Σάββατο 29 Απριλίου 2017

Κ.Π.Καβάφης ο παγκόσμιος ποιητής

Ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα του ποιητή:
Εἶμαι Κωνσταντινουπολίτης τὴν καταγωγήν, ἀλλὰ ἐγεννήθηκα στὴν Ἀλεξάνδρεια — σ' ἕνα σπίτι τῆς ὁδοῦ Σερίφ· μικρὸς πολὺ ἔφυγα, καὶ ἀρκετὸ μέρος τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας τὸ πέρασα στὴν Ἀγγλία. Κατόπιν ἐπισκέφθην τὴν χώραν αὐτὴν μεγάλος, ἀλλὰ γιὰ μικρὸν χρονικὸν διάστημα. Διέμεινα καὶ στὴ Γαλλία. Στὴν ἐφηβικήν μου ἡλικίαν κατοίκησα ὑπὲρ τὰ δύο ἔτη στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὴν Ἑλλάδα εἶναι πολλὰ χρόνια ποὺ δὲν ἐπῆγα. Ἡ τελευταία μου ἐργασία ἦταν ὑπαλλήλου εἰς ἕνα κυβερνητικὸν γραφεῖον ἐξαρτώμενον ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖον τῶν Δημοσίων Ἔργων τῆς Αἰγύπτου. Ξέρω Ἀγγλικά, Γαλλικὰ καὶ ὁλίγα Ἰταλικά.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 29 Απριλίου 1863
Τα πρώτα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη γενέτειρά του, στην αριστοκρατική οδό Σερίφ, το 1872, 2 χρόνια μετά τον Θάνατο του πατέρα του , η μητέρα του Χαρίκλεια Καβάφη φέυγει φύγει από την Αλεξάνδρεια και μετακομίζει με τα παιδιά της, πρώτα στο Λονδίνο και μετά στο Λίβερπουλ.

Στα έξι χρόνια της διαμονής του στην Αγγλία ο νεαρός Κωνσταντίνος θα μάθει σε βάθος την Αγγλική γλώσσα και θα καλλιεργήσει την έμφυτη ροπή του προς τα Γράμματα.

Από το 1882 που η οικογένειά του έχει μετακομίσει στην Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας των εθνικιστικών ταραχών στην Αίγυπτο, που καθιστά επισφαλή τη θέση των Ευρωπαίων, εκδηλώνονται οι πρώτες συστηματικές προσπάθειές του στην ποίηση. Η ατμόσφαιρα και το τοπίο της φαίνεται να τον εμπνέουν και αυτό διαπιστώνεται στα ποιήματά του Ο Βεϊζαδές προς την ερωμένη του (1884), Dünya Güzeli (1884), Νιχώρι (1885) και το πρώτο του πεζό Μια νυξ στο Καλντέρι (1884).

Πάντως, το πρώτο κείμενο που σώζεται στο αρχείο του γράφτηκε το 1882. Πρόκειται για ένα ημερολόγιο σε αγγλική γλώσσα, με τον τίτλο Constantipoliad-En Epic (Κωνσταντινοπουλιάς - Ένα έπος), στο οποίο περιγράφονται οι προετοιμασίες για την αναχώρηση της οικογένειας από την Αλεξάνδρεια, το πολεμικό κλίμα των ημερών εκείνων και το ταξίδι ως την Κωνσταντινούπολη.

Τον Οκτώβριο του 1885 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και μία από τις πρώτες αποφάσεις του είναι να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα. Αρχίζει να εργάζεται πρώτα ως δημοσιογράφος και στη συνέχεια ως μεσίτης στο Χρηματιστήριο Βάμβακος. Το 1889 προσλαμβάνεται αρχικά ως άμισθος γραμματέας στην Υπηρεσία Αρδεύσεων και από το 1892 ως έμμισθος υπάλληλος, θέση στην οποία θα παραμείνει έως το 1922, φθάνοντας στον βαθμό του υποτμηματάρχη.

Το 1891 θεωρείται σημαντική χρονιά για τον Καβάφη. Εκδίδει το πρώτο αξιόλογο ποίημά του (Κτίσται) και δημοσιεύει μερικά από τα σπουδαιότερα πεζά κείμενά του (Ολίγα περί στιχουργίας, Ο Σακεσπήρος περί της ζωής, Ο καθηγητής Βλάκη περί της νεοελληνικής και δύο κείμενα για τα Ελγίνεια).

Από το 1893 έως το τέλος του αιώνα γράφει μερικά από τα σημαντικότερα ποιήματά του, όπως τα: Κεριά (1893), Τείχη (1896), Περιμένοντας τους Βαρβάρους (1899). Το 1896 συνεργάζεται με την εφημερίδα Phere d’ Alexandrie. O δημοσιογράφος και συγγραφέας Γεώργιος Τσοκόπουλος τον χαρακτηρίζει «Σκεπτικιστής, φιλοσοφικός, μελαγχολικός, με ειρωνική πικρία». Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται το Παρίσι και το Λονδίνο.

To 1902 ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα την Αθήνα, όπου γνωρίζεται με τους ομοτέχνους του Γρηγόριο Ξενόπουλο και Ιωάννη Πολέμη. Σε μια επιστολή του αναφέρει ότι στην Αθήνα αισθανόταν, όπως ένας πιστός που πηγαίνει προσκυνητής στη Μέκκα.

Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται και πάλι την Αθήνα, ενώ στις 30 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς ο Ξενόπουλος γράφει στο περιοδικό Παναθήναια το ιστορικό άρθρο Ένας Ποιητής, που αποτελεί την πρώτη εγκωμιαστική παρουσίαση του καβαφικού έργου στο ελλαδικό κοινό. Το 1904 θα γράψει ένα από τα σπουδαιότερα ποιήματά του, το Περιμένοντας τους Βαρβάρους

Τον Δεκέμβριο του 1907 εγκαθίσταται στο σπίτι της οδού Λέψιους 10, όπου και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, δημιουργώντας το σημαντικότερο τμήμα του έργου του. Η φήμη του διαρκώς εξαπλώνεται και στο διαμέρισμά του τον επισκέπτονται προσωπικότητες της λογοτεχνίας από την Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως ο φουτουριστής Τομάσο Μαρινέτι, ο Αντρέ Μαλρό, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κώστας Ουράνης και η Μυρτιώτισσσα.

Το 1911 θα γράψει το περίφημο ποίημά του Ιθάκη. Το 1917 γνωρίζεται με τον Αλέκο Σεγκόπουλο, κατ’ άλλους νόθο γιο του, κατ’ άλλους ερωτικό του σύντροφο, πάντως μετέπειτα γενικό κληρονόμο του. Τον Απρίλιο του 1922 παραιτείται από την Υπηρεσία Αρδεύσεων για να αφοσιωθεί στο ποιητικό του έργο. «Επιτέλους απελευθερώθηκα από αυτό το μισητό πράγμα», γράφει κάπου.

Το 1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου του απονέμει το παράσημο του Φοίνικος, διάκριση την οποία ο ποιητής αποδέχεται, υποστηρίζοντας ότι «το παράσημο μού το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, γι’ αυτό και το κρατώ». Το 1930 αρχίζει να υποφέρει από τον λάρυγγά του. Οι γιατροί διαπιστώνουν καρκίνο. Ο Καβάφης δεν μπορεί να μιλήσει και το 1932 υποβάλλεται σε τραχειοτομία στην Αθήνα.

Το 1933 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, με την υγεία του διαρκώς να χειροτερεύει. Στις αρχές Απριλίου μεταφέρεται στο Ελληνικό Νοσοκομείο και στις 2 το πρωί της 29ης Απριλίου ο ποιητής αφήνει την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 70 ετών.

Σήμερα η ποίησή του όχι μόνο έχει επικρατήσει στην Ελλάδα, αλλά και κατέλαβε μία εξέχουσα θέση στην όλη ευρωπαϊκή ποίηση, ύστερα από τις μεταφράσεις των ποιημάτων του αρχικά στα Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά και κατόπιν σε πολλές άλλες γλώσσες.


Το σώμα των Καβαφικών ποιημάτων περιλαμβάνει: Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα Αναγνωρισμένα), τα 37 Αποκηρυγμένα ποιήματά του, τα περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε, τα Κρυμμένα, δηλαδή 75 ποιήματα που βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του, καθώς και τα 30 Ατελή, που βρέθηκαν στα χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή. Τύπωσε ο ίδιος το 1904 μια μικρή συλλογή με τον τίτλο Ποιήματα, στην οποία περιέλαβε τα ποιήματα: Φωνές, Επιθυμίες, Κεριά, Ένας γέρος, Δέησις, Οι ψυχές των γερόντων, Το πρώτο σκαλί, Διακοπή, Θερμοπύλες, Τα παράθυρα, Περιμένοντας τους βαρβάρους, Απιστία και Τα άλογα του Αχιλλέως. Η συλλογή, σε 100-200 αντίτυπα, κυκλοφόρησε ιδιωτικά.

Το 1910 τύπωσε πάλι τη συλλογή του, προσθέτοντας αλλά επτά ποιήματα: Τρώες, Μονοτονία, Η κηδεία του Σαρπηδόνος, Η συνοδεία του Διονύσου, Ο Βασιλεύς Δημήτριος, Τα βήματα και Ούτος εκείνος. Και αυτή η συλλογή διακινήθηκε από τον ίδιο σε άτομα που εκτιμούσε.

Το 1935 κυκλοφόρησε στην Αθήνα, με επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου, η πρώτη πλήρης έκδοση των (154) Ποιημάτων του, που εξαντλήθηκε αμέσως. Δύο ακόμη ανατυπώσεις έγιναν μετά το 1948.
Ο ποιητής επεξεργαζόταν επίμονα κάθε στίχο, κάποτε για χρόνια ολόκληρα, προτού τον δώσει στην δημοσιότητα. Σε αρκετές από τις εκδόσεις του υπάρχουν διορθώσεις από το χέρι του και συχνά όταν επεξεργαζόταν ξανά τα ποιήματά του τα τύπωνε διορθωμένα.


Ο ίδιος είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ερωτικά ή αισθησιακά.

Τα ιστορικά ποιήματα εμπνέονται κυρίως από την ελληνιστική περίοδο, και στα περισσότερα έχει εξέχουσα θέση η Αλεξάνδρεια. Αρκετά άλλα προέρχονται από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και το Βυζάντιο, χωρίς να λείπουν και ποιήματα με μυθολογικές αναφορές (π.χ. Τρώες). Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Καβάφης δεν εμπνέεται καθόλου από το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, δηλαδή την επανάσταση του '21, αλλά ούτε και από την κλασική αρχαιότητα. Οι περίοδοι που επιλέγει είναι περίοδοι παρακμής ή μεγάλων αλλαγών και οι περισσότεροι ήρωές του είναι "ηττημένοι".

Τα αισθησιακά ή ερωτικά ποιήματα, που είναι και τα πιο λυρικά, κυριαρχεί η ανάμνηση και η αναπόληση. Αυτό που προκαλεί τα συναισθήματα δεν είναι το παρόν, αλλά το παρελθόν, και πολύ συχνά ο οραματισμός. Τα φιλοσοφικά ποιήματα ονομάζονται από άλλους «διδακτικά».

 Ο Ε.Π.Παπανούτσος τα διαίρεσε στις εξής ομάδες: ποιήματα με "συμβουλές προς ομοτέχνους", δηλαδή ποιήματα για την ποίηση, και ποιήματα που πραγματεύονται άλλα θέματα, όπως το θέμα των Τειχών, την έννοια του χρέους (Θερμοπύλες), της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον), της μοίρας (Καισαρίων) κ.ά.

Διαχωρίζοντας το ποιητικό του έργο σε φιλοσοφικό, ιστορικό και ηδονικό, στα ποιήματά του αποτυπώνονται το ερωτικό στοιχείο, τη φιλοσοφική του σκέψη και η ιστορική του γνώση. Όσον αφορά στα ιστορικά του ποιήματα ιδιαίτερα, οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι τα συνέθεσε βιώνοντας την ατμόσφαιρα μιας πόλης που έγινε κατά το ελληνιστικό της παρελθόν χωνευτήρι λαών και σταυροδρόμι πολιτισμών. Οι ήρωές του είναι γνωστά ιστορικά πρόσωπα ή γεννήματα της φαντασίας του και ο ποιητής αφηγείται στους χαρακτήρες που πλάθει ανθρώπινες συμπεριφορές σημαδεμένες από πρόσκαιρο της επιτυχίας και τη μοίρα που εξουδετερώνει την ανθρώπινη θέληση.


Πόλεις της ανατολικής Μεσογείου –ιδιαίτερα η Αλεξάνδρεια όπως προαναφέρθηκε– είναι ο τόπος που λαμβάνουν χώρα τα περιστατικά των ποιημάτων και σύμφωνα με το περιεχόμενό τους χαρακτηρίζονται από τους σύγχρονους σχετικά ερευνητές της καβαφικής ποιητικής ως ψευδοϊστορικά, ιστορικοφανή και ιστοριογενή. Τη διαφορετικότητα ανάμεσα στα ιστορικά του ποιήματα επισήμανε ο ίδιος ο ποιητής, χωρίς όμως να τους δώσει ιδιαίτερη ονομασία. Εισηγητής του όρου «ψευδοϊστορικό» είναι ο Σεφέρης για να διαχωρίσει με αυτόν τα ποιήματα που χρησιμοποιούν το ιστορικό υλικό μεταφορικά, αλληγορικά δημιουργώντας ψεύτικες ιστορίες.

Τέλος τα ερωτικά ή αισθησιακά ποιήματα του ηδονικού κύκλου του Καβάφη αποτελούν αναμνήσεις πραγματοποιημένων ή μη ερώτων εκφράζοντας τον ιδιότυπο ερωτισμό του, για τον οποίο έχουν τεθεί αρκετές αμφιβολίες.

Η γλώσσα και η στιχουργική μορφή των ποιημάτων του Καβάφη ήταν ιδιόρρυθμες και πρωτοποριακές για την εποχή. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι:
  • Ιδιότυπη γλώσσα, μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης.
  • Εξαιρετικά λιτός λόγος, με ελάχιστα επίθετα (όσα υπάρχουν έχουν πάντα ιδιαίτερη σημασία, δεν είναι ποτέ συμβατικά, κοσμητικά επίθετα).
  • Ουδέτερη γλώσσα, σχεδόν πεζολογική, μακριά από τις ποιητικές συμβάσεις της εποχής. Η γλώσσα δεν αποκαλύπτει τα συναισθήματα.
  • Εξαιρετικά σύντομα ποιήματα.
  • Ιαμβικός ρυθμός, αλλά τόσο επεξεργασμένος που συχνά είναι δύσκολο να διακριθεί.
  • Ομοιοκαταληξία όχι σε όλα τα ποιήματα, ενίοτε χαλαρή και περιστασιακή.
  • Ιδιαίτερη σημασία στα σημεία στίξης: παίζουν ρόλο για το νόημα (π.χ. ειρωνεία) ή λειτουργούν ως οδηγίες απαγγελίας (π.χ. χαμήλωμα του τόνου της φωνής στις παρενθέσεις).
Ο Καβάφης λειτουργεί κυρίως μέσω των συμβόλων. Η τέχνη του είναι η συγκέντρωση αρχετύπων, που δίνουν ένα φευγαλέο υπαινικτικό νόημα στο λόγο του. Αντλεί μνήμες από το παρελθόν, και τις αποθέτει στο παρόν, ενίοτε ως προειδοποίηση για τα μελλούμενα. Είναι τέτοια η σχέση του με τη συλλογική ψυχή και τα περιεχόμενά της, που θεωρείται προδρομικός της σχέσης της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα με τη συλλογική συνείδηση.

Κλείνοντας θα παραθέσουμε ένα βίντεο-ποίημα του που είναι επίκαιρο στα χρόνια των μνημονίων.

Κ Καβάφης Εν μεγάλη Ελληνική αποικία 200 π Χ

Πηγές :








Κυριακή 16 Απριλίου 2017

Ο φασισμός που κρύβετε πίσω από κάθε πληκτρολόγιο




O Τέλλος Φίλης αποκλειστικέ από το fb, για τρεις μέρες γιατί κάποιοι καλοθελητές του έκαναν αναφορά για αυτό το κείμενο που περιγράφει με τον πιο παραστατικό τρόπο τα συναισθήματα που γεννά μια Μ. Παρασκευή στην εποχή μας. 

Μεγάλη Παρασκευή -της λάθος ματιάς
Δεν είναι από κει που κοιτάς ο Εσταυρωμένος
γωνιά Τοσίτσα με Πατησίων είναι,
στα σύνορα του Έβρου σταυρώνεται τις νύχτες
στης Κακαβιάς τα χιόνια ποτίζεται όξος μουλωχτά
στο Φαρμακονήσι εξαφανίζεται
Στον Άγιο Παντελεήμονα κουβαλά τον σταυρό του μαρτυρίου
στον Δενδροπόταμο ξεψυχά
στο πάρκο της ΧΑΝΘ με τη σύριγγα στο χέρι ψιθυρίζει
«λαμά λαμά σαβαχθανί»
έξω από τα supermarket και στις λαϊκές αγορές
φορά ακάνθινο στεφάνι
βλέπεις το αίμα στο μέτωπο η όχι ακόμη;
Δεν είναι εκεί στις λαμπάδες, στα προαύλια ναών ο επιτάφιος απόψε
είναι κάτω από το σπίτι σου ο κοιμισμένος άστεγος
δεν του αρκεί να τον προσπεράσεις με το κερί στο χέρι
ούτε κάποια νηστεία σου, θα τον σώσει
Οι ολονύκτιες ψαλμωδίες σου δεν θα βρουν δουλειά στον άνεργο
μήτε οι ευχές με τα λαγουδάκια του πάσχα στο διαδίκτυο
θα αναπληρώσουν τα άδεια μάτια των μεταναστών
θύματα του συμμαθητή δουλεμπόρου
που χαιρετάς στα προεκλογικά σαλόνια
με κατάνυξη
Δεν είναι από κει που κοιτάς ο Άγιος που θα σε σώσει με το θάνατο του
κοίτα προσεκτικότερα, σταμάτα να φοβάσαι
και κοίτα
ίσως να μη σωθείς βεβαίως
αλλά τουλάχιστον θα έχεις
νιώσει το “πρώτο βήμα” τι σημαίνει
κι αν μια Ανάσταση έχει λόγο ύπαρξης
η μοναχά σαν αργία των δημόσιων υπηρεσιών
για μια πενταήμερη εκδρομή στην εξοχή μετριέται.
τ.φ.


Ο Τέλλος Φίλης γεννήθηκε το 1960 στη Θεσσαλονίκη, στην οποία επανεγκαταστάθηκε πριν από μερικά χρόνια, ύστερα από πολυετείς περιπλανήσεις εντός και εκτός.

Δηλώνει απλός υπάλληλος βιντεοκλάμπ. Κατά τα λοιπά, είναι υπερδραστήριος και επιδραστικός στα κοινωνικά δίκτυα, δημιούργησε και συντονίζει τη δράση της ομάδας «Η Ποίηση Γυμνή», υποστηρίζει τους νέους δημιουργούς σε κάθε τομέα, γράφει για ταινίες αλλά και για την επικαιρότητα. Το μεσοκαλόκαιρο κυκλοφόρησε σε 400 αντίτυπα το βιβλίο του Η αποσιωποιητική ηλικία(εκδόσεις Bibliotheque) και ήδη εξαντλήθηκε, χωρίς να έχει γραφεί ούτε μισή αράδα στον Τύπο.

Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν από το Seven film gallery στην Αλεξάνδρου Σβώλου που ο ίδιος κατάφερε να κάνει ένα από τα ωραιότερα στέκια του κέντρου. Ηθοποιοί, φοιτητές, τραγουδιστές, μουσικοί, λογοτέχνες, ποιητές και δημοσιογράφοι περνάνε σχεδόν καθημερινά για την κινηματογραφική τους ενημέρωση, για να νοικιάσουν μια ταινία που θα τους προτείνει ο Τέλλος, για την ανταλλαγή απόψεων. Στο seven film gallery γεννήθηκαν ιδέες για σενάρια ταινιών, θεατρικές συνεργασίες, στίχοι τραγουδιών, αναπτύχθηκαν φλέρτ, έρωτες και φιλίες, τα πιο πρωτοποριακά αφιερώματα και θεματικά πάρτυ. Η δραστηριότητα του Τέλλου Φίλη είναι πάρα πολύ μεγάλη και εκτός του κινηματογράφου. Έχει την δική του εκπομπή στο ραδιόφωνο κάθε Τρίτη ζωντανά διαδικτυακά στο http://www.clipartradio.gr από 22:00 εως 00:00 με τίτλο «SALONIQUE UBER REALISM», με πολλούς καλεσμένους, ποίηση και όμορφα τραγούδια. 

Είναι ο εμπνευστής της «Ποίησης Γυμνής» που φιλοξενούσε για 2 χρόνια το Μαμίσιο- Μαιευτήριο και άλλοι χώροι της πόλης, όπου παρουσίαζαν τη δουλειά τους νέοι ποιητές χωρίς εκδοτικό έργο που δεν έχουν άλλο τρόπο να δημοσιοποιήσουν τα ποιημάτά τους. Η Ποίηση Γυμνή είχε μεγάλη συμμετοχή και προσέλευση αποδεικνύοντας ότι η ποίηση είναι κάτι ζωντανό που ο κόσμος αποζητά. Ο Τέλλος έχει στηρίξει έμπρακτα ηθικά, οικονομικά και με προσωπική εργασία οτιδήποτε πίστευε ότι θα πρέπει να αξιοποιηθεί και να μη χαθεί, βοηθώντας πολλούς νέους καλλιτέχνες στα πρώτα τους βήματα. Αρθρογραφεί σε πολλά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά, εδώ και πολλά χρόνια, μεταξύ άλλων στο bibliotheque.gr και φυσικά στo parallaximag.gr 

Δεν χαρακτηρίζει τα κείμενά του ποιήματα ― μιλάει για “λέξεις”. Οι λέξεις του λοιπόν αφηγούνται σύντομα στιγμιότυπα, που έχουν ως κοινό τους εξαγόμενο την απώλεια του κόσμου της νεότητας και την ανεπιθύμητη, βίαιη σχεδόν, είσοδο στην ωριμότητα της μέσης ηλικίας, μια είσοδο που συνοδεύεται από αποχωρισμούς, απώλειες μεταφορικές και κυριολεκτικές, αναγκαστικές προσγειώσεις στη σκληρή επιφάνεια της πραγματικής ζωής.


Ο Τέλλος Φίλης γεννήθηκε τη δεκαετία που χτίζονταν οι πρώτοι νεοελληνικοί μύθοι και οι πρώτες πολυκατοικίες με αντιπαροχή. Σπούδασε πολλά χρόνια την δύσκολη τέχνη του κρυφτού. Έτσι έμαθε καλά ότι όσο πιο πολύ εκτίθεσαι, τόσο πιο καλά κρυμμένος μπορείς να παραμείνεις κι αυτό έκανε επάγγελμά του.

Είναι ένας επαγγελματίας ψεύτης και αυτή του την ιδιότητα την χρησιμοποιεί για να απομακρύνει οποιονδήποτε τολμά να εισέλθει στην πραγματική του ζωή χωρίς την άδειά του. Τον ελεύθερό του χρόνο, τον ξοδεύει σε θυελλώδεις έρωτες και εξαιρετικά πετυχημένους καυγάδες. Παραμένει έτσι απρόβλεπτος και ελπίζει εξίσου επικίνδυνος.Μπορείτε να τον συναντήσετε να διαπληκτίζεται ως συνήθως με αθωες νέες και νέους που καταριούνται την ώρα και τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στο Seven Film Gallery.

Έχει έφεση εκ γενετής, στα ψευδώνυμα κι έτσι γράφει σε απίστευτα και μη ανακοινώσιμα δημοσίως έντυπα, sites , forum και blogs για την προσωπική του ψυχοθεραπεία (συνήθως για ταινίες ή ζωές που μοιάζουν με ταινίες), ενώ διακατέχεται από μια σπάνιας μορφής εντελώς ιδιωτική έπαρση, μη ιάσιμη. Σπανιότερα δέχεται να πάρει συνεντεύξεις μόνο και μόνο για να εκθέσει όσους θεωρεί καλύτερους από αυτόν.

Κάθε Δευτέρα πίνει 10λεπτους καφέδες στα αγαπημένα του καφέ. Κάθε Τρίτη ασχολείται αποκλειστικά με καθαριότητες, εσωτερικές & εξωτερικές. Κάθε Τετάρτη ετοιμάζει τις πιο θλιμμένες λέξεις με τις πιο χαρούμενες μουσικές για ένα web radio. Κάθε Πέμπτη πάει σινεμά και μετά πίνει απαραιτήτως Tullamore Dew 12αρι, σε όσα μπαρ έχουν την πρόνοια να έχουν εφοδιάσει την κάβα τους. Κάθε Παρασκευή σκαρφίζεται κι ένα διαφορετικό τρόπο να εξαφανιστεί. Τα Σαββατοκύριακα ψεύδεται ασύστολα ότι εργάζεται, αλλά στην πραγματικότητα κάνει το κέφι του.

Την γλύτωσε 2 φορές τα τελευταία 7 χρόνια, από βέβαιο θάνατο και ξέροντας πως περιμένει την τρίτη και φαρμακερή, επιτέλους απελευθερώθηκε από ταμπού, προκαταλήψεις, ιδεοληψίες, ιδεολογίες, συναισθήματα και λοιπές «κοινωνικές κατασκευές», πράγμα που έκανε ευτυχισμένο τον δάσκαλο του, τον Gregory Bateson -ή έτσι θέλει να πιστεύει- προκειμένου να μην έχει επιπλέον τύψεις για την πασίγνωστη πλέον τεμπελιά που τον διακρίνει.

Χρησιμοποιεί το τηλέφωνό του περισσότερο για να φωτογραφίζει παρά για να επικοινωνεί, γι' αυτό και ξοδεύει πολύτιμο χρόνο για να σβήνει τις αναπάντητες κλήσεις του. Αν θέλει να επικοινωνήσει, απλά κοιτάζει και βασίζεται στην εξυπνάδα των άλλων για τυχόν ανταπόκριση.

Έχει πάψει να καταριέται όσους του κλέβουν τα ποδήλατα που αγοράζει κι αποφάσισε να αρχίσει να τα κλέβει κι αυτός. Προς το παρόν βρίσκεται στο στάδιο του σχεδιασμού των κλοπών.

Ταξιδεύει συχνά, συνήθως, παρά τη θέλησή του. Τελευταία κυκλοφορεί φήμη ότι εκδίδεται κιόλας. Η εκπόρνευση άλλωστε υπήρξε πάντα μονόδρομος στην πολιτική όπως το ίδιο και στην δημόσια εικόνα. Στο χέρι σας είναι να τον απομακρύνετε από φίλο σας, το συντομότερο. 


Σάββατο 15 Απριλίου 2017

jean paul sarte ο μεγαλύτερος διανοητής του 20ου αιώνα




Ο Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Ζαν-Πωλ Σαρτρ στις 21 Ιουνίου του 1905, έρχεται στον κόσμο «Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να ζει ελεύθερος», υποστήριζε και ίσως, τελικά, ο μόνος «περιορισμός» που είχε ο ίδιος  στη ζωή του ήταν η απεγνωσμένη ανάγκη να πράττει και να σκέφτεται χωρίς συμβιβασμούς και όρια.

Με την ενηλικίωσή του ο Σάρτρ εξελίσσεται σε έναν νεαρό, με φιλοσοφικούς στοχασμούς και «εμβρυακές» πολιτικές ανησυχίες. Σύντομα θα γνωρίσει τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, την γυναίκα που θα τον συντροφέψει σε όλη του τη ζωή. Η σχέση τους προσδιορίστηκε μέσα από τις ελευθεριακές αντιλήψεις του Σάρτρ, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν πλήθος παράλληλων ερωτικών σχέσεων και να προκαλέσουν την συντηρητική κοινωνία της εποχής τους.

jean paul sartre & simone de beauvoir 

Η φρίκη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, με εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και συμμετοχή στον Γαλλικό αντιστασιακό αγώνα, μετατρέπουν τον φιλόλογο Σάρτρ , σε οραματιστή φιλόσοφο και βαθιά πολιτικοποιημένο διανοούμενο. Με την απελευθέρωση της Γαλλίας, ο Σάρτρ κερδίζει την εθνική αναγνώριση καταγράφοντας τα γεγονότα σε πρωτοσέλιδο της αντιστασιακής εφημερίδας «Combat».

Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ που γίνεται ο βασικός εκπρόσωπος του υπαρξισμού του 20ού αιώνα, ιδρύει, μαζί με τον Μορίς Mερλό-Ποντί, το λογοτεχνικό περιοδικό «Μοντέρνοι Καιροί», από όπου δημοσιοποιεί τις αριστερές πολιτικές του θέσεις και τις φιλοσοφικές του αναλύσεις. Στο έργο του, ο άνθρωπος εμφανίζεται ως απελευθερωμένος από την επιρροή κάποιας ανώτερης ηθικής τάξης ή δύναμης, που θα μπορούσε να ορίσει τη ζωή του και γίνεται ο ίδιος κύριος των επιλογών του.

"Δεν ζήτησα εγώ να γεννηθώ, επομένως δεν είμαι εγώ υπεύθυνος για τις πράξεις μου."

Ενώ άλλοι φιλόσοφοι θεωρήθηκαν θεμελιωτές του υπαρξισμού, ο Σαρτρ ήταν αυτός που τον έφερε στο προσκήνιο και δημιούργησε το ομώνυμα γαλλικό κίνημα, υποστηρίζοντας και εικονογραφώντας τις ιδέες του με πληθώρα έργων από διαφορετικά λογοτεχνικά είδη. Ο Υπαρξισμός (existentialisme) είναι το κίνημα της σκέψης που προέβαλε την ύπαρξη (existence) σε αντιπαραβολή και αντίθεση με την ουσία (essence). Η τελευταία αντιμετωπίστηκε ως απατηλό δημιούργημα του φιλοσοφικού στοχασμού που παρέβλεπε μέχρι τότε το άμεσο και οδυνηρό δεδομένο της ύπαρξης. Ο Σαρτρ ανέφερε χαρακτηριστικά με παιγνιώδες ύφος στα γαλλικά «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας» («L’existence précède l’essence»).

Συνοψίζοντας τελείως επιγραμματικά τα βασικά σημεία της θεωρίας του, ο Σαρτρ υποστήριξε την ανυπαρξία του θείου και τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής του ατόμου. Είπε για τον άνθρωπο πως « είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος» και τον έφερε αντιμέτωπο με τις πράξεις του, αποδίδοντάς του την αποκλειστική ευθύνη για αυτές. Άλλωστε θεωρούσε ότι ανεξαρτήτως των συνθηκών καθένας κρίνεται μόνο από τις πράξεις του, που επιπλέον είναι και μη αναστρέψιμες. Εξάλλου η -συχνά εφιαλτική- κρίση των άλλων μόνο σε αυτές μπορεί να βασιστεί και όχι στις προθέσεις ενός ατόμου. Ως ιδανικό τίθεται η ελευθερία επιλογής της δράσης και η ανάληψη της ευθύνης που αναλογεί σε κάθε άνθρωπο. Η πρωτοτυπία του, σύμφωνα με τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ ήταν το εξαιρετικό βάρος που έδινε στην πραγματικότητα, παρόλο που παραδεχόταν ταυτόχρονα την τρομερή ανεξαρτησία της συνείδησης.

Κάποιοι φιλόσοφοι θεωρούν πως οι θέσεις του Σαρτρ είναι αλληλοσυγκρουόμενες, συγκεκριμένα αναφέρουν πως ο Σαρτρ στηρίζεται σε επιχειρήματα μεταφυσικού τύπου παρότι ο ίδιος ισχυρίζεται πως οι φιλοσοφικές θεωρήσεις του αγνοούν την μεταφυσική, και πως η φιλοσοφία του δεν αποτελούσε τίποτα άλλο παρά επίδειξη.

jean paul sartre & simone de beauvoir & ernesto che guevara

Ως προς την κριτική για τις πολιτικές του τοποθετήσεις και δημόσια υποστήριξη των κομμουνιστικών κυβερνήσεων της εποχής, κατηγορήθηκε ότι λειτουργούσε ως απολογητής των τυραννικών και απολυταρχικών καθεστώτων ως υποστηρικτής του Σταλινισμού,Μαοϊσμού, και σύμμαχος του Φιντέλ Κάστρο στην ΚούβαΕπιπλέον, κατηγορήθηκε πως τα γραπτά του ενέπνευσαν την ηγεσία των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη κατά τις εκτεταμένες εκτελέσεις πληθυσμών στις οποίες προέβησαν, καθώς ανάμεσα στα μέλη της ηγεσίας υπήρχαν άτομα τα οποία ήταν μαθητές και θαυμαστές του Σαρτρ.

Ο Σαρτρ, ασπάζεται τον Μαρξισμό και καταδικάζει τον Σταλινισμό. Παράλληλα δηλώνει φανατικά άθεος. «Ο υπαρξισμός δεν είναι τόσο αθεϊστικός που να αναλώνεται προσπαθώντας να αποδείξει ότι δεν υπάρχει Θεός. Αντιθέτως, δηλώνει ότι, ακόμη και αν υπήρχε Θεός, το γεγονός αυτό δεν θα άλλαζε τίποτα», δήλωνε.

Καιρό αργότερα, ο Σάρτρ θα κάνει στροφή στην πολιτική του σκέψη και θα ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, μία απόφαση που θα τον φέρει σε αντίθεση με το παρελθόν του αλλά και με τον άλλοτε σύντροφό του Αλμπέρ Καμύ. Μάλιστα θα προεδρεύσει και της Γαλλοσοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο, η σοβιετική στρατιωτική επέμβαση στην Ουγγαρία το 1956, που οδήγησε στον θάνατο περίπου 2.500 εξεγερμένους Ούγγρους, προκάλεσε την «οργισμένη» αντίδραση του Σάρτρ, ο οποίος θα αποχωρήσει από το ΚΚΓ, γράφοντας το άρθρο «Το φάντασμα του Στάλιν».

Ταξιδεύει στη Γερμανία για να συναντήσει τον Αντρέας Μπάαντερ, ηγέτη της R.A.F, στην Πορτογαλλία για να ζήσει από κοντά την επανάσταση των Γαρυφάλλων, συμμετέχει στο κίνημα για την απελευθέρωση Σοβιετικών αντιφρονούντων και τάσσεται ανοιχτά υπέρ της Ισλαμικής επανάστασης και του Αγιατολάχ Χομεϊνί.

Το 1964, ο Σάρτρ στρέφει τα βλέμματα της δημοσιότητας πάνω του, καθώς αρνείται το βραβείο Νόμπελ. Το ανήσυχο πνεύμα του, τον οδηγεί σε μία σειρά από παρεμβάσεις στη κοινωνικοπολιτική ζωή της Γαλλίας αλλά και διεθνώς. Μαζί με τον Μπέρτραντ Ράσελ, προεδρεύει στο «δικαστήριο Ράσελ», ένα φανταστικό δικαστήριο που αποτελούνταν από ανθρώπους της διανόησης, καταδικάζοντας τον Αμερικανικών ιμπεριαλισμό στο Βιετνάμ. Το Μάη του ’68, παίρνει συνέντευξη από τον Ντάνιελ Κον-Μπεντίτ, ηγετική φυσιογνωμία του φοιτητικού κινήματος, με στόχο να αναδείξει την ιδεολογική βάση της εξέγερσης.

Κριτική επίσης έχει δεχθεί και από τον Ναβίλλ για το γεγονός ότι οι υπαρξιστές δεν δίνουν απαντήσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα και καταστάσεις, δεδομένου ότι ο άνθρωπος δρα μέσα σε πολύ συγκεκριμένες καταστάσεις με πολύ συγκεκριμένες επιροές την κάθε χρονολογική περίοδο. Ενώ ο υπαρξισμός υποστηρίζει ότι ο κάθε άνρωπος επιλέγει το τί θα κάνει και δεν υπάρχει κάποια ηθική που μπορεί να του υποδείξει πως θα δράσει.


Ο ευφυής και αντιδραστικός, Ζαν-Πωλ Σάρτρ, θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 15 Απριλίου του 1980. Την 19η Απριλίου, περίπου 50.000 άνθρωποι θα πουν το στερνό αντίο, στον άνθρωπο που σημάδεψε με τις θέσεις του την φιλοσοφία του 20ού αιώνα.

"Η κόλαση είναι οι άλλοι."
"Όλα έχουν γίνει κατανοητά, εκτός από το πώς να ζούμε."
"Ο φασισμός δεν ορίζεται από τον αριθμό των θυμάτων, αλλά από τον τρόπο που τα σκοτώνει."

Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Δημήτρης Λάγιος ένα παιδί στα 39 που έφυγε περαστικό κι αμίλητο


Δημήτρης Λάγιος (7 Απρίλη 1952 - 9 Απρίλη 1991).

«Δε φοβάμαι το θάνατο. Ομως δε μου φτάνει ο χρόνος. Ο,τι και να κάνεις στην τέχνη, δε φτάνει ο χρόνος», έλεγε ο Δ. Λάγιος, που μέχρι τέλους πάλεψε παλικαρίσια. «Δε θα φύγω, είναι πολύ νωρίς ακόμα» ήταν η υπόσχεσή του, που δυστυχώς δεν μπόρεσε να τηρήσει. Δεν έφυγε όμως από τις καρδιές όσων «ταξίδεψαν» με τη μουσική του, ξεχωριστή σε ευαισθησία και ποιότητα. Σεμνός και αθόρυβος είχε επιλέξει συνειδητά να βρίσκεται μακριά από προβολείς, αρνούμενος να εμπορευτεί, να προδώσει την ίδια του την ύπαρξη. Η συνεχής αγωνία που τον διακατείχε ήταν να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερα, ν' αφήσει όσο το δυνατόν περισσότερα....  

Ο Δημήτρης Λάγιος τραγουδάει με την Υακίνθη

Ο Δημήτρης Λάγιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ζάκυνθο τόπο που αγάπησε βαθιά και προς τιμήν της ονόμασε και την κόρη του Υακίνθη, . Επηρεάστηκε παιδί ακόμα, από την πνευματικότητα και τη μουσική παράδοσή της. Παράδοση που ερεύνησε σε όλη του τη ζωή και αποτύπωσε με ενδιαφέροντα τρόπο στο έργο του. Ο πατέρας του τραγουδούσε ψαλμούς στην εκκλησία, άριες και ζακυνθινά τραγούδια, ένα μουσικό συνονθύλευμα που χαράχτηκε στην ψυχή του συνθέτη.

Ξεκίνησε να σπουδάζει στο Εθνικό Ωδείο θεωρητικά, πιάνο και κιθάρα, ενώ την τετραετία 1974-1978, μετακόμισε στο Σικάγο, ώστε να επεκτείνει τις σπουδές του. Παράλληλα ερεύνησε το ελληνικό τραγούδι. Ξαναγύρισε στην Ελλάδα περίπου το 1980 και εγκαταστάθηκε πλέον οριστικά. Με μεγάλη αγάπη για το νησί του και θέλοντας να συμβάλλει στην διαμόρφωση της παιδείας των συμπατριωτών του, δημιούργησε τις «Γιορτές λόγου και τέχνης (Ζακύνθεια)», το «Μουσικό Ασκηταριό» και το «Κάλβειο ωδείο», παντρεύοντας ερασιτέχνες καλλιτέχνες και λόγιους δημιουργούς σε λαογραφικές πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Οι δισκογραφικές του απόπειρες ξεκίνησαν το 1975 με έναν σπανιότατο σήμερα δίσκο που εκδόθηκε σε 1000 αντίτυπα και περιλάμβανε τέσσερα επαναστατικά τραγούδια του Ρήγα Φεραίου και καθένα προλόγιζε ο Χρήστος Λαδάς.

"Κάμποι της Σαλονίκης" - Νίκος Δημητράτος

Το 1982, χρονιά ορόσημο, κυκλοφορεί ο «Ήλιος ο Ηλιάτορας», με την ομώνυμη ποιητική συλλογή του Ελύτη μελοποιημένη. Ο ίδιος ο Ελύτης αναφέρει πως από τις δεκαπέντε περίπου εκδοχές που είχε ακούσει για τον «Ηλιάτορα», του Λάγιου ήταν εκείνη που τον εντυπωσίασε πρισσότερο.Συμμετέχουν μεγάλα ονόματα: Ελένη Βιτάλη, Γιώργος Νταλάρας, Νίκος Δημητράτος και ξεχωρίζουν σημαντικά τραγούδια όπως «Όμορφη και παράξενη πατρίδα», «Τρελοβάπορο», «Γεια σου κύριε μενεξέ» κα.

Θέλω καράβια σπρώχνω - Ελένη Βιτάλη

Την επόμενη χρονιά, δύο λαϊκοί δίσκοι, «Ο Άη Λαός» σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη με τη φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου και το «Εδώ που γεννηθήκαμε» σε ποίηση Φώντα Λάδη με τον Αντώνη Καλογιάννη, κάνουν ακόμη πιο αισθητή την παρουσία του Δημήτρη Λάγιου στα δισκογραφικά πράγματα.

Σωτηρία Μπέλλου - περαστικός κι αμίλητος

«Θα με δικάσει», «Περαστικός κι αμίλητος», «Και κάθε νύχτα», είναι μερικά τραγούδια που ακόμη και σήμερα προκαλούν αίσθηση. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, που η επαφή του με την Κύπρο τον έκανε να αγαπήσει το νησί και να συμβάλλει στην πολιτιστική του προβολή, ξεκίνησε να μελοποιεί ποιήματα κυπρίων αγωνιστών και λογοτεχνών και να πραγματοποιεί συναυλίες με το μουσικό σύνολο «Διάσταση». Προσπάθειες που για το ευρύ κοινό ήρθαν στο φως αρκετά αργότερα.

Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80, κυκλοφόρησαν οι «Σκιές», σε στίχους και μουσική δικούς του, που περιλάμβαναν τραγούδια όπως «Σε καρτερούσα» και «Σκιές». Επιπλέον, με την ορχήστρα του Δήμου Πατρέων, βγήκαν οι «Ρωγμές» ένα ονειρικό έργο ορχηστρικών συνθέσεων και όχι μόνο, με τις συμμετοχές καλλιτεχνών όπως η Μαρίζα Κωχ. Στα «Τραγούδια του Σολωμού και της Ζάκυνθος», ο Λάγιος επανεκτελεί παραδοσιακά τραγούδια, μελοποιεί Σολωμό (πχ «Γαλήνη», «Αγνώριστη») και άλλους τοπικούς ποιητές. Χρόνια μετά, ύστερα από επίμονες προσπάθειες του Γιώργου Νταλάρα και άλλων καλλιτεχνών, εκδόθηκαν έργα γνωστά από εκείνη την εποχή, όπως «Των Αθανάτων», με ένα ηρωικό κυπριακό πνεύμα («Ηρώων γη», «Καρτερούμεν») και το Ίνα Τι, θρησκευτικό χορόδραμα με παραδοσιακή ζακυνθινή εκκλησιαστική μουσική, σε ποίηση του Δαυίδ και δική του. Μάλιστα στο νησί του το «Ίνα τι», κατέχει μία δεσπόζουσα θέση στην κατανυκτική ατμόσφαιρα του Πάσχα.

Παράλληλα συνέχιζε τη μελέτη της επτανησιακής μουσικής, καρπός της οποίας υπήρξε μια σειρά σχετικών δίσκων: Λαϊκά τραγούδια της Ζάκυνθος, Του Σολωμού και της Ζάκυνθος, Ζακυνθινές Σερενάδες, Ζακυνθινή Εκκλησιαστική Παράδοση, Ομιλίες (όπως ονομάζεται το ζακυνθινό λαϊκό θέατρο - ανέκδοτο), καθώς και το έργο του Μαντολίνου με μουσική επτανήσιων συνθετών διασκευασμένη από τον ίδιο για μαντολίνο, με σολίστ το Δημήτρη Μαρίνο. Τα περισσότερα από τα έργα αυτά εκδόθηκαν σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, ενώ κάποια παραμένουν ανέκδοτα.

"Να ονειρεύομαι" - Δημήτρης Λάγιος

Το σπουδαιότερο όμως έργο του αποτελεί και το κύκνειο άσμα του. Η «Ερωτική πρόβα στο θάνατο», είναι ένα χορόδραμα που περιγράφει την πορεία προς το τέλος με όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις. Μετά το χαμό του, δισκογραφήθηκε με προσπάθειες του Νταλάρα και άλλων και αποτελεί μέχρι σήμερα την πιο διάσημη δουλειά του. Φωνές όπως των Κατσιμιχαίων, της Σαββίνας Γιαννάτου και του ίδιου, ακούγονται στα τραγούδια «Να ονειρεύομαι», «Μαρία ακόμα σ’ αγαπώ» (γραμμένο για τη μητέρα του), «Μην την πιστεύεις την αγάπη», «Μωβ» κα.

Ο ίδιος ήταν ένα πλάσμα ταπεινό και διακριτικό. Οι συνθέσεις του χαρακτηρίζονταν από ένα έντονο στοιχείο που ακροβατούσε μεταξύ ονείρου και μελαγχολίας. Οι στίχοι του μιλούσαν για τη θάλασσα, τη νοσταλγία και την αγάπη, με μία ισορροπημένη εξιδανίκευση. Μελοποίησε Κάλβο, Καρυωτάκη και πολλούς Ζακυνθινούς ποιητές. Ίδρυσε ανάμεσα σε άλλα, μουσικά σχολεία στον Άλιμο και τη Μύκονο, σύνολα όπως οι «Ραψωδοί» που τραγουδούσαν σε αρχαιολογικούς χώρους και το Σχολείο παραδοσιακής μουσικής.

Αν και διαθέτει μία τέτοια σημαντική εργογραφία, είναι δυστύχημα να υπάρχει δισκογραφημένο ένα μικρό κομμάτι της. Ο Λάγιος σπανίως τιμάται πια σε μεγάλη κλίμακα. Τοπικά αφιερώματα και γιορτές υπάρχουν, όμως στην Αθήνα η τελευταία μεγάλη διοργάνωση προς τιμήν του, ήταν το 2011 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στο πλαίσιο ενός «Κύκλου ελληνικού τραγουδιού/ Ο Άγνωστος Ελληνισμός». Πράγματι «άγνωστος», αν σκεφτεί κανείς ότι αρκετοί δεν γνωρίζουν τον συνθέτη ενός χιλιοτραγουδισμένου κομματιού όπως το «Όμορφη και παράξενη πατρίδα». Ας ευχηθούμε να υπάρξει ενεργοποίηση από σημαντικούς φορείς και να συλλεχθεί το ποικίλο υλικό τραγουδιών, ορχηστρικών συνθέσεων και ποιημάτων. Ήδη στην πατρίδα του γίνονται προσπάθειες από χορωδίες και μουσικούς να διασωθεί ένα μέρος αυτών.

Από εκδοτικής πλευράς, κυκλοφόρησαν δύο εξαντλημένα πλέον βιβλία. Το λεύκωμα «Δημήτρης Λάγιος» (1996) από τις εκδόσεις Καστανιώτη με φωτογραφίες και μαρτυρίες συνεργατών και η ποιητική συλλογή του Διονύση Σέρρα «Τραγουδώντας για την Κύπρο και το Δημήτρη Λάγιο» (2001).

"Οι Νότες και τα Λόγια" - Ο Δημήτρης Λάγιος μιλάει στην Μαλβίνα Κάραλη

Έσβησε μία ανοιξιάτικη μέρα του Απριλίου του ’91 χτυπημένος από καρκίνο στον πνεύμονα. Ήταν περίπου 40 ετών. Αν δεν τον προλάβαινε ο θάνατος, γενική εκτίμηση είναι πως με τόσα πράγματα που θα μπορούσε να είχε δώσει ακόμη, τόσες ομορφιές να εξωτερικεύσει, θα περιλαμβανόταν ήδη στο Πάνθεον των σημαντικότερων Ελλήνων καλλιτεχνών. Οι στάχτες του σκορπίστηκαν σε Ζάκυνθο και Κύπρο το Μάιο του 1991.

"Σε Καρτερούσα" - Δημήτρης Λάγιος

'Εφυγε πρόωρα από τη ζωή ένας καλλιτέχνης χαρισματικός, πλημμυρισμένος ποιητική ευαισθησία, εσωστρεφής και ιδιαίτερα ταπεινός. Αν και συνηθίζονται οι «αγιοποιήσεις» και τα διθυραμβικά πορτρέτα για ανθρώπους του πολιτισμού μετά το θάνατό τους, ο συγκεκριμένος ίσως ήταν από τις σπάνιες περιπτώσεις που τέτοιες περιγραφές όχι μόνο σκιαγραφούν επαρκώς την προσωπικότητά του, μα επιπλέον όσα αναφέρονται κατά καιρούς για αυτόν είναι μικρότερα της πραγματικής του αξίας.


Το αφιέρωμα στον Δημήτρη Λάγιο (1952-1991) που παρουσιάστηκε την Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011 στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών.


Κυριακή 9 Απριλίου 2017

Δ. Λιαντίνης : "ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ" Απόσπασμα από το βιβλίο ΓΚΕΜΜΑ



Να υπάρχεις ελληνικός δηλώνει τέσσερες τρόπους συμπεριφοράς.

Ότι δέχεσαι την αλήθεια που έρχεται μέσα από την φύση. Όχι την αλήθεια που φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων.

Ότι ζεις σύμφωνα με την ηθική της γνώσης. Όχι με την ηθική της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων.

Ότι αποθεώνεις την εμορφιά. Γιατί η εμορφιά είναι δυνατή σαν το νου σου και φθαρτή σαν τη σάρκα σου.

Και κυρίως αυτό.. Ότι αγαπάς τον άνθρωπο. Πως αλλιώς! Ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό πλάσμα μέσα στο σύμπαν.


Στις τέχνες, καθώς και στη φιλοσοφία, από ένα σημείο και ύστερα δεν λέγεται πια τίποτε το καινούργιο. Μετά τους Έλληνες κάθε μεγάλο έργο είναι μεγάλο κατά την έννοια ότι εμφανίζεται με καινούργια μορφή, με αλλιώτικο τρόπο, με διαφορετική έκφραση.

Ο Δάντης είναι η προέκταση του Βιργίλιου, και ο Βιργίλιος του Ομήρου. Ο Γκαίτε είναι η προέκταση του Σαίξπηρ, και ο Σαίξπηρ του Αισχύλου. Ο Κάτουλος είναι προέκταση του Αρχίλοχου, και ο Μπάυρον του Κάτουλου. Ο Λουκρήτιος είναι προέκταση του Επίκουρου, και ο Ενγκελς του Λουκρήτιου.

Ο Καβάφης χωρίς την Παλατινή Ανθολογία θα έδειχνε στα μάτια μας ο Καβάφης είναι ποιητής οπτικός, είναι γλύπτης- μισοσβησμένο ψηφιδωτό. Και η «ηλιακή μεταφυσική» του Ελύτη είναι ανάσταση θανάτου της ποίησης του Σολωμού, όπως και το φως της ποίησης του Σολωμού είναι ανάσταση θανάτου της ποίησης του Πλάτωνα.


Ποιος είναι ο καλύτερος στίχος της νεοελληνικής ποίησης; Κατά την περίπτωση πολλοί είναι, θα ειπούν πολλοί. Ωστόσο εγώ θα απαγγείλω ένα για όλες τις περιπτώσεις.


«Έστησε ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη»

Αν βάλετε το στίχο αυτό δίπλα σε οποιονδήποτε άλλο και δεν το βρείτε να υπερέχει, σίγουρα θα τον βρείτε να μην υπολείπεται. Το πολύ-πολύ θα τον μετρήσετε ίσο στα καράτια. Νερό στο νερό, χρυσάφι στο χρυσάφι, φως στο φως. Και περιπλέον είναι ο πιο ελληνικός.

Ο στίχος αυτός του Σολωμού από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους είναι Ελλάδα. Είναι η λάμψη, η εμορφιά, η ανδρεία, η τιμή, ο θάνατος, η παντοσύνη. Και η αλήθεια ολόκληρη.

Τα δύο λαμπρά παλικάρια που χορεύουν στο ηλύσιο φως ανασταίνουν το Διόνυσο και τον Απόλλωνα. Τους αρχαίους θεούς που με τα χημικά στοιχεία τους, το απολλώνειο και το διονυσιακό, γεννήσανε την αττική τραγωδία.

Και δεν κουράστηκα να το καταθέτω: η αττική τραγωδία είναι το ευγενικότερο προϊόν του έσωσε να δώσει το ανθρώπινο πνεύμα. Από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου ως τη συντέλεια του ανθρώπου.

Και να μην λησμονούμε κι ετούτο: ότι με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους ο Σολωμός έσωσε το μύθο της ελληνικής επανάστασης. Το βαθύτερο νόημα, δηλαδή, και την πέμπτη ουσία της. Όπως ακριβώς είχαν κάνει το ίδιο για τα Μηδικά τον παλαιό καιρό ο Αισχύλος και ο Ηρόδοτος με το έργο τους.

Ο Κάλβος έγραψε είκοσι τραγούδια. Το κάθε ένα είναι και ένα ηχητήριο πριν από κάθε μάχη της ελληνικής Επανάστασης.


Μέσα στις είκοσι ωδές, εκεί ο ωκεανός και η νύχτα. Η λαβωματιά η ανοιχτή του φόβου στην ερημιά. Της μητέρας τα σιγαλόεντα νοήματα από τον άλλο κόσμο. Και οι μελανές αγέλες των σύννεφων κατεβαίνοντας στη λευκή προβιά του ύπνου μας με τα ρύγχη των λύκων.

Εκεί ο κρότος των αλόγων, οι μόλπες του Παρνασσού, και της αρετής τα αμιλλητήρια πέταλα. Λύκηθες-κόρες στέκουνται κάτω από σπαθιών ακτίνες, και τραγουδούν πάλι και πάλι το έϊα μάλα των ναυτών.


Και ακόμα κάτι πιο πρωταρχικό. Χωρίς την πολιτική πράξη της Επανάστασης ο Μακρυγιάννης όχι μόνο δε θα χε γράψει το γράμμα του στους ανθρώπους και στο θεό, αλλά θα είχε παραπομείνει αναλφάβητος και αναρίθμητος.

Ο καημός του μεγάλου Αγώνα του στάθηκε ζωή. Και έργο ζωής. Και τον έσπρωξε να μάθει στα τριάντα του χρόνια το Αλφαβητάρι. Που με κείνο μας έδωκε να διαβάσουμε τον Ήλιο.

Ποιος ημπορεί να σταθεί και να του βγει, για να περιγράψει καλύτερα τα έξω και τα μέσα μας!

Ο Παπαδιαμάντης ζωγραφίζει το αόρατο. Κινηματογραφεί τον άνεμο. Βάζει τη σιωπή και χορεύει. Και φανερώνει στα αλλόκοτα μάτια μας ορατή την κίνηση του νεαρού δέντρου, πως μεγαλώνει.

Αχ! Κυρ-Αλέξανδρε. Φαρμάκι το κρασάκι σου. Ίδιο εκείνο το ξύδι που δοκίμασες, πρωί και εκδρομή, στο ταβερνάκι του Κοκκιναρά. Κι απέ, σηκώθηκες, αμίλητος, έφυγες και άφηκες σύξυλους τους καλεστάδες σου. Καθώς ξεμάκραινες. καβάλα στο γαϊδουράκι του αγωγιάτη, ήσουν πολύ θλιμμένος. Ίδιος ένας μεγαλοπαρασκευϊάτικος Χριστός.

Πέμπτο δείγμα πως η γνήσια ποίηση είναι καθαρά πολιτική, λαβαίνω ένα κείμενο του Καρυωτάκη. Είναι το Κάθαρσις

Γραμμένη λίγο προτού πεθάνει ο ποιητής, η Κάθαρσις είναι καθαρή, όσο και η αυτοκτονία του. Που η αυτοκτονία του Καρυωτάκη στην Πρέβεζα λειτούργησε σαν καθαρμός για όλους τους ποιητές και ολόκληρη την ποίηση της εποχής του.

Η Κάθαρσις είναι ένα σύντομο κείμενο, που γράφτηκε στα 1928 και περιγράφει την πολιτική ζωή της Ελλάδας εξήντα χρόνους αργότερα. Το κείμενο αυτό δίνει μια πρωθύστερη αναπαράσταση της πολιτικής αθλιότητας του σήμερα με πιστότητα ανατριχιαστική.


Γιατί αυτό είναι το μυστήριο της αληθινής ποίησης. Να μη συνθέτει απλά το παρόν. Αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να εξαργυρώνει και το μέλλον στη γοερή Τράπεζα της προφητείας. Ο μεγάλος ποιητής γίνεται μάντης. Poeta vates, που λέγανε οι παλαιοί. Γιατί το νεύρο και το αίμα του μαγνητίζεται από τον άνθρωπο. Και κάνει ποίηση πολιτική.

Το Περιμένοντας τους Βαρβάρους υψώνει τον Καβάφη σε έναν από τους τρεις μεγαλύτερους ποιητές του εικοστού αιώνα σε παγκόσμια κλίμακα.


Ο Κάλβος ο Μακρυγιάννης ο Μυριβήλης ο Βάρναλης ο Σεφέρης ο Παλαμάς ο Καζαντζάκης και ο Ελύτης, είναι οι φωνές που θα ακούγονται, και οι γραφές που θα γράφουνται, ένα μεγάλο μέρος τους και για πολλά χρόνια.

Ο Κάλβος, αετός κρουσταλιασμένος και κύκνος. Σώζεται ολόκληρος.

Ο Μακρυγιάννης, μάρμαρο ελληνικό Πεντελικού και Πάρου. Στ΄ Απομνημονεύματα η αξία του.

Ο Μυριβήλης, αλιφασκιά και ιώδιο.

Ο Βάρναλης, οι καμπάνες της Ελλάδας να κελαηδούν και να ξυπνάνε τους έλληνες.

Ο Σεφέρης, στην κύρια ροή πνευματικός νομοθέτης, στους παραπόταμους ποιητής.

Ο Παλαμάς, έγραψε τα πολλά, για να σώσει τα λίγα.

Ο Καζαντζάκης, μόνο ο Ζορμπάς θα γλυτώσει.

Ο Ελύτης, ο λυρισμός του ποταμός του Απρίλη, ή τα πρώιμα γέλια στο ακροθαλάσσι της Ναυσικάς. Όμως τα αγάλματα λείπουν.

Οι τρεις, ο Σολωμός, ο Καβάφης και ο Παπαδιαμάντης, είναι η αγία τριάδα των οδηγητών και των πρωτοπόρων της πνευματικής μας ζωής.


Ύστερα από χίλιους χρόνους, αν υπάρχει ακόμη ο άνθρωπος στον πλανήτη, και οι έλληνες στον τόπο τους, εκείνοι που θα ζουν θα τους βλέπουν, όπως περίπου βλέπουμε σήμερα εμείς τον Πίνδαρο, τον Επίκουρο, και τον Ηρόδοτο.

Όλο ψηλά, στον αιθέρα, πάνω από τα πρόσωπα και μοίρες, διατάζω το δημοτικό τραγούδι.

Για τη νέα Ελλάδα το δημοτικό τραγούδι σημαίνει ότι σημαίνουν τα ομηρικά έπη για την αρχαία Ελλάδα.


Η φράση του Πλάτωνα, «η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου», ο στίχος του Ομήρου «πεθαίνουμε και χανόμαστε μια για πάντα σαν τα φύλλα των δέντρων», ή το φοβερό δίλεκτο του Αισχύλου «θα μάθεις σαν πάθεις», είναι δύσκολο να τα κατανοήσει κανείς. Και παρά πέρα, είναι πολύ δυσκολότερο να τα υιοθετήσει κανείς, να τα καταλύσει σαν άρτο, και να τα κάνει τρόπο ζωής. Modus vivendi, που λένε.

Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Με μια ιστορία που ο ίδιος τη νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πως και δεν πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά στο μεγαλείο της.

Οι ξένοι όμως σαν συλλογιούνται την ελληνική ιστορία, την αρχαία εννοώ, γιατί για τη νέα δεν έχουν ακούσει, και βάλουν απέναντι της εμάς τους νεοέλληνες, φέρνουν στο μυαλό τους άλλες παραστάσεις. Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που περπατούν στο Καρνάκ και στη Γκίζα. Τι σχέση ημπορεί να 'χουν, συλλογιούνται, ετούτοι οι φελλάχοι του Μισιριού σήμερα με τους αρχαίους Φαραώ, και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους;

Την ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι, στους σημερινούς έλ­ληνες με τους αρχαίους. Οι θεωρίες των διάφορων Φαλμεράυερ έχουν περάσει στους Φράγκους. Εμείς θέλουμε να πι­στεύουμε ότι τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τούς γλωσσολόγους, και τους λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβου­με το κεφάλι με το λιανό μας δάχτυλο.

Και βέβαια. Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο μέ­γας γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις έλεγε αυτά που έλεγε, -ορθά- κι από την άλλη έβριζε το Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του σκύβαλα και μαλλιαρά μαλλιά;

Σχέση με τους αρχαίους έλληνες έχουμε εμείς, λένε οι γάλλοι, οι εγγλέζοι και οι γερμανοί. Εμείς, που τους ανα­καλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε.

Για τους ευρωπαίους οι νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι', τουρκολογιά και αράπηδες. Είμαστε οι ορτοντόξ. Με το ρούσικο τυπικό στη γραφή, με τους κουμπέδες και τους τρούλλους πάνω από τα σπίτια των χωριών μας, με ακτινογραφίες σωμάτων και σκουληκόμορφες φιγούρες αγίων στους τοί­χους των εκκλησιών.

Οι ευρωπαίοι βλέπουνε τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στη Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά τη διαταγή των παπάδων, και κοιτά­νε ανακατωμένοι και ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους.

Τέτοιοι οι δουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς. «Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί (sic) εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης.

θέλεις να χεις πιστή την εικόνα του νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι του Μακαρίου της Κύπρου. Και τα γένεια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράχτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του φερετζέ της τούρκισσας. και έχεις το νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο.

Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα, φέρε την εικόνα του αρχαίου έλληνα, για να μετρήσεις τη διαφορά.

Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φτέρνες.

Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι ελληνίδες του Αργούς και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε στα όρη μαζί με την Αταλάντη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου.

Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη στήλη, σ' ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι, και θεοί, και αγάλματα ένα.

Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε το φράγκο από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του θα 'χει να σου ειπεί: άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι. Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα.

Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους:

- Ακούς αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια μάρμαρα. Ποιοι μωρέ; Οι χριστιανοχομενηδες.


Να μας πούνε δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα:Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντινός, Διογένης ο Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρας ο Ρηγίνος, Πυθέας που στον καιρό μας σημαίνουν αντίστοιχα Αϊνστάιν, Δαρβίνος, Μπετόβεν, Έγελος, Μιχαήλ Άγγελος, Μαξ Πλάνκ, Ροντέν, Κολόμβος.

Να μας μιλήσουν για κάποιους όρους σειράς και βάσης, όπως σφαίρος στον Εμπεδοκλή, κενό στο Δημόκριτο, εκπύρωση στον Ηράκλειτο, μηδέν στον Παρμενίδη, κατηγορία στον Αριστοτέλη, τόνος στους Στωικούς.


Να μας ειπούν οι κάθε λογής έλληνες επιστήμονες τι λέει η λέξη ψυχρά φλογί στον Πίνδαρο, μεταβάλλον αναπαύεται στον Ηράκλειτο, δακρυόεν γελάσασα στον Όμηρο, χαλεπώς μετεχείρισαν στο Θουκυδίδη


Από το ελληνικό ερχόμαστε στο Εβραίικο. Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωυσής, Αβραάμ, Ησαας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δαναήλ στο λάκκο, η Σάρρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα άλλα και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα όνόματα

Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην τους ξέρει αυτούς τους Εβραίους; δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνιθοκλόπος στις Σποράδες , ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη.

Οι εβραίοι εκαλλιέργησαν τη γη της πίστης. Οι έλληνες εκαλλιέργησαν τη γη της γνώσης. Οι εβραίοι ήσαν δήμιοι, οι έλληνες ήταν οι δικαστές. Οι εβραίοι ήσαν αδίσταχτοι, οι έλληνες ήσαν ευγενικοί.


Για αυτό και νίκησαν οι εβραίοι τους έλληνες.


Εχρησιμοποίησαν σαν όπλο τους βέβαια το χριστιανισμό, ένα νόθο και μυσαρό παρασάρκωμα του σώματος τους, από τους ίδιους απόβλητο, και αφάνισαν την ωραία Ελλάδα. Ότι δεν εκατάφερε η ανδρεία, το κατάφερε ο δόλος. Η κλασική περίπτωση του έλληνα Διγενή.


Ζηλεύγει ο Χάρος, με χωσιά μακρά τονε βιγλίζει, και λάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του επήρε.Αλλά πέστε να πάψουν επάνω οι φωνές των γυναικών.

Και σταματήστε τα δάκρυα για τον Ορέστη. Γιατί κάπου βαθιά στον καθένα μας υπάρχουν κρυμμένοι οι έλληνες. Και περιμένουν.

Ποιος τολμάει να ειπεί πιστεύω στο θεό;


Ποιος τολμάει να ειπεί δεν πιστεύω στο θεό;


Έτσι αποκρίθηκε ο Φάουστ στη ερώτηση της Μαργαρίτας.


Η θέση αυτή ανθρώπινα συνιστά τη μόνη δυνατή απόκριση που μπορεί να δοθεί στο ερώτημα. Είναι η απόκριση, σύμφωνα με τη Λογική επιστήμη, που καταργώντας την αρχή της αντίφασης δέχεται το τρίτο, καθώς αλληλλοαναιρεί το πρώτο και το δεύτερο. Όπως έδειξε και στη Φυσική εντελώς πρόσφατα η αρχή της Απροσδιοριστίας. Στο tertium non datur ο Φάουστ θα απαντήσει:tertium datur, τρίτον χωρεί. Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα, που είπε ο Ελύτης προτού γεράσει. Και τα χάσει.


Εάν είμαι άνθρωπος, κατά την έννοια ότι έχω συνείδηση των ορίων μου και επίγνωση του πόσο βαθύ είναι το πρόβλημα του όντος, δεν είναι δυνατό να δώσω άλλη απόκριση στην ερώτηση της Μαργαρίτας.


Όταν στην ερώτηση αποκριθώ, ναι! Πιστεύω στο θεό, γίνομαι αυτοστιγμεί μωρός. Γιατί δέχομαι στενόκαρδα και στενόμυαλα, κάτι που δεν το ξέρω, σαν αληθινό. Καταντώ δογματικός. Και η επιστήμη θα με πετάξει αυτόματα έξω από τα όρια της με την παρατήρηση:διότι λες ανοησίες.


Όταν στην ερώτηση αποκριθώ, όχι! Δεν πιστεύω στο θεό, γίνομαι αυτοστιγμεί μωρός. Γιατί δέχομαι στενόκαρδα και στενόμυαλα, κάτι που δεν το ξέρω, σαν αληθινό. Καταντώ δογματικός. Και η επιστήμη θα με πετάξει αυτόματα έξω από τα όριά της με την παρατήρηση:διότι λες ανοησίες.

Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο.


Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου.


Το κρίνω απλό και αυτονόητο, πως εκείνος ο θεός, στην αναζήτηση του οποίου μας προάγει η Ερώτηση της Μαργαρίτας, δεν έχει καμία σχέση με τους θεούς φαντάσματα, που κατά καιρούς έπλασαν οι ποικίλες ιστορικές θρησκείες. Οι πολυώνυμοι, δηλαδή, όπως ο Δίας στους έλληνες και ο διάβολος στους ινδούς, εκείνοι Μωυσής, και Μωάμεθ, και Βούδας και Κομφούκιος, και Μαρδούκ και Κυβέλη και Μίθρας, και Βάαλ και Αστάρτη και Λούθηρος. Οι βραχμάνες, οι ραβίνοι, οι μουφτήδες, οι μουλάδες, ο πατριάρχης κι ο πάπας. Ο Πετράκης κι ο Παυλάρας, μ΄ένα λόγο. Εκείνοι οι γυρολόγοι με τη λατέρνα.


Το άρωμα του ζητούμενου θεού, που αναδίνεται από το λουλούδι της Μαργαρίτας, απευθύνεται στο δίκαιο άνθρωπο. Στο φρόνιμο, δηλαδή, το λογικό και τον πάσχοντα.

Έλληνας θα πει δύο και δύο τέσσερα στη γη. Όχι δύο και δύο είκοσι δύο στον ουρανό.


Έλληνας θα πει να τελείς στους νεκρούς τις χοές της Ηλέκτρας. Όχι κεριά στους νεκρόλακκους και δηνάρια στο σακούλι του τουρκόπαπα.


Έλληνας θα πει να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το γνώθι σαυτόν. Όχι να κάνεις εξομολόγηση στους αγράμματους πνευματικούς και στους μαύρους ψυχοσώστες.


Έλληνας θα πει να σταθείς μπροστά στη στήλη του Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο: στάθι και οίκτιρον


Σταμάτα και δάκρυσε, γιατί δεν ζω πια. Και όχι να σκαλίζεις πάνω σε σταυρούς κορακίστικα λόγια και νοήματα:προσδοκώ ανάσταση νεκρών.


Έλληνας θα πει το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να κουβεντιάζεις φρόνιμα. Και το δείλι να δακρύζεις περήφανα. Και όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημέρι να γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος στην ενορία σου. Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κόχη του φόβου σου, και να ολολύζεις σαν βερέμης.


Ακόμη και ο Ελύτης, καθώς εγέρασε το ρίξε στους αγγέλους και στα σουδάρια. Τι απογοήτεψη


Έλληνας θα πει όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη κα τη θάλασσα. Και σαν πεθαίνεις, να μαζεύονται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί και να σε τραγουδάνε

Ο Σοφοκλής με τον Οιδίποδα στον Κολωνό τραγούδησε το πήδημα του Εμπεδοκλή στην Αίτνα, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνους.


Το σημείο που τους φέρνει σιμά είναι η σύμφωνη γνώμη τους για την στιγμή του θανάτου. Την ώρα που θα ζήσει ο άνθρωπος την απόλυτα προσωπική βίωση του θανάτου του, μας λένε, θα είναι απόλυτα μόνος, και θα αφανίσει το σώμα του σε άφαντο τόπο.


Το σώμα του νεκρού δε θα το δει ανθρώπου μάτι* (Ο γνήσια στοχαζόμενος αποστρέφεται όχι μόνο την τελετή της ταφής του, αλλά και την ιδέα του νεκρού του σώματος. Αφ΄ης θα νοήσει, τον συνοδεύει η έγνοια του πως θα γίνει ο τρόπος, όταν πεθάνει να εξαφανιστεί το γρηγορότερο το άψυχο κουφάρι του. Διότι είναι ο προάγγελος της επερχόμενης σήψης και της ανυπόφερτης δυσωδίας, που ετοιμάζει τη μεγάλη γιορτή στους σκουλήκους). Γιατί ο θάνατος δεν είναι τσερεμόνια, και χυδαία περιέργεια, και ανακουφιστική χαιρεκακία. Ο θάνατος είναι κεραυνός που σκάζει από τον ουρανό στη γη, και την καταπληρεί με έκταση και τρόμο.


Εκείνη η παράδοξη αντίληψη που είχαν οι έλληνες, πως ο νεκρός πρέπει να καίγεται ή να ταφιάζεται χωρίς χρονοτριβή, λαβαίνει νόημα μόνον όταν αντικρισθεί σαν αλληγορία.
Η εξήγηση που έδιναν φαινομενικά, με την έννοια της ποιητικής αδείας δηλαδή, ήταν πως η ψυχή του άθαφτου βασανίζεται, γιατί βρίσκεται έξω από τον οικείο της τόπο. Πράγμα κατανοητό. Γιατί ή είσαι ζωντανός και περπατάς στο φως του ήλιου, ή είσαι θαμμένος και ακινητείς στο σκοτάδι του τάφου.


Ο άθαφτος νεκρός όμως , όντας ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, κρέμεται σε σημείο μεταίχμιο. Βρίσκεται στη διαχωριστική γραμμή του δυνατού αδύνατου. Σ΄ ένα τόπο άτοπο, σ΄ ένα αξεπέραστο πέρασμα στο επίπονο πουθενά. Επομένως, για να ξεφύγει την αγωνία του άτοπου και της ουτοπίας, είναι χρεία να θαφτεί το γρηγορότερο. Ο νεκρός που μένει άθαφτος στο φως είναι το ανάποδο του ζωντανού που τον έχουν θαμμένο στο φέρετρο
Η ιδέα μου είναι πως εκείνο που ήθελαν να σημάνουν οι έλληνες με την πίστη τους στο περιεχόμενο τούτο της ταφής του άταφου είναι η έγνοια τους για τους ζωντανούς, και όχι για τους πεθαμένους. Οι έλληνες δεν ήταν αφελείς. Ούτε πρωτόγονοι και σπηλαιολόγοι. Οι έλληνες ήταν άφταστοι καλλιτέχνες γιατί ήσαν φτασμένοι ρεαλιστές.


Δεν είναι ο άταφος νεκρός, δηλαδή που τους πονεί και τους σφάζει. Αλλά ο ετοιμοθάνατος. Ο ανήμπορος ζωντανός που μπαίνει στην τελική ευθεία του θανάτου του.


Θα πεθάνω, Θάνατε, όχι όταν θελήσεις εσύ, αλλά όταν εγώ θα θελήσω. Σε τούτη την έσχατη ολική πράξη , δεν θα γίνει το δικό σου, αλλά το δικό μου. Παλεύω τη θέλησή σου. Παλεύω τη δύναμή σου. Σε καταπαλεύω ολόκληρον. Μπαίνω μέσα στη γη, όταν εγώ αποφασίσω, όχι όταν αποφασίσεις εσύ. Και σένα σε αφήνω ρέστο και ταπί. Με βλέπεις κατεβασμένο στον Άδη αφεαυτού μου και αυτοθέλητα. Και ανατριχιάζεις εσύ και το βασίλειό σου. Ο τάφος, η ταφόπλακα, το σκοτάδι, το ποτέ πια και όλα σου τα υπάρχοντα μπροστά στην πράξη μου και στην επιλογή μου μένουν εμβρόντητα και χάσκουν.



Λιαντίνης - Γκέμμα (13/5/1998)


Κ'ωστας Γεωργουσόπουλος ο σημαντικότερος κριτικός θερατρου και στιχουργός με το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης

  Εργάστηκε στη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση για 35 χρόνια, από το 1964 ως το 1999. Το 1978 ανέλαβε, κατόπιν ανάθεσης του υπουργείου ...