Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη στις 21 Ιουλίου 1928 βρέθηκε επιστολή που γράφει τα εξής:
Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε
τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα
ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή
τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ
τοὺς αἰῶνες. Σ' αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.
Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές (!!!), εἶμαι ἕτοιμος
γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ
ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος.
Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέση τὴν
οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδός Μονῆς Προδρόμου, πάροδος
Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας»
Κ.Γ.Κ.
[Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν' ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους
ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη
νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε
τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως,
κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου».
Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουν
Τα παλιά φυλαγμένα γράμματά τους
Διαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουν
Για τελευταία φορά τα βήματά τους
Ήταν η ζωή τους λένε τραγωδία
Θεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπων
Τα δάκρυα ο ίδρως η νοσταλγία
Των ουρανών η ερημιά των τόπων
Στέκονται στο παράθυρο κοιτάνε
Τα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύση
Τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε
Τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει
Όλα τελείωσαν το σημείωμα να το
Σύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζει
Αδιαφορία συγχώρηση γεμάτο
Για ‘κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει
Βλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώρα
Ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος
Όλα τελείωσαν ψιθυρίζουν τώρα
Πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος