Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Μανώλης Αναγνωστάκης Φοβάμαι






Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια

έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι

και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–

βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας

«Δώστε τη χούντα στο λαό».


Φοβάμαι τους ανθρώπους

που με καταλερωμένη τη φωλιά

πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.


Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου 'κλειναν την πόρτα

μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια

και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο

να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.


Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες

και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ

και τώρα τα ξανασπάζουν

όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη

και έχουν και «απόψεις».


Φοβάμαι τους ανθρώπους

που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν

και τώρα σε λοιδορούν

γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.


Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.


Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.




Το ποίημα «Φοβάμαι» γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή.


Κυριακή 11 Απριλίου 2021

DEVS Η MINI ΣΕΙΡΑ ΠΟΥ ΕΙΔΕ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟ DARK ΚΑΙ ΤΟ BLACK MIRROR



Ο Garland εμφανίστηκε το 1996 με το μυθιστόρημα The Beach. Έπειτα, στις αρχές των 00s, ο Garland κι ο Boyle συνεργάστηκαν για να φτιάξουν το 28 Days Later και το Sunshine. Στη συνέχεια, ο Garland συνέχισε να γράφει σενάρια επιστημονικής φαντασία για ταινίες όπως το Never Let Me Go ή video games σαν το Enslaved, ενώ το 2014 έκανε το μεγάλο πέρασμα στην σκηνοθεσία με το Ex Machina.Με τα χίλια ζόρια κατάφερε να φτιάξει το Annihilation, αλλά δεν βρήκε τον δρόμο για τις αίθουσες. Τα τελευταία δύο χρόνια, δε, πάλευε να φτιάξει τη μίνι-σειρά Devs, η οποία τελικά προβλήθηκε στο Hulu.

Το Devs αφηγείτε την ιστορία μιας computer engineer που πιστεύει πως η σκοτεινή εταιρία development στην οποία δουλεύει ευθύνεται για την εξαφάνιση του γκόμενού της. Στο Devs έχουμε τη διερεύνηση της tech κουλτούρας, του Silicon Valley και μια λιγότερο κοινωνιολογική ή ανθρωπολογική και περισσότερο μια φιλοσοφική ματιά πάνω σε αυτήν την κουλτούρα.

Ουσιαστικά, παρουσιάζοντας τον υπερ-τεχνολογικό κόσμο του Devs ως μια hi-tech αίρεση, o Garland αναζητά τον μεσσιανισμό και τον ναρκισσισμό που μετατρέπουν την αυτονομημένη τεχνοεπιστήμη σε μια νέα θρησκεία. Την ίδια ώρα, μέσα από την βαρύγδουπη θεματική επεξεργασία της ελεύθερης βούλησης και του ντετερμινισμού, δίνει μεγάλο οντολογικό και μυθολογικό βάρος στην σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό και το τεχνολογικό.

Το Devs μεταχειρίζεται την τεχνολογία ως τον κατεξοχήν κοινωνικό μύθο, μπαλαντζάροντας ανάμεσα στην προσδοκία της λύτρωσης ή της καταδίκης και ταυτόχρονα αφηγείτε την εκδοχής ενός ερωτικού δράματος σε υπερ-τεχνολογικές συνθήκες.

Μέσα από τον χαρακτήρα του Forest, ο Garland καυτηριάζει τους CEO των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας της Silicon Valley που πλέον παριστάνουν τους Μεσσίες (βλέπε Bill Gates), τυφλωμένοι από τον αμύθητο πλούτο και την δύναμη που κατέχουν πάνω μας. Μια απεριόριστη δύναμη που επιφυλάσσει για εμάς αρκετό τεχνοτρόμο και ένα μάλλον δυστοπικό μέλλον, με "ανακαλύψεις" που θα διαλύσουν κάθε έννοια προσωπικών δεδομένων και ελευθερίας. Ο τεχνοτρόμος και η αλλοτρίωση του ανθρώπου, είναι άλλωστε το βασικό θέμα όλων των ιστοριών του Alex Garland.

Παρά τον βαρύγδουπο φιλοσοφικό λόγο του (ενίοτε αμπελοφιλοσοφικό κιόλας), ο μυστικισμός του Devs έχει δραματικά και αισθητικά μερικά στοιχεία ενός «σκοτεινού, ρεαλιστικού, σοβαρού» ύφους.

Φυσικά, για να πετύχει αυτή η ισορροπία η λέξη κλειδί είναι το ύφος, η ατμόσφαιρα, η αύρα. Κι ο Garland είναι μετρ σε αυτό. Το Devs είναι σκοτεινό, θεοσκότεινο, αλλά μερικές φορές αχνοφαίνεται μια ειρωνεία και μια αυτοσυνείδηση της εξωφρενικότητας της πλοκής του. Μοιάζει ψυχρό και αποστασιοποιημένο, αλλά δεν αποπνέει κυνισμό. Ίσα ίσα, μερικές φορές γίνεται υπερβολικά μελοδραματικό.

Ο φιλοσοφικός του προβληματισμός είναι υπερ-απλουστευτικός και υπερ-πολύπλοκος μαζί, σε έναν γοητευτικό και σκοτεινό, υπνωτικό, μεταμοντέρνο πολτό. Ερωτικά δράματα, θρήνος απώλειας, τεχνο-αποκρυφισμός, αμπελοφιλοσοφίες, κατασκοπικά μπερδέματα, τεχνολογική παράνοια.

Το Devs χαρακτηρίζεται από τον αργό ρυθμό, την υπνωτική ατμόσφαιρα, την οπτική φαντασία. Φυσικά, αυτό είναι κάτι που απαιτεί μεγάλη σκηνοθετική μαεστρία και μεγάλο συγγραφικό-συναισθηματικό πλούτο. Η ατμόσφαιρα δουλεύει στην εντέλεια. Είναι πραγματικά επιβλητική, ζοφερή, στενά δεμένη με το θέμα και το δράμα της σειράς – αντί να προσπαθεί να φορεθεί καπέλο πάνω τους με το στανιό για να σε πείσει ότι βλέπεις κάτι Υπερβολικά Σοβαρό.

Εδώ, αισθάνεσαι πραγματικά ανοίκεια, άβολα, αμήχανα. Κι αυτή η παραλυτική, υπνωτική δυσφορία εντείνεται και πάλι με background το πανέμορφο San Francisco, την γνωστή minimal, φουτουριστική αισθητική, την ονειρική χρυσαφένια κινηματογράφηση του Rob Hardy ("Ex Machina", "Annihilation") και το απόκοσμο soundtrack που δημιούργησαν οι Ben Salisbury, Geoff Barrow, και η εταιρεία The Insects, το "Devs" αποτελεί μια special τηλεοπτική σειρά, που οι θαυμαστές του sci-fi είδους θα απολαύσουν, ενώ για κάποιους άλλους, η μελαγχολική ατμόσφαιρα και ο σκοτεινός τόνος μπορεί να τους αποθαρρύνει. Για να μην αναφέρουμε κάτι ξαφνικά περάσματα Steve Reich που μας έκοψαν τα γόνατα.

Μου φάνηκε πως η ερωτική ιστορία και ο φιλοσοφικο-τεχνολογικός προβληματισμός επιχείρησαν να συνδεθούν με έναν εμμενή, βαθύ τρόπο αλλά τελικά δεν βγήκε και τόσο πετυχημένη αυτή η σύνδεση. Δεν με ενοχλεί. Το απόλαυσα πολύ, ήταν οκτώ αναζωογονητικές τηλεοπτικές ώρες, γιατί ήταν αυτό ακριβώς που ψάχνω από την σύγχρονη τηλεόραση – αν όχι σε επίπεδο αποτελέσματος τότε σίγουρα σε επίπεδο φιλοδοξίας. 

 


Το cast που αποδίδει καλά αλλά χωρίς κάτι το ξεχωριστό στους κάπως ανέκφραστους και ψυχρούς χαρακτήρες, αποτελούν οι Sonoya Mizuno ("Ex Machina", "Annihilation"), Nick Offerman ("Fargo", "Parks and Recreation"), Jin Ha ("Jesus Christ Superstar Live"), Zach Grenier ("The Good Wife", "Deadwood"), Stephen McKinley Henderson ("Ladybird", "Fences"), Cailee Spaeny ("Pacific Rim: Uprising") και Alison Pill ("Snowpiercer", "The Newsroom").

 

 Trailer



Philip Larkin, Aubade Από την μίνι σειρά "DEVS"


 

Δουλεύω όλη μέρα και τα κουτσοπίνω το βραδάκι
Ξυπνώ τις τέσσερις στο άηχο σκοτάδι και χαζεύω.
Κάποια στιγμή ο ήλιος θα φανεί στις άκρες τις κουρτίνας.


Μέχρι τότε θωρώ αυτό που ανέκαθεν υπήρχε
Τον θάνατο ακάματο, τώρα μια μέρα ολόκληρη πιο κοντά
Καθιστώντας κάθε άλλη σκέψη αδύνατη
Εκτός από το πού, πότε και πώς εγώ ο ίδιος θα πεθάνω.


Μάταιο ερώτημα. Ωστόσο ο τρόμος
Του να πεθαίνεις και του να είσαι νεκρός
Επιστρέφει για να με ακινητοποιήσει και να με τρομοκρατήσει.


Ο νους αδειάζει στο λογισμό του. Όχι από τύψεις
–Το καλό που δεν έγινε, η αγάπη που δεν δόθηκε, ο χρόνος
που άχρηστα σπαταλήθηκε– ούτε από μιζέρια, καθώς
μία και μόνη ζωή μπορεί να χρειαστεί πολύ καιρό
για να διορθώσει το κακό της ξεκίνημα,
(πράγμα που ίσως ποτέ της να μην καταφέρει)
Αλλά από τη βέβαιη εξάλειψη που σύντομα μας περιμένει
Και στην οποία θα είμαστε αιώνια χαμένοι.


Να μη βρίσκεσαι ούτε εδώ, ούτε πουθενά·
Τίποτα πιο αληθινό, τίποτα πιο τρομερό.


Αυτό είναι ένα ιδιαίτερο είδος φόβου
Που κανένα τέχνασμα δεν μπορεί να σβήσει
Η θρησκεία προσπάθησε παλιότερα
Αυτός ο αχανής σκοροφαγωμένος θεσμός
Που δημιουργήθηκε για να μας πείσει
Ότι δε θα πεθάνουμε ποτέ
Και να μας καθησυχάσει με σοφίσματα:
Κανένα λογικό ον δεν μπορεί να φοβάται κάτι που δεν θα νοιώσει
Και δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι που φοβόμαστε – ούτε εικόνα, ούτε ήχος,
Αφή, γεύση ή όσφρηση, τίποτα να σκεφτούμε.


Τίποτα ν’ αγαπήσουμε ή με το οποίο να δεθούμε,
Το αναισθητικό από το οποίο κανένας δε συνέρχεται.

Έτσι, παραμένει στη γωνία της όρασής μας
Μία μικρή, δυσδιάκριτη μουτζούρα, μια βέβαιη παγωμάρα
Που ανακόπτει κάθε παρόρμηση σε αναποφασιστικότητα.


Τα περισσότερα δε θα συμβούν: το συγκεκριμένο όμως θα συμβεί,
Και η συνειδητοποίησή του ξανάβει τους φόβους μας
όποτε πιανόμαστε δίχως πιοτό ή ανθρώπους.
Ανώφελο το κουράγιο: Δε σημαίνει παρά να μην τρομάζεις τους άλλους. Το θάρρος
Δε γλίτωσε κανένα από τον τάφο.


Ο θάνατος είναι ο ίδιος και για δειλούς και για γενναίους.


Σιγά-σιγά δυναμώνει το φως και αρχίζει να διαφαίνεται το δωμάτιο
Απλό, σαν ντουλάπα. Αυτό που γνωρίζουμε
Και πάντα γνωρίζαμε, δηλαδή ότι δεν υπάρχει διαφυγή,
Δεν μπορούμε ακόμα να δεχτούμε. Από κάτι πρέπει να παραιτηθούμε.
Εντωμεταξύ, τα τηλέφωνα αναμένουν, έτοιμα να χτυπήσουν
Σε κλειδωμένα γραφεία και ολόκληρος ο αδιάφορος
Πολύπλοκος, δανεικός κόσμος, αρχίζει να ξυπνάει.


Ο ουρανός, άσπρος σαν πηλός, ανήλιαγος.
Δουλειά μάς περιμένει.


Οι ταχυδρόμοι, σαν τους γιατρούς, γυρνάνε από σπίτι σε σπίτι.


Philip Larkin, Aubade, μετάφραση: Σπύρος Δόικας


Από το βιβλίο του Στέφανου Ξενάκη «Το δώρο».

 

Να κοιμάσαι νωρίς. Η μέρα ξεκινάει από το βράδυ.

Πριν πας για ύπνο να έχεις οργανώσει την επόμενη μέρα. Με χαρτί και μολύβι. Μην την αφήνεις στην τύχη. Οι μέρες γίνονται μήνες και οι μήνες γίνονται χρόνια. Μια φορά ζεις. Τίμα την.

Να έχεις τετράδιο με στόχους. Να το τηρείς ευλαβικά. Να τους σκαλίζεις και να τους ξαναγράφεις. Αυτοί είναι ο μπούσουλας της ζωής σου.
Γενικά να γράφεις. Σου κάνει καλό. Αλαφραίνει την ψυχή σου.

Να ξυπνάς νωρίς. Πολύ νωρίς. Εάν το μυαλό σου θέλει να χουζουρέψει να μην το ακούς. Να μάθεις να μη διαπραγματεύεσαι με το μυαλό σου. Να περνάει το δικό σου.

Να κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να του χαμογελάς. Και να του μιλάς όμορφα. Φίλος σου είναι. Ο καλύτερος που έχεις.

Να κατεβαίνεις για περπάτημα ή για τρέξιμο όπου κι αν μένεις. Τουλάχιστον για 20λεπτά. Ζεσταίνει τις μηχανές σου.
Να ακούς κάτι την ώρα που περπατάς. Εμπνευσμένες ομιλίες. Εμπνευσμένους ανθρώπους.

Μ’ένα σμπάρο 2 τρυγόνια.
Να χαμογελάς σε αυτούς που συναντάς. Να τους λες καλημέρα. Κι ας μη σου λένε. Κάποιο λόγο θα’χουν.

Να κοιτάς την ομορφιά τριγύρω σου. Παντού υπάρχει.
Να φτιάχνεις ένα όμορφο πρωινό. Όχι μόνο για σένα.

Να μπαίνεις στο ντους και να το απολαμβάνεις. Να αφήνεις τις σκέψεις έξω.
Να ντύνεσαι όμορφα.

Να φροντίζεις τον εαυτό σου σαν να ήταν ο σημαντικότερος άνθρωπος στον κόσμο. Είσαι. Απλά δε στο’παν.

Να βρίσκεις 15 λεπτά για να διαβάζεις. Κάθε μέρα. Περιόρισε τα social. Μην ανοίξεις τηλεόραση. Είναι ψέμα ότι δεν υπάρχει χρόνος. Εσύ θα τον βρεις. Κανείς δεν στον χαρίζει.

Όπως και τη ζωή.
Να πηγαίνεις στη δουλειά σου με κέφι. Ακόμα κι αν δεν τη γουστάρεις. Αν χρειαστεί να βρεις άλλη. Όσο είσαι εκεί όμως να την τιμάς. Έτσι τιμάς τον εαυτό σου.

Να παραδίδεις 10Χ τον μισθό σου. Ακόμα κι αν είναι μικρός. Για σένα το κάνεις.
Να δουλεύεις ομαδικά. Και να ζεις συλλογικά. Δεν γίνεται αλλιώς.

Να τρως δεκατιανό. Να σε προσέχεις σαν τα μάτια σου. Μια μπανάνα, ή ένα μήλο. Μην παραμυθιάζεσαι. Εύκολο είναι.

Να κάνεις παρέα με τους καλύτερους. Αυτούς που έχουν κάτι παραπάνω από σένα. Αυτό που θέλεις. Μην τους φοβάσαι. Μην τους ζηλεύεις. Αυτοί θα σε πάνε παραπάνω. Γίνεσαι αυτός που κάνεις παρέα. Βάλε τον πήχυ ψηλά.

Να χαίρεσαι με τη χαρά του άλλου.

Να πίνεις μπόλικο νερό.

Και να αναπνέεις βαθιά. Να φουσκώνει η κοιλιά σου όταν το κάνεις. Κι ας μην είναι της μόδας.

Να βλέπεις λιγότερο τηλεόραση. Μια ώρα να κόψεις τη μέρα έχεις γλιτώσει 360 ώρες, δηλαδή 9 εργάσιμες εβδομάδες. Όταν οι άλλοι θα έχουν 12 μήνες εσύ θα έχεις 14.

Να μην πιστεύεις στην τύχη. Εσύ τη φτιάχνεις. Χώνεψέ το και θα αλλάξει όλη σου η ζωή.

Να τη ζεις τη ζωή. Όταν γελάς να γελάς. Όταν κλαις να κλαις, όταν πονάς να πονάς. Δεν είσαι από πορσελάνη. Δεν θα σπάσεις. Οι πορσελάνες είναι για τη βιτρίνα.

Να περνάς χρόνο με τον εαυτό σου. Μην το φοβάσαι. Δεν είναι μοναξιά. Είναι κακό να μην μπορείς να κάτσεις μόνος σου μαζί του και να πρέπει να’χει κάτι πάντα ανοιχτό. Σαν να’χεις μουσαφίρη και να τον παρατάς μόνο. Όλες οι λύσεις είναι μέσα σου. Στο μυαλό σου και στην καρδιά σου. Χαμήλωσε το θόρυβο. Κλείσε τη φασαρία και θα σου φανερωθούν. Ο Θεός είναι μέσα σου λένε. Αυτό εννοούν.

Να χρησιμοποιείς και το μυαλό σου και την καρδιά σου. Εσύ θα βρεις πότε το ένα και πότε το άλλο. Σαν τον καλό μάγειρα που ξέρει πότε να βάλει αλάτι και πότε πιπέρι.

Να σε βγάζεις βόλτα. Να σε πηγαίνεις σινεμά. Κι όπου αλλού γουστάρετε. Να νιώσεις ότι σε αγαπάς και σε τιμάς. Δεν το ξέρεις. Η ζωή σου είναι η σχέση σου με τον εαυτό σου.

Μη σκοτίζεσαι για τις γνώμες των άλλων. Να τις ακούς. Αλλά πρώτα να ακούς τη δική σου.
Να κλείνεις τα μάτια και να ονειρεύεσαι.

Να κάνεις πάντα μια καλή πράξη. Να βοηθάς τους τριγύρω σου. Ειδικά αυτούς που δεν ξέρεις. Η οικογένειά σου δεν σταματάει στα παιδιά σου. Όλοι είναι οικογένειά σου. Έτσι μόνο θα ευτυχήσεις. Δεν γίνεται αλλιώς.

Να κρατάς ημερολόγιο με τις ομορφιές της ζωής. Κάθε μέρα έχει τουλάχιστον 100. Να τις γράφεις όλες. Άμα δεν τις γράφεις φεύγουν. Θαύματα τα λέει ο Δάσκαλός μου. Το ότι περπατάς είναι ένα από αυτά. Γράψτο. Μην το προσπερνάς.

Μην κουτσομπολεύεις. Κοίτα τη δουλειά σου. Μόνο τον εαυτό σου ορίζεις.
Να την ψάχνεις. Να ρωτάς. Να διαβάζεις. Να μην πιστεύεις όλα όσα νομίζεις.

Να εξελίσεσαι κάθε μέρα. Μέχρι την τελευταία σου.
Να αγαπάς το διπλανό σου. Πρώτα όμως να αγαπάς τον εαυτό σου. Δεν έχεις άλλο. Μη γελιέσαι. Μόνος έρχεσαι και μόνος φεύγεις από τον κόσμο αυτό. Χωρίς τα παιδιά σου. Χωρίς το αμάξι σου. Χωρίς τα λεφτά σου.

Μόνο η αγάπη χωράει στις αποσκευές σου. Αυτή που πήρες και αυτή που έδωσες.
Μόνο αγάπη υπάρχει.


Γι’ αυτό είσαι εδώ.”

Κείμενο του καλλιτέχνη "the boy"

 


Το Αγόρι μεγαλώνει και έρχεται αντιμέτωπο με τους κρυμμένους σκελετούς στη ντουλάπα. Ξυπνάνε ερωτηματικά κοινωνικής και πολιτικής ουσίας. Οι νεκροί, κληρονομιά, ελπίδα και βάρος. Οι μεγάλοι, βολεμένοι μέσα σε ρόλους και μάσκες. Το «κουστουμάκι», ένας ρόλος από μόνο του, ο «κύριος», ο «καθωσπρέπει», ο «καταξιωμένος», ο «σιδερωμένος», μια ψεύτικη ενηλικίωση. Και όσο αυτός ο ρόλος χτίζεται, τόσο αυτός ο δίσκος αποδομεί κάθε τακτοποιημένο σύστημα αξιών και γδύνεται από εφέ και περιττά στοιχεία φτάνοντας σε ένα ατόφιο μεδούλι μέσα από ένα ανελέητο σφυροκόπημα λέξεων με πρωταγωνιστές το πιάνο, τα τύμπανα και την ερμηνεία του The Boy. «Ν’ ανοίξουν οι καρδιές να μπουν οι λέξεις/κι αν η μελωδία φαντάζει θλιβερή/μην τη φοβάσαι δειλέ!»


Ένα ανήσυχο βλέμμα αναζητά τη χαμένη ομορφιά μέσα στο βόθρο της μεγάλης πόλης. «Η ελπίδα μιας ελπίδας που είχα/ ταξιδεύει στο κενό/και το νήμα που ακολουθείς έχει κοπεί από καιρό/σε καιρό νιώθω κάτι αληθινό» Ένα γερασμένο διαμέρισμα το καταφύγιο μιας ελευθερίας που φοβάται τον εαυτό της. «Πέρα από την πόρτα μου υπάρχει ένα σκυλί/Δεν μπορώ να φύγω, δεν υπάρχει διαφυγή/Κι όσο κι αν φοβάμαι τη δαγκωματιά/πιο πολύ φοβάμαι την ελευθεριά.» Ένα αγρίμι αναζητά οξυγόνο μέσα στο τεχνητό κλάμα των δακρυγόνων. Ένα παιδί βουλιάζει μέσα στη σαπίλα, την απάθεια και το «ό,τι να ’ναι» της ελληνικής πραγματικότητας. «Να σταματήσει η γη/να μη γυρίζει μέχρι να ’ρθει κάτι/κάτι που θα έχει εξήγηση και κάτι που θα δικαιώσει/τον πόνο του ανθρώπου που ακόμα αρνείται να προδώσει»


Οι εφιάλτες ζωντανεύουν, βγάζουν νύχια και δαγκώνουν. Η αλήθεια μπαίνει σαν μαχαίρι στο κόκαλο. Δύσκολο να κλείσεις τ’ αυτιά σου, ή μήπως αυτό σ’ έχουν μάθει να κάνεις; «Η φωνή μας σάπισε/σκουλήκια έχουμε όλοι μέσα/ μπαγιάτικες καρδιές/κι όμως μας έχει μείνει λίγη μπέσα/ ακόμα, ναι!»


«Το Κουστουμάκι είναι μια παραληρηματική διαταραχή. Προσωπικά τραύματα μπλεγμένα με μετ-αποκαλυπτικές εικόνες τρόμου. Όνειρα και φαντασιώσεις. Παρελθόν και μέλλον. Πάντα απών το παρόν και η πραγματικότητα. Εικόνες και χαρακτήρες που κατοικούν στο μυαλό μου. Που γεννήθηκαν μέσα στην Αθήνα του 2010. Επιτέλους, ανατέλλουν τα έτη της επιστημονικής φαντασίας. Ένα αγρίμι μεθυσμένο τσιρίζει την ασχήμια του στα μπαρ. Φωνάζει για τα πρόσωπα που δεν έχουν πια σημάδια. Στο πεζοδρόμιο η Ελλάδα, βαμμένη ξανθιά με λιπ γκλός στα χείλη, έχει να πιάσει πελάτη μια βδομάδα. Να θυμάστε πάντα αυτό. «Είμαι αυτός που κολλάει από πίσω σας στο μετρό».


Οι Άσπρες Φορεσιές τελούν το μυστήριο της συναισθηματικής αποσύνθεσης. Κράτα τα μάτια σου κλειστά όταν κοιτάς τους αφανείς επισκέπτες από τον Χειρότερο Πλανήτη. Στο Δάσος των Νεκρών φτιάχνουν την τροφή για τα μωρά της Νέας Κοινωνίας. Μα εσύ πιάσε το τσεκούρι σου, δειλέ μου φίλε, και δείξε μας τον νέο τρόπο επικοινωνίας. Εμείς θα καταλάβουμε. Πια δεν μιλάμε με λέξεις άλλα με αίμα. Όσο και αν φοβάσαι όμως την δαγκωματιά, πιο πολύ φοβάσαι την ελευθεριά. Βάλε το Κουστουμάκι της ενηλικίωσης. Είσαι ο Λη Χάρβευ Όσβαλντ. Πριν την τελευταία βολή ψιθυρίζεις “Αιώνια θα είστε πρωτοστάτες της γενοκτονίας”.»


Η Παραδουλεύτρα μένει στην Αθήνα.


Είναι το μπισκοτάκι που ποτέ δεν τρώτε ολόκληρο.


Έχει μυωπία 8.25 στο αριστερό μάτι και 8 στο δεξί.


Στο σχολείο ήταν η χειρότερη μαθήτρια άλλα οι καθηγητές λέγαν ότι είχε χρυσή καρδιά.


Ήθελε να σπουδάσει μπασκετμπολίστρια άλλα την πρόλαβαν οι κρίσεις πανικού και την παγίδεψαν στα Πατήσια.


Αυτή τη στιγμή που μιλάμε θα ήταν πιο ευτυχισμένη αν ο υπολογιστής της μπορούσε να γαργαληθεί, αν τα πορτοκάλια της στιβόντουσαν από μόνα τους και αν οι καθρέφτες δείχναν λίγο λιγότερο από αυτήν και λίγο περισσότερο από αυτό που κρύβεται μέσα της”.


The Boy


Κ'ωστας Γεωργουσόπουλος ο σημαντικότερος κριτικός θερατρου και στιχουργός με το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης

  Εργάστηκε στη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση για 35 χρόνια, από το 1964 ως το 1999. Το 1978 ανέλαβε, κατόπιν ανάθεσης του υπουργείου ...