Μια πόρτα
παλιά,
ξεφλουδισμένη απ’ τις εποχές
και τα χέρια όσων πέρασαν.
Ένα παιδί —
μισό φως, μισή σκιά —
στεκόταν εκεί,
όπως στεκόμαστε όλοι
μπροστά σε ό,τι δεν έχουμε ζήσει.
Κρατούσε την
άκρη του μέλλοντος
με δάχτυλα άπλυτα από παιχνίδι,
κι έγερνε το κορμί του
σαν να αφουγκραζόταν μια φωνή
που δεν είχε ειπωθεί ακόμα.
Μέσα,
σκοτάδι.
Όχι φόβος — προσμονή.
Όχι άγνοια — πιθανότητες.
Και πίσω
του, ο κόσμος
που τον γέννησε μόνο για να φύγει.
Άραγε,
θυμόμαστε το μέλλον μας
πριν το διαβούμε;
Ή το πλάθουμε κάθε φορά
που ένα παιδί κοιτά
εκεί που δεν φτάνει ακόμη η μνήμη;
ένα παιδί σε πόρτα
κρατά την άκρη της
σαν να την άνοιξε πρώτη φορά
μέσα σκοτεινά
έξω φως απόγευμα
ξυπόλυτος σχεδόν
με ρούχα ύπνου
χωρίς λόγο — μόνο βλέμμα
δεν φοβάται
δεν βιάζεται
σαν να περιμένει κάτι που θυμάται
το σπίτι παλιό
η σκάλα σιωπηλή
κανείς δεν καλεί
κι όμως μπαίνει
σαν να τον νοσταλγεί
το αύριο