Τα άκρα ήταν είναι και θα παραμείνουν άκρα. Μια λεπτή γραμμή χωρίζει την άκρα αριστερά με την άκρα δεξιά. Τώρα που το σκέφτομαι τίποτα απολύτως δεν τους χωρίζει στο τρόπο σκέψης. Θα περίμενα βέβαια ο αναρχικός να γνώριζε τον Παλαμά και τον αγώνα του για την εδραίωση της Δημοτικής γλώσσας, αυτής που μιλάμε και ειρήσθω εν παρόδω την έχουμε κατακρεουργήσει κι αυτή. Φυσικά μπορεί να ήταν και δολιοφθορά ή αυτός που το έκανε, αν ήταν αντιεξουσιαστής και αναρχικός να μην το σκέφτηκε καν. Εδώ είναι που επανερχόμαστε σε αυτό που έλεγα πρωτύτερα για τις απειροελάχιστες διαφορές που χωρίζουν τα άκρα και που θα πρέπει να κρατούνται οι ισορροπίες ώστε να μην εξισώνονται. Κλείνοντας θα ήθελα να πω ότι η φωτογραφία εκφράζει με τον πλέον γλαφυρό τρόπο τον στοχασμό του Παλαμά για την μπογιά στο πρόσωπό του και φυσικά την υπογραφή του αναρχικού από κάτω.
Ευκαιρίας δοθείσης ας παραθέσω και ένα ποίημα του Παλαμά που μελοποιήθηκε από τον Κραουνάκη.
Αυτή ήταν η αρχέγονη συμφωνία.Ο ουρανός αποτυπώνετε από το μπλε της λίμνης και τα σύννεφα αποτυπώνονται σ' αυτή.Στο βάθος του ορίζοντα ο χειμώνας ετοιμάζεται σιγά - σιγά να δώσει την θέση του στην άνοιξη. Το ουράνιο τόξο που εμφανίστηκε φέρνει μαζί του μια σπάνια ελπίδα.Ο ήλιος που βασιλεύει άρπαξε αυτή την ελπίδα και τη έλουσε με πορτοκαλιά χρώματα. Τα βουνά σήκωσαν το αγέρωχο παράστημα για να χαρούν αυτό το σπάνιο θέαμα.Η γη χάρηκε κι άρχισε να ανθίζει. Όλα μαζί μπερδεύτηκαν και δημιούργησαν μία έντονη ξεχωριστή μυρουδιά που εμφανίζεται μόνο μια φορά τον χρόνο και είναι η μυρουδιά που φέρνουν τα φρεσκοανθισμένα λογής λογής λουλούδια που γεννά η γη για να καλωσορίσει την άνοιξη.
οταν
θελεις να ταξειδεψεις , πηγαινεις στο
παραθυρο ακουμπας στο περβαζι κοιτας
τον οριζοντα και ακους τα συνεφα του
χατζιδακι. Ειναι αυτη η στιγμη που ξυπνα
η ψυχη σου και παιρνει την σκεψη σου
απο το χερι φευγει απο το σωμα σου και
αιωρειτε στην διαστρεβλομενη και
συσταλομενη στιγμη του χοροχρονου οπου
σε ταξιδευει σε μερη και προσωπα μακρυνα
κι αγαπημενα.
Νίκος (Αλέξης) Ασλάνογλου ( Θεσσαλονίκη 1931 - Αθήνα 6 Αυγούστου 1996 )
Ο
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου γεννήθηκε το
1931 στη Θεσσαλονίκη. Στα εφηβικά του
χρόνια επέλεξε το ψευδώνυμο 'Αλέξης'
απο τον ομώνυμο ήρωα στο έργο Ταπεινοί
και καταφρονεμένοι του Φιοντόρ
Ντοστογιέφσκι.
Από
την Καλαμαριά των απαρχών ως
τη Βασιλίσσης Όλγας όπου έμενε
στη δεκαετία του 1970, την
οδό Κωνσταντινουπόλεως αργότερα,
και το Ωραιόκαστρο, όπου έγραψε
τις Ωδές στον πρίγκιπα, από το
«Αχίλλειον» στα καφενεία και στα
ταβερνάκια του κέντρου της πόλης, ο
Ασλάνογλου κινείται και γράφει για τη
Θεσσαλονίκη – όταν δεν εμπνέεται από
τους τόπους που επισκέπτεται. Στη
ραδιοφωνική συνέντευξή του στον Γιώργο
Χρονά εξηγεί, για παράδειγμα, πώς έγραψε
ολόκληρη σχεδόν τη συλλογή Ωδές στον
πρίγκιπα στο υποβλητικό Ωραιόκαστρο.
Μια συλλογή που αποτυπώνει, κατά τον
ίδιον στην ίδια συνέντευξη, μια
αριστοκρατική ερήμωση, μια ραφινάτη
μοναξιά, σαν αυτή μέσα στην οποία έζησε
ως το τέλος.
Ωστόσο
η απομόνωση αυτή, δεν εμποδίζει τον
ποιητή να ζει στον «έξω χώρο». Ο ίδιος,
σε συνέντευξή του, δηλώνει:
«Μ'αρέσει
να ζω έξω από το σπίτι..να περπατάω, να
χαζεύω στους δρόμους...όταν βρίσκομαι
στο δρόμο πολλαπλασιάζομαι, ταυτίζομαι
με τον έξω κόσμο...μέσα στους θορύβους
της πόλης νιώθω μια ασφάλεια. Με τρελαίνουν
οι εναλασσόμενες οπτικές παραστάσεις...».
Το
αστικό τοπίο, συνεπώς, αποτελεί για τον
Ασλάνογλου τον οδηγό της ποιητικής του
έμπνευσης και συχνά τον χώρο που φεγγρίζει
πίσω από τους στίχους του, ως τόπος του
ελάχιστου και την ίδια στιγμή συγκλονιστικού
γεγονότος.
Η
σχέση του ποιητή με την Θεσσαλονίκη,
την πόλη όπου γεννήθηκε και πέρασε το
μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, αποτυπώνεται
και ρητά σε ορισμένα ποιήματά
του: Αεροδρόμιο Μίκρας, Πένθιμο
τραγούδι της Επανομής, Τάφοι της Αγίας
Παρασκευής, Στο Καρνάγιο. Κυρίως όμως
ο Ασλάνογλου πετάει πάνω από την πόλη
του, πάνω από όλες τις πόλεις που αγάπησε,
αφού, όπως λέει, «Οι ποιητές είναι πουλιά
που πετούν. Σπάνια ξεκουράζονται
ακουμπώντας στη γη...»
ΕΚΠΟΜΠΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Κείμενα, παραγωγή, παρουσίαση, Γιώργος Χρονάς για το Τρίτο Πρόγραμμα.
Πρώτη μετάδοση 26 Δεκεμβρίου 2004.
Ο
ίδιος ο ποιητής λέει για τα ποιήματά
του στους Λάλα και Ταγματάρχη (Το Βήμα,
13.10.1996):
Είναι
ποιήματα απουσίας, τοπολατρίας, ουσιαστικά
είναι μετασυμβολικά με έντονες
υπερρεαλιστικές επιδράσεις... Δηλαδή
"μετά τον υπερρεαλισμό"... Κινούμαι
σε ένα κλίμα μετα-υπερρεαλιστικό... αλλά
είμαι μακριά από τον υπερρεαλισμό στην
τέχνη... Δανείζομαι στοιχεία μόνο.
Την
ίδια στιγμή που δηλώνει τη συνάφειά
του, έστω και σε επίπεδο επιλεκτικού
δανεισμού, με τον υπερρεαλισμό, διατείνεται
ότι είναι ο τελευταίος συμβολιστής
ποιητής και η μουσικότητα και η
υπαινικτικότητα της ποίησής του συνάδει
προς το συμβολιστικό πρόταγμα ut musica
poesis. Οι μελετητές έχουν εντοπίσει στο
έργο του ποικίλες συγγένειες, από τον
Σικελιανό, τον οποίο μνημονεύει κι ο
ίδιος, τον Καβάφη, τον Σεφέρη και τον
Καρυωτάκη, ως τον Μπωντλαίρ και τον
Λαφόργκ.
Ποιητής
του πένθους, της απώλειας της αθωότητας,
της ενότητας, της αρμονίας, ποιητής
αστικός που σεργιανίζει στην πόλη, όπως
λέει σε ένα ποίημά του, και μεταποιεί
τις εικόνες της, συνδέοντάς τις με τις
αισθήσεις και τα αισθήματα, ο Ασλάνογλου
είναι χαμηλόφωνος, συγκρατημένος,
υποβλητικός. Τα ποιήματά του δεν έχουν
ποτέ τελεία στο τέλος για να συνεχίζουν
τον δρόμο τους μετά τη δημοσίευση, στον
αναγνώστη και πέρα από αυτόν. Έγραφε
δύσκολα, διορθώνοντας ξανά και ξανά τα
ποιήματά του.
Έρωτας,
μνήμη, θάνατος, αίσθηση ματαιότητας σε
έναν κόσμο που μοιάζει να έχει χάσει
τον εσωτερικό ρυθμό του, αίσθημα, αίσθηση
και ομορφιά, υπαρξιακή ερημία, αυτές
είναι ορισμένες από τις κεντρικές
θεματικές του. Μιλώντας για τις ποιητικές
του καταβολές αναφέρθηκε στην έννοια
του θανάτου. «Η έννοια του θανάτου με
πολιορκούσε από μικρό παιδί. Μου ΄χε
γίνει μια έμμονη σκέψη σε συνδυασμό με
τον έρωτα, γιατί ο έρωτας, στα εφηβικά
τουλάχιστον χρόνια δεν ήταν παρά μια
μορφή θανάτου για μένα. Από την άλλη
μεριά, ο θάνατος του πατέρα μου με έκανε
να καταλάβω πόσο δύσκολα κανείς πεθαίνει.
Ο θάνατος των αισθημάτων, λοιπόν, σ' ένα
εσωτερικό νεκρό τοπίο όπου δεν υπήρχε
σχεδόν τίποτε. Αυτά ήταν τα πρώτα
μεταπολεμικά χρόνια για όλους μας.
Ποιητής
με εύθραυστο και μοναδικής λεπτότητας
ψυχισμό, συλλαβίζει μέσα του καταπιεσμένες
τρυφερές προθέσεις, ματαιωμένες φιλίες,
ναυαγισμένες σχέσεις, ένα σύμφυρμα
συγκινήσεων και καταπνιγμένων δακρύων,
ενώ τον κατατρέχει αδιάλειπτα η
μυθοποιημένη ομορφιά μιας εφηβείας που
παρήλθε οριστικά και η συναίσθηση ενός
χρόνου που καταστρέφει και δεν σέβεται
τίποτα.
Ολα
αυτά αποτελούν για εκείνον αόριστη
προειδοποίηση για μελλοντικές ματαιώσεις
και απογοητεύσεις, ώσπου κάποια στιγμή
προσλαμβάνει το μυστικό νόημα, το
ανεξήγητο που έκρυβαν όλες οι νύχτες
που τον έγδαραν, όλες οι μέρες που τον
έφθειραν μέχρι το τέλος. Παράλληλα,
προσπάθησε επίμονα να αποστειρώσει τις
λέξεις από το καθημερινό τους νόημα
εντάσσοντάς τες σε στιχουργικές μουσικών
συνδυασμών που δημιουργούν αισθητική
σαγήνη. Ταυτόχρονα, αυτή η μουσική
της γλώσσας αποτελεί το περιτύλιγμα
μιας ποίησης σε καθαρή μορφή, μιας
ποιητικής έκφρασης προς την αναζήτηση
της ουσίας της με στίχους σαν κρύσταλλα
πολυεδρικά.
Η απουσία
της συγκεντρωτικής έκδοσης των
ποιημάτων του, με τίτλο «Ο δύσκολος
θάνατος», από τα βιβλιοπωλεία. Πώς
γίνεται η σπαρακτική φωνή ενός από τους
σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές
να μην ακούγεται;
«Κοιτούσα
τα χέρια του που έσφιγγαν ήρεμα, με κρυφή
συγκατάθεση, τα δικά μου. Μες στο σακίδιο
ήταν όλος ο κόσμος του - πουλόβερ,
βιβλία, γράμματα... Επρεπε να 'ρχονταν
τα πράγματα αλλιώς, μα το θελήσαμε τάχα
Αχρωμο φως, μια Κυριακή φθινοπωριάτικη,
καμιά ελπίδα. Μικρά ταξίδια στις
ακτές, όλα χαλάσανε. Θεέ μου, τόση
ερημιά Εβρεχε στην επιστροφή και ο
αυτοκινητόδρομος γέμισε φωτεινά
σήματα, πικρά ολομόναχα φώτα». «Μα έτσι
είναι πάντα. Το πάρτι ματαιώθηκε σαν
την παρέα μας που το Σεπτέμβρη θα
διαλύσει όπως τόσες και τόσες
παρέες το καλοκαίρι. Να έμενε
τουλάχιστον κάτι».
«Μια
πολυκατοικία άδεια κι ασυνάρτητη
επιστρατεύει το λυγμό μου κάθε
βράδυ».
«Οσο
περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα στο
ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω στη
χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για
όσα μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη
έχοντας, για όσα μοιράστηκα απερίσκεπτα
και μένω ξένος και κουρελιάρης τώρα».
«Θέλω
να γράψω ποιήματα ηλιόλουστα επάνω στα
ακρογιάλια των χεριών σου».
«Ερείπιο
απ' τα ναρκωτικά του ήλιου έρχεσαι ν'
αποτελειώσεις την παλιά συνομιλία να
με ξεπλύνεις απ' την περασμένη άνοιξη
κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά
όσο παλιώνω».
«Οι
χαραμάδες στην ασήμαντη ζωή μου είναι
λυγμός καλοκαιριού στα πρόθυρα χειμώνα».
Το
τραγούδι του Σαββόπουλου που απευθύνεται
στον παλιό του φίλο, τον Αλέξη Ασλάνογλου.
Μια καταιγιστική εξομολόγηση του συνθέτη
η οποία ονομάστηκε «Η θανάσιμη μοναξιά
του Αλέξη Ασλάνη».33 χρόνια μετά οι πύξ
λάξ διασκεύασαν το κομμάτι και το έκαναν
καλύτερο από το πρωτότυπο Αυτός θα
μπορούσε να είναι και ο τίτλος της
μοναχικής διαδρομής του ποιητή, από την
αστική οικογενειακή ακμή στην κατοπινή
υπερήφανη παρακμή, κι από την ερωτική
θλίψη στην τελειωτική κατάθλιψη.
Μια
κυριακη μεσημερι καλοκαιρι, ιδρωτας.
κατι σαν ελενη,παραπονο,νοσταλγια,μνημες,
χορος και στο βαθος η δικαιωση.Μικρο
μουσικο οδοιπορικο στην ψυχη μας , κατι
σαν την μουσικη της ζωης μας που ζησαμε
, που ζουμε και θα ζησουμε.Νοσταλγω το
μελλον και αδημονω για το παρεθον.Αεναο
μουσικο ταξειδι .......
Δεν
ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα
του σπιτιού και με τα μάτια στους νεκρούς
τους δρόμους στυλωμένα. Αν είναι νά
’ρθει, θε να ’ρθει δίχως να νιώσεις από
πού, και, πίσω σου ζυγώνοντας με βήματα
σβησμένα, θε να σου κλείσει απαλά με τ’
άσπρα χέρια της τα δυο τα μάτια που
κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε
ρωτήσει: «Ποια είμ’ εγώ;» απ’ της καρδιάς
το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια ’ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς. Αν είναι νά
’ρθει, θε να ’ρθει. Κλειστά όλα να ’ναι,
θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί,
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα
σ’ αγκαλιάσει. Αλλιώς, κι αν έχεις
φωτεινό το σπίτι για να τη δεχτείς, Και,
σαν φανεί, να τρέξεις σ’ αυτήν και μπρος
στα πόδια της συρθείς, αν είναι νά ’ρθει,
θε να ’ρθει, - αλλιώς θα προσπεράσει!
Οι ανθρώπινες σχέσεις
στην εποχή μας είναι σχέσεις συμφέροντος
, εκμετάλλευσης, έχθρας.Ομόνοια κι
αλληλεγγύη δεν υπάρχει πουθενά.Ο καθένας
κινούμενος από προσωπική φιλοδοξία,δε
διστάζει να εκμεταλεύεται τον συνάνθρωπό
του για να διακριθεί αυτός και να φανεί
ότι είναι ισχυρότερος.Γι αυτό τόσο
σπάνια σήμερα στηρίζονται οι σχέσεις
μας στην αγάπη..
Νιώθω πως τα πάντα γύρω
μου αλλάζουν κι εγώ απλά είμαι θεατής,
απομονωμένη από το υπόλοιπο κοινό, που
απλά βλέπει, χωρίς να μπορεί να αλλάξει
τη ρουτίνα της ιστορίας..Και τότε είναι
που έρχονται εκείνες οι ώρες οι παράξενες,
που δεν ξέρω τι ακριβώς πρέπει να
κάνω..Που όλο προσπαθώ να βάλω τις σκέψεις
μου σε μία..
Δεν θέλω να είμαι σε
ένα κόσμο όπου ολες οι αγαπες ειναι
"TEΛEIEΣ"..Οπου οι περισσοτεροι το
παιζουν καποιοι,οτι ζουνε "καλα"
κ ειναι "ερωτευμενοι"..
Οπου οι
εχθροι ειναι αυτοι που ειναι κοντα σου.
Οπου οι ΠΡΩΗΝ φιλοι σας, σας αποφευγουν
με το παραμικρο .
Οπου οι παλιες αγαπες,
σβηνονται με ενα delete.και οσοι στο παιζουν
συμπαθητικοι παντα κατι αλλο εχουν στο
βαθος του μυαλου τους και εαν δεν ενδωσεις
στο δρομο ουτε καν "ΓΕΙΑΑ!!"δεν
λενε!
Αλλωστε λενε οτι οι πραγματικοι
φιλοι μπορει να περασουν μεγαλα χρονικα
διαστηματα χωρις να μιλησουν ή να
ειδωθουν , χωριε ποτε να τεθει σε αμφιβολια
η φιλια τους.
Οταν βλεπονται , ενημερονονται
σαν να ειχαν μιλησει την προηγουμενη
ημερα , χωρις να λαμβανεται υποψη ο
χρονος που περασε ή ποσο μακρυα ηταν
!!!!
Αυτη η σιωπη με κουρασε.
Ολα τα πρεπει και δεν πρεπει. Αυτη η
αεναη υπομονη και αναμονη.
"That's the problem with humans. They just sit around, hoping that someone will fix things. But no one will. No one cares. The universe is infinite and chaotic and cold. And there has never been a plan.At least not till now. "
Στο ίδιο τραπέζι ένας κυνηγός και ένας ψαράς λέει ο κυνηγός "Οι κραυγές των ζώων που σκότωσα αρχίζουν και λεκιάζουν την ψυχή μου" και ο ψαράς "Δως μου τις φωνές των ζώων και πάρε την σιγή των ψαριών μου."
Αυτή είναι η νέα μου σελίδα. Από αυτή εδώ την σελίδα θα εκπέμπω πλέον τις Καθιερωμένες Κυριακάτικες εκπομπές μου. Επίσης σε αυτή την σελίδα θα εκφράζω επιτέλους τις σκέψεις ενός ελεύθερου μυαλού, του δικού μου.Αν πάτε στις παλαιότερες αναρτήσεις θα βρείτε και αναρτήσεις που ήδη έχω κάνει.Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Γεωργία Παναγιωτάκη για την τεχνική υποστήριξη και τεχνογνωσία που προσέφερε ώστε να φτιαχτεί αυτή η σελίδα.Η σελίδα επιδέχεται κάποιων διορθώσεων και βελτιώσεων που θα γίνονται με την πάροδο του χρόνου.
Η ιστορία της Helen και του Len Brown είναι από τις ιστορίες εκείνες, που μοιάζουν σαν να έχουν ξεπηδήσει από την μεγάλη οθόνη.
Γεννήθηκαν την ίδια ημέρα, πήγαν στο ίδιο σχολείο, ερωτεύτηκαν, «κλέφτηκαν» και πέθαναν με μια ημέρα διαφορά, μετά την 75η επέτειο του γάμου τους.
Το ζευγάρι «κλέφτηκε» στις 19 Σεπτεμβρίου 1937, γιατί οι γονείς του Len, που ήταν ευκατάστατοι, δεν ήθελαν για νύφη τους, μια κοπέλα που προερχόταν από την αστική τάξη.
Ο γιος τους, όμως, δεν τους άκουσε και την παντρεύτηκε. Απέκτησαν παιδιά και διέψευσαν όλους όσοι μιλούσαν για χωρισμό.
Έμειναν μαζί για 75 χρόνια και ήταν κάθε μέρα μαζί. Στις 16 Ιουλίου 2013, η Helen «έφυγε» αφού έπασχε από καρκίνο του στομάχου. Ο σύζυγός της, Len, πέθανε την επόμενη ημέρα, 17 Ιουλίου. Εκείνος έπασχε από τη νόσο του Πάρκινσον. Ήταν 95 ετών. Ο γιος τους, με μια πρότασή του, αναδεικνύει το μέγεθος του έρωτα των γονιών του. » Η μητέρα, έλεγε συχνά, ότι δεν ήθελε να δει τον πατέρα να πεθαίνει κι εκείνος δεν ήθελε να ζήσει χωρίς εκείνη». Τελικά, έμειναν μακριά ο ένας από τον άλλον, μόνο για λίγες ώρες. Η ιστορία της Helen και του Len αποδεικνύει ότι υπάρχουν δυνατοί έρωτες, που δεν σβήνουν ποτέ!Η ιστορία της Helen και του Len Brown είναι από τις ιστορίες εκείνες, που μοιάζουν σαν να έχουν ξεπηδήσει από την μεγάλη οθόνη. Γεννήθηκαν την ίδια ημέρα, πήγαν στο ίδιο σχολείο, ερωτεύτηκαν, «κλέφτηκαν» και πέθαναν με μια ημέρα διαφορά, μετά την 75η επέτειο του γάμου τους. Το ζευγάρι «κλέφτηκε» στις 19 Σεπτεμβρίου 1937, γιατί οι γονείς του Len, που ήταν ευκατάστατοι, δεν ήθελαν για νύφη τους, μια κοπέλα που προερχόταν από την αστική τάξη. Ο γιος τους, όμως, δεν τους άκουσε και την παντρεύτηκε. Απέκτησαν παιδιά και διέψευσαν όλους όσοι μιλούσαν για χωρισμό. Έμειναν μαζί για 75 χρόνια και ήταν κάθε μέρα μαζί. Στις 16 Ιουλίου 2013, η Helen «έφυγε» αφού έπασχε από καρκίνο του στομάχου. Ο σύζυγός της, Len, πέθανε την επόμενη ημέρα, 17 Ιουλίου. Εκείνος έπασχε από τη νόσο του Πάρκινσον. Ήταν 95 ετών. Ο γιος τους, με μια πρότασή του, αναδεικνύει το μέγεθος του έρωτα των γονιών του. » Η μητέρα, έλεγε συχνά, ότι δεν ήθελε να δει τον πατέρα να πεθαίνει κι εκείνος δεν ήθελε να ζήσει χωρίς εκείνη». Τελικά, έμειναν μακριά ο ένας από τον άλλον, μόνο για λίγες ώρες. Η ιστορία της Helen και του Len αποδεικνύει ότι υπάρχουν δυνατοί έρωτες, που δεν σβήνουν ποτέ!