Το 'Dark' θα μείνει στην ιστορία ως η μεγαλύτερη
τηλεοπτική σπαζοκεφαλιά όλων των εποχών.
Η γερμανική σειρά των Baran bo Odar και Jantje
Friese πιστεύω ότι δεν έκανε τυχαία πρεμιέρα ένα μήνα μετά τη δεύτερη
σεζόν του Stranger Things και τρεις μήνες μετά το φινάλε της νέας σεζόν του
Twin Peaks, το 2017.
H Γερμανική πόλη που διαδραματίζεται
το DARK, το Winden,
ήταν καταθλιπτικό και οι οικογένειές του τόσο δυσλειτουργικές που έκαναν αυτές
του ‘Lost’ να μοιάζουν με το ‘Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι’.
Οι φιλοδοξίες του ‘Dark’ έγιναν τεράστιες και οι
προσδοκίες που γεννούσε όσο ωρίμαζε ακόμα μεγαλύτερες. Ήταν οικογενειακό δράμα,
ήταν μελέτη για το τραύμα και για το πώς αυτό μεταδίδεται από γενιά σε γενιά,
ήταν μία αρχαιοελληνική τραγωδία βιβλικών και μυθολογικών αναφορών σε ένα
απαιτητικό time-travel πακέτο. Ήταν η μεγαλύτερη τηλεοπτική σπαζοκεφαλιά των
τελευταίων ετών και ο λαβύρινθος ανάμεσα στα timelines και τους χαρακτήρες του
τόσο βαθύς που αφήνει πίσω τους αντίστοιχους λαβύρινθους του ‘Westworld’.
Στο Dark ό,τι κι αν σκεφτείς τη μία στιγμή θα έρθει η
επόμενη σκηνή να το γκρεμίσει. Πρόκειται για μια τόσο καλά δομημένη σειρά που
θα μπορούσα να μη γράφω τίποτα σε αυτό το κείμενο και να είναι καλό. Τόσο καλή
που δεν υπάρχει λάθος τρόπος να μιλήσεις γι΄αυτήν.
Το Dark είναι μια σειρά που χωρίς σταγόνα υπερβολής θα
σου τινάξει τον εγκέφαλο. Το παιχνίδι που κάνει με την έννοια του χρόνου είναι
βγαλμένο από τα όνειρα του Einstein. Η θεωρία της σχετικότητας περνάει σε ένα
εντελώς καινούργιο στάδιο. Ακόμα πιο λαβυρινθώδες, ακόμα πιο αχανές. Η ανάπτυξη
της ευπλαστότητας του χρόνου γίνεται στη βάση τριών εννοιών: ανακύκλωση,
ταυτοχρονία, λογική-δικαιοσύνη. Αυτό το τελευταίο είναι ένα δίπολο με πολύ
περίεργη τοποθέτηση μέσα στα δωμάτια του χρόνου.
Tο ‘Dark’ κατάφερε ένα τόσο συμπαγές, άτρωτο σκηνικό
μεταξύ όλων των επιπέδων που είχαν ανοίξει με θεματικές και υποπλοκές όπως
αυτές της αγάπης, της ανθρώπινης φύσης, του μηδενισμού, της αυτοσυντήρησης, της
θρησκείας, της Αποκάλυψης, του pop φιλοσοφικού πεσιμισμού, του θεολογικού
μυστικισμού, του hardcore επιστημονισμού του Σωματιδίου του Θεού.
Μόνο να τους
θαυμάσει μπορεί κανείς τον Baran bo Odar και τον Jantje Friese για το γεγονός
ότι κατάφεραν να το στήσουν όλο αυτό τόσο περίτεχνα που θα ήταν τρομακτικά δύσκολο να προσθέσεις ένα
ακόμη κύκλο.
Οι χαρακτήρες της σειράς αδυνατούν να αλλάξουν, να
βελτιωθούν, να προσαρμοστούν, να προχωρήσουν. Μέχρι πριν το μεγάλο του φινάλε,
το ‘Dark’ υπήρξε απόλυτα μηδενιστικό.
Οι πρωταγωνιστές του έπεφταν στα ίδια
στραβοπατήματα, για να δουν ξανά και ξανά τις ελπίδες τους να σβήνουν. Η κάθε
επόμενη φορά θα ήταν διαφορετική. Θα έβρισκαν τη βλάβη στο μάτριξ. Θα είχαν τη
δύναμη να πάρουν αποφάσεις που άλλοι δεν θα άντεχαν να πάρουν στη θέση τους.Με
τι κόστος όμως; Αυτό ρωτούσε κυρίως το ‘Dark’ πριν κάνει ξανά τους ήρωες του, χάμστερ σε τροχό.
Το Dark έχει όλα τα στοιχεία για να νιώσεις ότι
πουθενά δεν υπάρχει στέρεο έδαφος. Ακόμα και η γερμανική γλώσσα προσθέτει στην
εμπειρία της θέασης. Αν ήταν λόγου χάρη γαλλικά δεν θα είχε την ίδια επίδραση
νομίζω. Ως θεατής στέκεσαι σε μια κινούμενη άμμο ή καλύτερα σε μια δίνη και η
περιδίνηση σε πηγαίνει συνεχώς προς τον πυθμένα της θάλασσας και δεν σε
νοιάζει καθόλου να επιστρέψεις προς την επιφάνεια.
Σε μια εποχή που βιαζόμαστε να αποθεώσουμε ή να
κατακεραυνώσουμε δημιουργήματα, το Dark παίρνει τα ηνία της αποθέωσης.