη (;) απογοήτευση, αλλά και τη σύλληψη ενός παιδιού. Ακολουθεί το πλάνο μιας χαριτωμένης και νοστιμούλας ιταλίδας υπηρέτριας, η οποία, καθισμένη με την ποδιά της στο τραπέζι της κουζίνας, απολαμβάνει, ενώ κλαίει και παράλληλα κατευνάζει τη συγκίνησή της με τη συμπαράσταση ενός γευστικού παγωτού, την γλυκόπικρη ιστορία.
TRAILER ΤΑΙΝΙΑΣ

Μετά συμβαίνει μια ακόμα αποσπασματική αφήγηση που συμπράττει στη θραυσματική αφήγηση της ταινίας, η οποία περισσότερο μεταγράφεται στη συνείδηση του θεατή ως ένας συνειρμικός ποιητικός λόγος που επιτρέπει, μέσα από τις «χαλαρές» συνάψεις, την εισχώρηση εντός του και την προσωπική επανοικειοποίηση και ανακατανομή του υλικού του, παρά ως γραμμική ‒συμπαγής παρ’ όλα αυτά‒ εξιστόρηση γεγονότων. «Δεν άντεχ’ άλλο… σε σκεφτόμουνα όλο αυτό το διάστημα, αλλά οι αντιστάσεις και ο εγωισμός δεν μ’ άφηναν… όταν αποφάσισα, φοβόμουνα πως δεν θα με δεχτείς», εξηγεί η Σοφία Ρούμπου στον Φαίδωνα Γεωργίτση, σε μια εποχή που μοιάζει πλέον σύγχρονη του έτους παραγωγής της ταινίας. Και ενώ για πρώτη φορά ακούγεται η φωνή ενός χαρακτήρα, ο ήχος είναι κάπως ασύγχρονος της εικόνας, ίσως επειδή ο λόγος ανάμεσα στους εραστές, ακούγεται σ’ εκείνο το αλλού, που φιλοξενεί τη μυστική τους εμπειρία. Μπορεί βέβαια να πρόκειται και για σύντομη μνεία στις καινοτόμες αντιστάσεις της nouvelle vague. Όπως κι αν έχει, η γυναίκα, λίγο πριν υποταχτεί ολότελα στην αντρική εξουσία, υπομένει σιωπηλά μερικά χαστούκια, επιβεβαιώνοντας με κυριολεκτικό τρόπο ότι «το πεδίο του ερωτισμού είναι το πεδίο της βίας» (Ζωρζ Μπατάιγ, Ο Ερωτισμός). Ύστερα, ξαπλωμένη πια στον καναπέ αφήνεται στα χάδια του εραστή της, ώσπου ένα αιφνιδιαστικό κατ επιτυγχάνει ένα «μαγικό τρυκ», όπως εκείνα του Μελιές, που την αφήνει ημίγυμνη. Όταν αποχωρεί πλέον από το διαμέρισμα, εμφανίζεται στη φαντασία του άντρα ως χορεύτρια της Ανατολής που λικνίζεται μπροστά σε κάποιον αφέντη-πασά (η όλη ονειρική ποιότητα της σύνθεσης επαυξάνεται από τη συνύπαρξη και πάλι των πολλαπλών, ετερόκλητων υλικών).
Σκηνή ερωτικών χεριών
Τελικά η «παράσταση» ολοκληρώνεται με δυο χέρια να χειροκροτούν σε κόκκινο φόντο, λίγο πριν εμφανιστεί σε ένα δάσος μια γυμνή γυναικεία μορφή (Μαρίλλη Τσοπανέλλη) να χορεύει σε κάποιον μεσαιωνικό ρυθμό και σε μια παράδοξη παγανιστική τελετή που καταλήγει με την ίδια να καταρρέει μπροστά σε μια μεταλλική ιπποτική πανοπλία που έχει θέση τοτέμ. Τότε είναι που εμφανίζεται, συνοδευόμενος από τον οξύ ήχο ενός τρομπονιού, ένας άντρας (νέγρος), γυμνός κι αυτός, και την αρπάζει από το χέρι. Το όλο στιγμιότυπο κατακλύζεται από μια πρωτόγονη ποιότητα που ανακαλεί τους πρωτόπλαστους. Ένα κοντινό πλάνο επικεντρώνεται στα χέρια τους, καθώς αυτά ανακαλύπτουν, ανάμεσα στους κόκκους άμμου, το ένα το άλλο, ενώ όταν τα σώματά τους κυλούν μαζί μέχρι το θαλασσινό νερό θυμίζουν κάτι από το ζωώδες όργιο στην κοιλάδα του Zabriskie Point του Αντονιόνι. Σε ένα παράλληλο σύμπαν του Ηλεκτρικού Άγγέλου, ένας άντρας στρέφει τη βιντεοκάμερά του σε μια συνδεδεμένη τηλεόραση· το αποτέλεσμα που προβάλλεται στην οθόνη (ένας συνδυασμός κυματοειδών ιριδισμών και ευμετάβλητων σχημάτων) παραπέμπει στα ηλεκτρικά πειράματα της καλούμενης video art. Μετά από τη στιγμιαία δημιουργία μιας mise en abyme, μιας επ’ άπειρον αναπαραγωγής της οθόνης εντός της οθόνης, η κάμερα του άντρα στρέφεται προς τα δεξιά και αποκαλύπτει, μέσα από την προβολή στην τηλεόραση, μια γυμνή γυναίκα ξαπλωμένη σε έναν καναπέ. Αυτή του λέει ότι δεν καταλαβαίνει τι σημασία έχουν όλα αυτά και εκείνος της εξηγεί, σε έναν διάλογο που γίνεται στα γαλλικά, ότι «το βίντεο είναι κι αυτό ένας καθρέφτης: καταγράφεις τη συμπεριφορά σου, την παρατηρείς, μόνο που έχεις πολύ καλύτερη εποπτεία απ’ ό,τι με τον καθρέφτη». Οι δυο τους στη συνέχεια αφήνονται, υπό τους ήχους της μιας ηδυπαθούς ηλεκτρικής κιθάρας, σε μια νωχελική ερωτική περίπτυξη, ενώ η κάμερα συνεχίζει να τους καταγράφει, προβάλλοντας το είδωλό τους στην οθόνη· κάπως σαν έργο του Πάικ.

Δημήτρης Παπαδημητρίου - Ηλεκτρικός Άγγελος (1981)
Η μουσική από τους τίτλους της ομώνυμης ταινίας του Θανάση Ρεντζή, σε μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου. Τη σύνθεση στα υπόλοιπα κομμάτια του soundtrack μοιράστηκαν από κοινού οι Δημήτρης Λέκκας και Δημήτρης Παπαδημητρίου. Η Λίνα Νικολακοπούλου τραγουδά το ''Due T Dentro Un Cuore'' σε μουσική Δημήτρη Λέκκα και στίχους Δημήτρη Μαυρίκιου. Ο Δημήτρης Λέκκας ερμηνεύει και μελοποιεί το ποίημα του Ανακρέοντα ''Στέφος Πλέκων''. Α' Βραβείο Καλύτερης Μουσικής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1982.