Το Αγόρι μεγαλώνει και έρχεται αντιμέτωπο με τους κρυμμένους σκελετούς στη ντουλάπα. Ξυπνάνε ερωτηματικά κοινωνικής και πολιτικής ουσίας. Οι νεκροί, κληρονομιά, ελπίδα και βάρος. Οι μεγάλοι, βολεμένοι μέσα σε ρόλους και μάσκες. Το «κουστουμάκι», ένας ρόλος από μόνο του, ο «κύριος», ο «καθωσπρέπει», ο «καταξιωμένος», ο «σιδερωμένος», μια ψεύτικη ενηλικίωση. Και όσο αυτός ο ρόλος χτίζεται, τόσο αυτός ο δίσκος αποδομεί κάθε τακτοποιημένο σύστημα αξιών και γδύνεται από εφέ και περιττά στοιχεία φτάνοντας σε ένα ατόφιο μεδούλι μέσα από ένα ανελέητο σφυροκόπημα λέξεων με πρωταγωνιστές το πιάνο, τα τύμπανα και την ερμηνεία του The Boy. «Ν’ ανοίξουν οι καρδιές να μπουν οι λέξεις/κι αν η μελωδία φαντάζει θλιβερή/μην τη φοβάσαι δειλέ!»
Ένα ανήσυχο βλέμμα αναζητά τη χαμένη ομορφιά μέσα στο βόθρο της μεγάλης πόλης. «Η ελπίδα μιας ελπίδας που είχα/ ταξιδεύει στο κενό/και το νήμα που ακολουθείς έχει κοπεί από καιρό/σε καιρό νιώθω κάτι αληθινό» Ένα γερασμένο διαμέρισμα το καταφύγιο μιας ελευθερίας που φοβάται τον εαυτό της. «Πέρα από την πόρτα μου υπάρχει ένα σκυλί/Δεν μπορώ να φύγω, δεν υπάρχει διαφυγή/Κι όσο κι αν φοβάμαι τη δαγκωματιά/πιο πολύ φοβάμαι την ελευθεριά.» Ένα αγρίμι αναζητά οξυγόνο μέσα στο τεχνητό κλάμα των δακρυγόνων. Ένα παιδί βουλιάζει μέσα στη σαπίλα, την απάθεια και το «ό,τι να ’ναι» της ελληνικής πραγματικότητας. «Να σταματήσει η γη/να μη γυρίζει μέχρι να ’ρθει κάτι/κάτι που θα έχει εξήγηση και κάτι που θα δικαιώσει/τον πόνο του ανθρώπου που ακόμα αρνείται να προδώσει»
Οι εφιάλτες ζωντανεύουν, βγάζουν νύχια και δαγκώνουν. Η αλήθεια μπαίνει σαν μαχαίρι στο κόκαλο. Δύσκολο να κλείσεις τ’ αυτιά σου, ή μήπως αυτό σ’ έχουν μάθει να κάνεις; «Η φωνή μας σάπισε/σκουλήκια έχουμε όλοι μέσα/ μπαγιάτικες καρδιές/κι όμως μας έχει μείνει λίγη μπέσα/ ακόμα, ναι!»
«Το Κουστουμάκι είναι μια παραληρηματική διαταραχή. Προσωπικά τραύματα μπλεγμένα με μετ-αποκαλυπτικές εικόνες τρόμου. Όνειρα και φαντασιώσεις. Παρελθόν και μέλλον. Πάντα απών το παρόν και η πραγματικότητα. Εικόνες και χαρακτήρες που κατοικούν στο μυαλό μου. Που γεννήθηκαν μέσα στην Αθήνα του 2010. Επιτέλους, ανατέλλουν τα έτη της επιστημονικής φαντασίας. Ένα αγρίμι μεθυσμένο τσιρίζει την ασχήμια του στα μπαρ. Φωνάζει για τα πρόσωπα που δεν έχουν πια σημάδια. Στο πεζοδρόμιο η Ελλάδα, βαμμένη ξανθιά με λιπ γκλός στα χείλη, έχει να πιάσει πελάτη μια βδομάδα. Να θυμάστε πάντα αυτό. «Είμαι αυτός που κολλάει από πίσω σας στο μετρό».
Οι Άσπρες Φορεσιές τελούν το μυστήριο της συναισθηματικής αποσύνθεσης. Κράτα τα μάτια σου κλειστά όταν κοιτάς τους αφανείς επισκέπτες από τον Χειρότερο Πλανήτη. Στο Δάσος των Νεκρών φτιάχνουν την τροφή για τα μωρά της Νέας Κοινωνίας. Μα εσύ πιάσε το τσεκούρι σου, δειλέ μου φίλε, και δείξε μας τον νέο τρόπο επικοινωνίας. Εμείς θα καταλάβουμε. Πια δεν μιλάμε με λέξεις άλλα με αίμα. Όσο και αν φοβάσαι όμως την δαγκωματιά, πιο πολύ φοβάσαι την ελευθεριά. Βάλε το Κουστουμάκι της ενηλικίωσης. Είσαι ο Λη Χάρβευ Όσβαλντ. Πριν την τελευταία βολή ψιθυρίζεις “Αιώνια θα είστε πρωτοστάτες της γενοκτονίας”.»
Η Παραδουλεύτρα μένει στην Αθήνα.
Είναι το μπισκοτάκι που ποτέ δεν τρώτε ολόκληρο.
Έχει μυωπία 8.25 στο αριστερό μάτι και 8 στο δεξί.
Στο
σχολείο ήταν η χειρότερη μαθήτρια άλλα
οι καθηγητές λέγαν ότι είχε χρυσή καρδιά.
Ήθελε
να σπουδάσει μπασκετμπολίστρια άλλα
την πρόλαβαν οι κρίσεις πανικού και την
παγίδεψαν στα Πατήσια.
Αυτή
τη στιγμή που μιλάμε θα ήταν πιο
ευτυχισμένη αν ο υπολογιστής της μπορούσε
να γαργαληθεί, αν τα πορτοκάλια της
στιβόντουσαν από μόνα τους και αν οι
καθρέφτες δείχναν λίγο λιγότερο από
αυτήν και λίγο περισσότερο από αυτό που
κρύβεται μέσα της”.
The Boy