
Να
για παράδειγμα, ο πάστωρ Μάντερς. Ένας
ωραίος εξηντάρης. Ο άνθρωπος, ο
ικανοποιημένος απόλυτα απ’ τον εαυτό
του που ακούει την ηχηρή φωνή του ν’
αντιλαλεί στους θόλους των εκκλησιών.
Έχει άπειρους θαυμαστές και θαυμάστριες.
Είναι σύμβουλος σε συλλόγους, μετέχει
σε πλήθος επιτροπές. Ένα είδος μικρού
ήρωα της κοινωνίας κι ο κατεξοχήν
εκπρόσωπος της επίσημης, της φαινομενικής
ηθικής της. Χωρίς να του απαιτήσει το
δόγμα του, έχει κάνει τον όρκο της
αγνείας, μολονότι το μάτι του πέφτει
βαρύ πάνω στα θηλυκά. Κι οι γυναίκες δεν
ξεγελιούνται ποτέ ως προς τη σημασία
του βλέμματος αυτού. Κάνουν λάθος όμως,
όταν φαντάζονται πως μπορεί κάτι
να βγει απ’
όλ’ αυτά. Γιατί η εξωτερική εκείνη
αγνότητα, κρύβει μέσα της μοναδική
ανανδρία. Ο δήθεν οδηγός αυτός της
κοινωνίας είναι, κατά βάθος, το οικτρότερο
ενεργούμενό
της.
Υπάρχει στην πρώτη είσοδο του Μάντερς,
μια σκηνή με τη Ρεγγίνα που είναι, σε
μικρό, η ίδια η εικόνα της παλιάς ιστορίας
του πάστορα με την κυρία Άλβιγκ. Η νεαρή
κι αφράτη Ρεγγίνα νοιώθει το βλέμμα του
ιερωμένου να περπατάει πάνω σ’ ολόκληρο
το κορμί της.
Η
Ρεγγίνα Δε γελιέται. Παίρνει θάρρος.
Του εκμυστηρεύεται, πως θα ήθελε να
έβρισκε υπηρεσία σ’ ένα καλό σπίτι, σε
κανέναν κύριο αληθινά καθώς
πρέπει που
να μπορέσει να του αφοσιωθεί, να
τον κοιτάζει στα μάτια,
που να
την έχει σαν κόρη του.
Αλλ’ αυτό είναι το σύνθημα για να τραπεί
άτακτα ο πάστορας σε φυγή: Μου
κάνεις σε παρακαλώ, τη χάρη να φωνάξεις
την κυρία σου;… Οι
άνθρωποι του τύπου του Μάντερς τρέμουν
κάθε μοναξιά ακόμα και τη μοναξιά των
αισθημάτων τους. Αναζητούν την επευφημία
ή την έκδηλη επιδοκιμασία της κοινωνίας
σ’ όλα τα κινήματά τους. Έτσι, έσφαλε η
κυρία Άλβιγκ, όταν, ένα χρόνο μετά τον
γάμο της, ξεπόρτισε
απ’
το σπίτι του άντρα της και κατάφυγε στον
πνευματικό της. Δεν κατάλαβε πως λίγο
έλειψε να καταστρέψει την υπόληψη του
Μάντερς κι η υπόληψή του, η γνώμη δηλαδή
της κοινωνίας γι’ αυτόν, βάραινε στις
αποφάσεις και στις σκέψεις του πολύ
περισσότερο απ’ τα αισθήματά του. Τα
αισθήματα εκείνα τα ήξερε η κυρία Άλβιγκ.
Δεν ήξερε όμως ακόμα τη βαθιά ανανδρία
του οικογενειακού της φίλου. Ο άνθρωπος
αυτός, φτάνει τώρα στο Ρόζενβολτ για να
πλέξει τον πανηγυρικό του λοχαγού Άλβιγκ
εξ αφορμής των εγκαινίων του παιδικού
ασύλου που ιδρύεται στη μνήμη του. Είναι
ευτυχισμένος με τον φόρτο των προλήψεων
που κουβαλάει πάντα στη ράχη του. Είχε
εναντιωθεί άλλοτε στην ιδέα του Όσβαλτ
να γίνει ζωγράφος. Γιατί; Μήπως το ξέρει
καλά-καλά κι ο ίδιος;
Η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής στους Βρικόλακες (κυρία Άλβιγκ – πάστωρ Μάντερς)
Οι
καλλιτέχνες στα μάτια των νοικοκύρηδων,
είναι μποέμ κι ο μοναδικός γόνος μιας
πλούσιας κι αριστοκρατικής οικογένειας
δεν επιτρέπεται να γίνει μποέμ. Η ιδέα
του καλλιτεχνικού μποεμισμού ενισχύεται
για τον Μάντερς όταν μαθαίνει πως οι
ζωγράφοι στο Παρίσι ζουν με τις μητέρες
των παιδιών τους,
δηλαδή με τις πρόστυχες
τις αστεφάνωτες.
Κι αυτή είναι η αφορμή για ν’ αρχίσει
την κατήχησή του στην κυρία Άλβιγκ. Έχει
λόγου
εύροιαν.
Η ρητορική του κυλάει θαυμάσια, σα βαθύς
ποταμός. Παίρνει από συνήθεια τις στάσεις
του ιεροκήρυκα κι ώρα πολλή δεν ακούει
παρά μόνο τον εαυτό του. Κήνσωρ των
άλλων, με μόνη βάση τα κοινωνικά
προσχήματα, την επίσημη κοινωνική ηθική
που τη δέχτηκε από ανανδρία και που την
πιστεύει από μικροψυχιά, αναλαβαίνει
να κατακεραυνοβολήσει αφ’ υψηλού την
κυρία Άλβιγκ, όχι μόνο σα σύζυγο, αλλά
και σα μητέρα. Τα επιχειρήματά του είναι
παρμένα μόνο απ’ τα φαινόμενα. Άλλωστε
τα φαινόμενα πίστεψε πάντα, την εξωτερική,
την επιφανειακή όψη της ζωής. Ο λοχαγός
Άλβιγκ ήταν για όλον τον κόσμο ένας
θαυμάσιος άνθρωπος. Η επιπόλαιη ζωή του
γλεντζέ ανθυπολοχαγού που έκανε στα
νιάτα του, άλλαξε ριζικά, όταν η
ξεπορτισμένη
γυναίκα
του ξαναγύρισε σπίτι του. Ο Άλβιγκ έγινε
υπασπιστής στο παλάτι, επίσημη αναγνώριση
της αξίας του κι έζησε με τη γυναίκα του
τιμημένα, αφήνοντας πρώτης τάξεως όνομα
στον γιο του. Πώς λοιπόν να μη ναρκισσεύεται
ο πάστωρ Μάντερς, πώς να μην έχει για
μεγάλο κατόρθωμα την παραίνεση που
έδωσε στην κυρία Άλβιγκ, να γυρίσει στο
σπίτι του άντρα της; Όλα τα φαινόμενα
τον δικαιώνουν…

Κι ο Έγκστραντ παίζει στο τέλος μαζί
του σαν τη γάτα με το ποντίκι, αναγκάζοντας
τον πάστορα να γίνει ο επίσημος
υποστηριχτής του οίκου ανοχής που
πρόκειται να ιδρύσει για τους θαλασσινούς.
Ο καγχασμός του Ίψεν είναι τρομερός.
Ραγίζει τα ίδια τα θεμέλια της σημερινής
ταρτούφικης κοινωνίας. Γιατί ο Μάντερς
δεν είναι ένας, είναι εκατομμύρια.

Όμως
το πιο τραγικό πρόσωπο των Βρυκολάκων
είναι
η κυρία Άλβιγκ, γι’ αυτό και το έργο
αυτό ονομάστηκε τραγωδία
της μάνας.
Η κυρία Άλβιγκ έχει απόλυτη πεποίθηση
στην κρίση της και στη δικαιοσύνη της.
Τον άντρα της τον καταδίκασε ανέκκλητα.
Ο παραλυμένος αυτός αξιωματικός που
μόνο με χασομέρηδες και με μπεκρήδες
ήξερε να κάνει παρέα, που πέρναγε άνεργος
ώρες ολόκληρες ξεφυλλίζοντας μια παλιά
επετηρίδα στρατιωτική και που δεν
ντρεπόταν να ερωτοτροπεί και με τις
υπηρέτριες ακόμα του σπιτιού του, ο
τιποτένιος και χαμένος αυτός άνθρωπος,
τόσο κατώτερος σε διανόηση και σε θέληση
απ’ τη γυναίκα του, ήταν για την κυρία
Άλβιγκ σύζυγος ανάξιος. Άρπαξε λοιπόν
αυτή τα γκέμια στα χέρια της, εξόρισε
τον γιο της στα ξένα, για να μη βλέπει
την κατάντια του πατέρα του και πάσχισε
να κρύψει απ’ τον κόσμο εντελώς την
πραγματική κατάσταση του σπιτικού της.
Το κατάφερε. Η καλή διοίκηση των κτημάτων
από μέρους της αύξησε την αρχική
περιουσία, ο Άλβιγκ,
κλειδωμένος μέσα στο σπίτι, αποκτούσε
μεγάλην εκτίμηση στ’ ανίδεα μάτια του
κόσμου, του δόθηκε μάλιστα κι ο τιμητικός
τίτλος βασιλικού υπασπιστή. Με την
παρουσία που είχε ο Άλβιγκ, σα γαμπρός
περιζήτητος, όταν παντρεύτηκε, η γυναίκα
του τώρα, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό
του, χτίζει ένα παιδικό άσυλο εις
μνήμην του που
θ’ αλαφρώσει την κοινότητα απ’ τα βάρη
της κοινωνικής πρόνοιας. Τ’ άσυλο αυτό
στερεώνει ακόμα περισσότερο τη λαμπρή
φήμη του Άλβιγκ και τον ανυψώνει πιο
πολύ στη συνείδηση του γιου της. Αλλά η
κυρία Άλβιγκ, ενεργώντας έτσι, πραγματοποιεί
μια σοβαρότερη πρόθεσή της: Δε θέλει να
κληρονομήσει ο γιος της ούτε πεντάρα
απ’ την περιουσία του πατέρα του, ό,τι
θα έχει θέλει
να το έχει απ’ αυτή και μόνο απ’ αυτήν.
Με τα εγκαίνια τ’ ασύλου τελειώνει η
ανυπόφορη, η ατέλειωτη αυτή κωμωδία που
έπαιξε η ίδια γύρω απ’ το πρόσωπο του
άντρα της.
Αλλά
τη στιγμή εκείνη αρχίζει η τραγωδία
της. Ο πεθαμένος βρικολακιάζει. Απ’ την
τραπεζαρία ακούγεται η φωνή της Ρεγγίνα:
Όσβαλτ
! Μα τρελάθηκες; Άσε με ήσυχη ! Τα
ίδια περίπου λόγια που είπε η μητέρα
της, πριν από είκοσι χρόνια, στον λοχαγό
Άλβιγκ. Το
ζευγάρι της σέρας βρικολάκιασε ! Ποτέ
μάνα Δε βρέθηκε σε πιο περίπλοκη θέση.
Αν ομολογήσει στον Όσβαλτ την αλήθεια,
θα σπάσει μέσα στην ψυχή του γιου της
ένα ιδανικό: τον πατέρα του. Αν δεν του
πει τίποτα, θα γίνει συνένοχη μιας
απαίσιας αιμομιξίας. Το φιλελεύθερο
πνεύμα της μάχεται να λυτρωθεί από κάθε
πρόληψη: Θεωρεί τον εαυτό της άνανδρο
που δεν μπορεί να πει του Όσβαλτ: ο
πατέρας σου ήταν ένας χαμένος,
ή παντρέψου
την.
Όλες οι ιδέες για οικογένεια, για νομικά
και θρησκευτικά κωλύματα
γάμου,
αναδεύουν μέσα της σ’ αδιάκοπο κοχλασμό.
Πάνω σ’ αυτά όλα, έρχεται κι η ομολογία
του γιου της για την αρρώστια του. Και
της λεει ο Όσβαλτ: Να
ήταν τουλάχιστο κάτι κληρονομικό, κάτι
που δεν μπορώ ν το ξεφύγω… Κι
η κυρία Άλβιγκ πνίγεται. Δεν μπορεί να
μιλήσει. Απ’ αυτήν τη φοβερή κατάσταση,
τη βγάζει τέλος τ’ αδιάκοπα ξύπνιο κι
ελεύθερο μυαλό της, το λυτρωμένο από
κάθε πρόληψη, καθώς κι η μοναδική της
μητρική στοργή. Ο γιος της εξηγεί, πως
φοβάται να μείνει στον τόπο του, φοβάται
μήπως ό,τι καλό έχει μέσα του εξελιχθεί εκεί πέρα, στην πατρίδα του, σε κακό.
Και προσθέτει: Και
την ίδια ζωή που κάνουν όξω, την ελεύθερη,
χαρούμενη ζωή, να κάνεις εδώ πέρα, πάλι
Δε θα είναι ή ίδια ζωή.
Τώρα ξεδιαλύνουν όλα για την κυρία
Άλβιγκ. Νοιώθει τώρα τον ειρμό, νοιώθει
τη βαθύτερη σχέση του χαρακτήρα τ’
άντρα της με τον χαρακτήρα του γιου της.
Και μπορεί τώρα να μιλήσει. Το μπορεί,
επειδή είναι πια σε θέση να τ’ αποκαλύψει
όλα χωρίς
να γκρεμίσει κανένα ιδανικό,
κατηγορώντας μόνο τον εαυτό της. Όλη η
ζωή της φέγγει τώρα μέσα σ’ άλλο φως.
Μπορεί να δικαιώσει τον άντρα της;
Και
τ’ αποκαλύπτει όλα. Βλέποντας την ίδια
της τη ζωή πνιγμένη μέσα στη ρουτίνα,
ανεβάζοντας, από μητρική στοργή, σε
ηθικό επίπεδο εκείνον που τον πίστευε
ως τώρα παραλυμένον, ελπίζει, πως θα
χαρίσει στο γιο της την ησυχία που
νιώθει, πως θα του βγάλει την έγνοια ότι
η αρρώστια του προέρχεται από ατομικά
του Όσβαλτ παραστρατήματα. Ο
πατέρας σου ήταν ξεγραμμένος άνθρωπος,
πριν ακόμα γεννηθείς εσύ… Κι η Ρεγγίνα
είχε τα ίδια δικαιώματα μέσα σε τούτο
το σπίτι… όπως και το δικό μου το παιδί.
Αλλά η αποκάλυψη Δε σώζει τα πράγματα.
Είναι πια αργά. Οι αλλεπάλληλες συγκινήσεις
χειροτερεύουν την κατάσταση του Όσβαλτ.
Και το μοιραίο επέρχεται. Ανώφελη η
τελευταία θυσία της μάνας για τον γιο
της, η κατηγορία του ίδιου του εαυτού
της μπροστά του. Ο Όσβαλτ κληρονόμησε
εσωτερικά τον πατέρα του. Το μυαλό του
δεν αντέχει πια. Η αρρώστια που κληρονόμησε
και που φωλιάζει μέσα στο κρανίο του,
ξεσπάει για τελευταία φορά. Κι η μάνα
του ίδια η εικόνα του πόνου και του
σπαραγμού, σωριάζεται δίπλα στο
ξαναμωραμένο παιδί της, ανίκανη να του
δώσει με τα χέρια της τον θάνατο…
Σπάνιο ἀρχειακὸ ὑλικὸ τῆς ΕΤ σὲ σκηνοθεσία Γιώργου Μούλιου
Ἡ παράσταση, ποὺ προλογίζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ σκηνοθέτη, δόθηκε τὸ 1979 ὡς συμμετοχὴ τῆς ΕΤ2 στὸν ἑορτασμὸ γιὰ τὰ 150 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν
Πρωταγωνιστοῦν: Βούλα Ζουμπουλάκη, κυρία Ἄλβιγκ
Μάκης Ρευματάς, πάστωρ Μάντερς
Νικηφόρος Νανέρης, Ὄσβαλτ
Θόδωρος Μορίδης, Ἰάκωβος Ἔγκστραντ
Ἄννυ Πασπάτη, Ρεγγίνα