Συνεχίζω με τις παραθέσεις αγαπημένων μου ποιητών και το μόνο σίγουρο είναι ότι θα ακολουθήσουν άλλες δύο αναρτήσεις.
ΦΑΥΝΟΙ
θα τρέξουμε ξυπόλητοι στην άσφαλτο του δρόμου,
στα φώτα των αυτοκινήτων που θα ’ρχονται
θα κοιμηθούμε στα ψηλά χόρτα κοντά στους βατράχους.
τα χέρια θα ενώσουμε στον ύπνο
και το πρωί θα ξυπνήσουμε πεθαμένοι.
(Κωνσταντινούπολη 1906 - Αθήνα 22 Ιανουαρίου 1990)
Ναύσταθμου λύπες
Παμπάλαιο κι ερείπιο ένα πλοίο
είδα άθλια γερμένο σ’ ένα πλάι,
με τα πλευρά του που η σκουριά πια τα ’χει φάει
με το τιμόνι του έξω απ’ τα νερά,
σπασμένο, δαγκωμένο
απ’ άγνωστο της θάλασσας θηρίο.
Τέτοιο τρισάθλιο κι ερείπιο ένα πλοίο…
Κι όμως –ποιος θα το πίστευε;-
απ’ το γυρτό φουγάρο του φαινόταν
μια υποψία καπνού ν’ αργανεβαίνει
αδύναμη ψηλά και να σκορπιέται…
(Είχε το ερείπιο μες στα σπλάχνα του κρυμμένη
Μια τελευταία σπίθα, κι ίσως ίσως
μελλοντικά ταξίδια ονειρευόταν,
ίσως με τέτοια ελπίδα αποκοιμόταν
τα βράδια μες στην πλήξη του ναυστάθμου…)
Το κοίταζα. Κι ο νους μου άθελα πήγε
σε κάτι ομοιοκατάντητους ανθρώπους
που έτσι η ζωή σιγά σιγά τους τρώει…
Κι οι παραλληλισμοί μου ήρθαν αθρόοι.
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
(Θεσσαλονίκη, 17 Σεπτεμβρίου 1931 - Αθήνα, 6 Αυγούστου 1996)
Αεροδρόμιο Μίκρας
Ομίχλη κατεβαίνει με τ’ απόγευμα κι ο δρόμος
χαρακώνει το φως κομματιαστά γυρνώντας
μέσα στο άλλο φέγγος, σαν ξεγύμνωμα
σ’ έναν απαίσιο αδυσώπητο βιασμό
Τότε λάμπουν για μας οι προβολείς, λάμπουν για σένα
ανάβουνε οι δυνατοί φακοί κι όλα φωτίζουν
το στόμα, τα μαλλιά, το νυχτωμένο σώμα˙
έτσι φέγγει βαθιά στον ουρανό η αγάπη μας
θρυμματισμένη μουσική στον αερολιμένα, φέγγει
για τη στιγμή που η φλόγα εγγίζει
γλείφοντας το δοσμένο χέρι, κι όμως τρέμει
σαν ανοιχτή πληγή στη μουσκεμένη ώρα
Ομίχλη κατεβαίνει με τ’ απόγευμα
μες στο μισόφωτο αλλάζουν όλα όψη, εξωραΐζονται
και ντύνονται το άλλο φως, το πιο δικό μας
Κώστας Βάρναλης
(14/26 Φεβρουαρίου 1884 – 16
Δεκεμβρίου 1974)
Πρωτοχρονιάτικο
Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.
Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.
Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».
Γιάννης
Ρίτσος
(Μονεμβασιά 1 Μαΐου 1909 – Αθήνα 11 Νοεμβρίου 1990)
Τ’ άσπρα βότσαλα
Ετούτα τ΄άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι λάμπουν στον ήλιο.
Κανένας δε μαντεύει από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν.
Κανένας δεν υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες καταδύσεις τ’ ανέβασες.
Με τι στερήσεις κι αρνήσεις τ’ απέσπασες από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων.
Γι΄αυτό λαμποκοπούν τόσο λευκά
με τη σεμνή τους περηφάνια ν΄αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους
και ποτέ να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
(Σκιάθος, 4 Μαρτίου 1851 - 3
Ιανουαρίου 1911 )
Το σκοτεινό τρυγόνι
Μάνα μου,
εγώ είμαι τ’ άμοιρο
το σκοτεινό τρυγόνι
όπου το δέρνει ο άνεμος
βροχή που το πληγώνει..
Το δόλιο
όπου κι αν στραφεί
απ’ όπου κι αν περάσει
δε βρίσκει πέτρα να σταθεί
κλωνάρι να πλαγιάσει..
Εγώ βαρκούλα μοναχή
βαρκούλα αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό
σε θάλασσα αφρισμένη..
Παλεύω με τα κύματα
χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα
πλην την ευχή σου μόνη.