Mια ταινία του Στάυρου Τσιώλη
Όταν το 1998, ο Σταύρος Τσιώλης παρουσίαζε την ταινία "Ας περιμένουν οι γυναίκες", με τον διακριτικό υπότιτλο "μια καλοκαιρινή, μακεδονική κωμωδία" πολύ αμφιβάλω για το αν ήταν σίγουρος ότι γράφει ιστορία στον Σύγχρονο Μοντέρνο Ελληνικό Κινηματογράφο κι αυτό όχι γιατί δεν είναι καλός σκηνοθέτης αλλά γιατί η ταινία 17 χρόνια μετά την κυκλοφορία της παραμένει επίκαιρη. Σε μια από τις πιο "συγκροτημένες" σεναριακά ταινίες του Τσιώλη, επίκαιρη σε όλους τους τομείς αλλά κυρίως στους φοβερούς διάλογους που είναι αντλημένοι από την καθημερινότητα,διαλόγους που είναι τόσο μπροστά από την εποχή τους που είναι κρίμα αν θα διαλέγαμε αποσπασματικά κάποιους από αυτούς.
Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Αργύρης Μπακιρτζής και ο Σάκης Μπουλάς πρωταγωνιστούν σε ένα γαϊτανάκι το οποίο χωράει ολόκληρη τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, την Ελλάδα-ΠΑΣΟΚ θα μπορούσαμε να πούμε.
Σιδεράδες που καπνίζουν πούρα τρώγοντας κοκορέτσι, κομματικοί παράγοντες που παίζουν σε καζίνο αλά μπρατσέτα με το "αίσθημα", νεόπλουτοι 40άρηδες με Μερσεντές και νεαρές ερωμένες, οικογενειακές διακοπές στη Θάσο, διακοπές για τους τρόφιμους των Κ.ΑΠ.Η σε παραλίμνια θέρετρα, καθηγητές από το εξωτερικό με αμφισβητούμενες περγαμηνές, το ΠΑΣΟΚ, η μίζα, το ρουσφέτι, ο Ψωμιάδης, τα μπουζουκοτράγουδα της εθνικής, το συνέδριο της Βόβλης, ο ΠΑΟΚ, το όνειρο και η ελπίδα πως κάπως κι εμείς θα την βολέψουμε, πως κάποια στιγμή θα βγούμε από τον βούρκο και θα μας δει το φως.
Ο Σταύρος Τσιώλης ξεδιπλώνει την Ελλάδα σε όλο της το μικρομέγαλο μεγαλείο, σε όλη της την αφτιασίδωτη έπαρση, σαν μια πόρνη, τη μόνη πόρνη που μπορούν να αγοράσουν τα φραγκοδίφραγκα που έχεις στην τσέπη σου, μια πόρνη που θέλεις τόσο πολύ και ταυτόχρονα την σιχαίνεσαι, μια πόρνη που στο μυαλό σου την έχεις ερωτευτεί σαν την γυναίκα που θες να παντρευτείς και την φαντάζεσαι σαν το ακριβότερο κολ-γκέρλ, όμως αυτό δεν αλλάζει την πραγματικότητα. Και αυτή είναι η μεγάλη αλήθεια της ταινίας. Η αλήθεια που πονάει περισσότερο από όλες. Μπορείς να φαντάζεσαι την πραγματικότητα όπως θες, αλλά μόλις ανοίξεις την πόρτα και βγεις εκεί έξω είσαι το πουτανάκι της...
Το
1998 γελούσες με τους χαρακτήρες νομίζοντας
ότι ο Πάνος, ο Μιχάλης και φυσικά ο
Αντώνης είναι καρικατούρες. Έπρεπε να
περάσει καιρός, να τους βρεις μπροστά σου,
, να τους παρατηρήσεις όσο ο Τσιώλης για
να καταλάβεις πόσο αληθινοί είναι.
Δεκαέξι χρόνια αργότερα δεν είναι απλώς
αληθινοί: οι τρεις ήρωες και οι περιπέτειες
τους αποτελούν την επιτομή της
μεταπολιτευτικής Ελλάδας, σε ό,τι έχει
να κάνει με τις αντιλήψεις. Ο Τσιώλης
μπορεί να μην προειδοποιούσε για το τι
θα συμβεί, αφού τις αντιλήψεις κατά βάση
τις σάρκαζε. Όμως σήμερα η
ταινία εξηγεί τα πάντα.
Ο Πάνος ερωτεύεται την τραγουδίστρια κεραυνοβόλα με την ίδια υπερβολή που ο Έλληνας ανακάλυπτε στα 90’ς το life style. Οι ενστάσεις του φίλου του Μιχάλη απέναντι σε αυτό τον ακραίο έρωτα έχουν να κάνουν με την ανάγκη υπεράσπισης κάποιων παραδοσιακών αξιών που ακόμα υπάρχουν: το κορίτσι από το Φάληρο (;), η τότε πιτσιρίκα Αγγελική Ηλιάδη, είναι σαν εξώφυλλο στο Νίτρο, αλλά η αντιπρόταση δεν έχει τίποτα το γοητευτικό για το σιδερά που ονειρεύεται (όπως όλοι τότε) τη μεγάλη ζωή. Οι παραδοσιακές αξίες υπάρχουν γιατί περισσεύει η υποκρισία – οι γυναίκες και τα παιδιά στη Θάσο μπορούν να περιμένουν, αλλά όλοι κάνουν (κάνουμε…) ότι είναι δυνατόν για να μας περιμένουν όσο πιο πολύ γίνεται.
Ο Τσιώλης σαρκάζει την ψυχανάλυση («μην ανησυχείτε για το συγγενή σας, παρουσιάζει μια απλή διαταραχή του ελέγχου των παρορμήσεων»), την εμμονή της χώρας με το τζόγο, το καψουροτράγουδο που όμως είναι αυθεντική έκφραση ενός κάποιου ακατανόητου ψυχισμού – ίσως η μόνη. Υπάρχει χώρος για όλα: για το ποδόσφαιρο ως έκφραση ακραίου φανατισμού και πάθους (αξεπέραστος ο ορισμός του πέναλτι), για τον έρωτα που παραμένει ασυγχώρητος από μια κοινωνία που κατά τα άλλα χαριεντίζεται βλέποντας γκόμενες στα εξώφυλλα («γιατί οι άνθρωποι δεν συγχωρούν όσους από έρωτα εκπέσανε»), φυσικά για την πολιτική.
Ο Τσιώλης επισημαίνει ότι αυτό που στην Ελλάδα θεωρείται «πολιτική θέση» δεν είναι παρά ένα ιμάμ μπαϊλντί στο οποίο βρίσκεις συναισθηματισμούς («ψήφισε η μάνα μου νέα δημοκρατία;(…) ναι, το ψηφοδέλτιο το φίλησε, το σταύρωσε τρεις φορές με το χέρι της και το ριξε»), ιστορικές κληρονομιές («ο πατέρας μου ήταν δημοκράτης από την Παπαδίτσα»), συμπεράσματα που βασίζονται στο τίποτα («τώρα που ακούσαμε την ιστορία του μπαμπά σας, θα ψηφίζουμε όλοι ΠΑΣΟΚ, έτσι Αρχοντούλα;»), συνδιαλλαγές για λόγους που έχουν να κάνουν κυρίως με το ρουσφέτι.
Ολο αυτό, λέει ο Τσιώλής, κυκλοφορεί στην Ελλάδα σε συσκευασία πολυτελείας, ενώ είναι ένα απόλυτο τίποτα φορτωμένο με βαρύγδουπες εκφράσεις. «Ο νεολαίος Βαγγέλης Μεϊμαράκης διάβασε προκήρυξη - η Νεα Δημοκρατία από αρχηγικό κόμμα, πρέπει να μετασχηματιστεί σε κόμμα αρχών». «Σε αυτή την κρίσιμη εποχή που έρχεται το ΠΑΣΟΚ είναι το μόνο κόμμα που μπορεί να σταθεί δίπλα στο λαό και τον οδηγήσει στη μετάβαση στον καινούργιο κόσμο χωρίς να τον βυθίσει στην ανέχεια και στην απόγνωση». Τώρα γελάμε πικρά, τότε (και για πάνω από τριάντα χρόνια), πολύς κόσμος αυτά τα έπαιρνε στα σοβαρά. Ισως και να σκανταλίζονταν τότε από την ερώτηση «Πάνο τι δουλειά έχει το ΠΑΣΟΚ με αισθήματα;».
Η ταινία, που αρχικά ήταν να ονομαστεί «Το ιστορικό συνέδριο της Βόλβης», γεννάει στο μυαλό μου πράγματα κάθε φορά που τη βλέπω. Αλλά πάνω από όλα υπάρχει σε αυτή η εμβληματική ερμηνεία των τριών πρωταγωνιστών της. Κι αν ο Ζουγανέλης δίνει ζωή σε ένα Πάνο ελληνάρα, καθημερινό όσο και απερίγραπτο, που τρώει κοκορέτσι φωνάζοντας «στην υγεία του ΠΑΟΚ», κι αν ο Μπακιρτζής χρωματίζει τα πάντα με τη μοναδική του αφηγηματική ικανότητα, είναι ο Μπουλάς στον ιστορικό του ρόλο ως «Παπαρηγόπουλος του ΠΑΣΟΚ» που κλέβει την παράσταση,τον οποίο εμπνεύστηκε από τον Κατσανέβα και τον Παναγιωτακόπουλο και τον έχτισε διαβάζοντας δηλώσεις του Τζουμάκα.
Την ταινία που το 1998 θα την χαρακτήριζες σουρεαλιστική ή ωμά σουρεαλιστικά αν την δεις σήμερα 17 χρόνια μετά θα την δεις την ταινία ως τη πιο ρεαλιστική ταινία που έχει γίνει ποτέ για την Ελλάδα και όποιος δεν έχει δει ,το "ας περιμένουν οι γυναίκες" να κάτσει να το δει... όχι μια.. αλλά δυο και τρεις και σαραντατρεις φορές...
Όταν το 1998, ο Σταύρος Τσιώλης παρουσίαζε την ταινία "Ας περιμένουν οι γυναίκες", με τον διακριτικό υπότιτλο "μια καλοκαιρινή, μακεδονική κωμωδία" πολύ αμφιβάλω για το αν ήταν σίγουρος ότι γράφει ιστορία στον Σύγχρονο Μοντέρνο Ελληνικό Κινηματογράφο κι αυτό όχι γιατί δεν είναι καλός σκηνοθέτης αλλά γιατί η ταινία 17 χρόνια μετά την κυκλοφορία της παραμένει επίκαιρη. Σε μια από τις πιο "συγκροτημένες" σεναριακά ταινίες του Τσιώλη, επίκαιρη σε όλους τους τομείς αλλά κυρίως στους φοβερούς διάλογους που είναι αντλημένοι από την καθημερινότητα,διαλόγους που είναι τόσο μπροστά από την εποχή τους που είναι κρίμα αν θα διαλέγαμε αποσπασματικά κάποιους από αυτούς.
Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Αργύρης Μπακιρτζής και ο Σάκης Μπουλάς πρωταγωνιστούν σε ένα γαϊτανάκι το οποίο χωράει ολόκληρη τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, την Ελλάδα-ΠΑΣΟΚ θα μπορούσαμε να πούμε.
Το
1998 γελούσες με τους χαρακτήρες νομίζοντας
ότι ο Πάνος, ο Μιχάλης και φυσικά ο
Αντώνης είναι καρικατούρες. Έπρεπε να
περάσει καιρός, να τους βρεις μπροστά σου,
, να τους παρατηρήσεις όσο ο Τσιώλης για
να καταλάβεις πόσο αληθινοί είναι.
Δεκαέξι χρόνια αργότερα δεν είναι απλώς
αληθινοί: οι τρεις ήρωες και οι περιπέτειες
τους αποτελούν την επιτομή της
μεταπολιτευτικής Ελλάδας, σε ό,τι έχει
να κάνει με τις αντιλήψεις. Ο Τσιώλης
μπορεί να μην προειδοποιούσε για το τι
θα συμβεί, αφού τις αντιλήψεις κατά βάση
τις σάρκαζε. Όμως σήμερα η
ταινία εξηγεί τα πάντα.
Ο Πάνος ερωτεύεται την τραγουδίστρια κεραυνοβόλα με την ίδια υπερβολή που ο Έλληνας ανακάλυπτε στα 90’ς το life style. Οι ενστάσεις του φίλου του Μιχάλη απέναντι σε αυτό τον ακραίο έρωτα έχουν να κάνουν με την ανάγκη υπεράσπισης κάποιων παραδοσιακών αξιών που ακόμα υπάρχουν: το κορίτσι από το Φάληρο (;), η τότε πιτσιρίκα Αγγελική Ηλιάδη, είναι σαν εξώφυλλο στο Νίτρο, αλλά η αντιπρόταση δεν έχει τίποτα το γοητευτικό για το σιδερά που ονειρεύεται (όπως όλοι τότε) τη μεγάλη ζωή. Οι παραδοσιακές αξίες υπάρχουν γιατί περισσεύει η υποκρισία – οι γυναίκες και τα παιδιά στη Θάσο μπορούν να περιμένουν, αλλά όλοι κάνουν (κάνουμε…) ότι είναι δυνατόν για να μας περιμένουν όσο πιο πολύ γίνεται.
Ο Τσιώλης σαρκάζει την ψυχανάλυση («μην ανησυχείτε για το συγγενή σας, παρουσιάζει μια απλή διαταραχή του ελέγχου των παρορμήσεων»), την εμμονή της χώρας με το τζόγο, το καψουροτράγουδο που όμως είναι αυθεντική έκφραση ενός κάποιου ακατανόητου ψυχισμού – ίσως η μόνη. Υπάρχει χώρος για όλα: για το ποδόσφαιρο ως έκφραση ακραίου φανατισμού και πάθους (αξεπέραστος ο ορισμός του πέναλτι), για τον έρωτα που παραμένει ασυγχώρητος από μια κοινωνία που κατά τα άλλα χαριεντίζεται βλέποντας γκόμενες στα εξώφυλλα («γιατί οι άνθρωποι δεν συγχωρούν όσους από έρωτα εκπέσανε»), φυσικά για την πολιτική.
Ο Τσιώλης επισημαίνει ότι αυτό που στην Ελλάδα θεωρείται «πολιτική θέση» δεν είναι παρά ένα ιμάμ μπαϊλντί στο οποίο βρίσκεις συναισθηματισμούς («ψήφισε η μάνα μου νέα δημοκρατία;(…) ναι, το ψηφοδέλτιο το φίλησε, το σταύρωσε τρεις φορές με το χέρι της και το ριξε»), ιστορικές κληρονομιές («ο πατέρας μου ήταν δημοκράτης από την Παπαδίτσα»), συμπεράσματα που βασίζονται στο τίποτα («τώρα που ακούσαμε την ιστορία του μπαμπά σας, θα ψηφίζουμε όλοι ΠΑΣΟΚ, έτσι Αρχοντούλα;»), συνδιαλλαγές για λόγους που έχουν να κάνουν κυρίως με το ρουσφέτι.
Ολο αυτό, λέει ο Τσιώλής, κυκλοφορεί στην Ελλάδα σε συσκευασία πολυτελείας, ενώ είναι ένα απόλυτο τίποτα φορτωμένο με βαρύγδουπες εκφράσεις. «Ο νεολαίος Βαγγέλης Μεϊμαράκης διάβασε προκήρυξη - η Νεα Δημοκρατία από αρχηγικό κόμμα, πρέπει να μετασχηματιστεί σε κόμμα αρχών». «Σε αυτή την κρίσιμη εποχή που έρχεται το ΠΑΣΟΚ είναι το μόνο κόμμα που μπορεί να σταθεί δίπλα στο λαό και τον οδηγήσει στη μετάβαση στον καινούργιο κόσμο χωρίς να τον βυθίσει στην ανέχεια και στην απόγνωση». Τώρα γελάμε πικρά, τότε (και για πάνω από τριάντα χρόνια), πολύς κόσμος αυτά τα έπαιρνε στα σοβαρά. Ισως και να σκανταλίζονταν τότε από την ερώτηση «Πάνο τι δουλειά έχει το ΠΑΣΟΚ με αισθήματα;».
Η ταινία, που αρχικά ήταν να ονομαστεί «Το ιστορικό συνέδριο της Βόλβης», γεννάει στο μυαλό μου πράγματα κάθε φορά που τη βλέπω. Αλλά πάνω από όλα υπάρχει σε αυτή η εμβληματική ερμηνεία των τριών πρωταγωνιστών της. Κι αν ο Ζουγανέλης δίνει ζωή σε ένα Πάνο ελληνάρα, καθημερινό όσο και απερίγραπτο, που τρώει κοκορέτσι φωνάζοντας «στην υγεία του ΠΑΟΚ», κι αν ο Μπακιρτζής χρωματίζει τα πάντα με τη μοναδική του αφηγηματική ικανότητα, είναι ο Μπουλάς στον ιστορικό του ρόλο ως «Παπαρηγόπουλος του ΠΑΣΟΚ» που κλέβει την παράσταση,τον οποίο εμπνεύστηκε από τον Κατσανέβα και τον Παναγιωτακόπουλο και τον έχτισε διαβάζοντας δηλώσεις του Τζουμάκα.
Την ταινία που το 1998 θα την χαρακτήριζες σουρεαλιστική ή ωμά σουρεαλιστικά αν την δεις σήμερα 17 χρόνια μετά θα την δεις την ταινία ως τη πιο ρεαλιστική ταινία που έχει γίνει ποτέ για την Ελλάδα και όποιος δεν έχει δει ,το "ας περιμένουν οι γυναίκες" να κάτσει να το δει... όχι μια.. αλλά δυο και τρεις και σαραντατρεις φορές...