Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019

Κατάθλιψη: Μάθε το πρόβλημά μου (Προσωπική μαρτυρία)



Η κατάθλιψη είναι μια ασθένεια που έχει  μεγάλες διαστάσεις. Αρκετά μεγάλες ώστε οι καταθλιπτικοί άνθρωποι να σταματήσουν να αισθάνονται μόνοι. Ήρθε η ώρα να μάθεις το πρόβλημα μου  και να προσπαθήσεις να με βοηθήσεις και όχι να το χρησιμοποιήσεις εναντίον μου.
1. Δεν μπορώ να εκφράσω εύκολα με τα λόγια αυτό που νιώθω και μερικές φορές μου έρχεται η απάντηση σε μια ερώτηση αρκετή ώρα μετά.Δεν παίρνω εύκολα αποφάσεις για την ζωή μου. Έχω την τάση να αναθεωρώ τα πράγματα πολύ και τελικά  αυτό καταλήγει να με αγχώνει πολύ.
2. Η ζωή μου είναι μια συνεχής μάχη ενάντια στις ανεπιθύμητες σκέψεις και είμαι πάντα προετοιμασμένος για το χειρότερο. Δεν μπορώ να σταματήσω τις άσχημες σκέψεις αυτοτιμωρίας όπως και τις σκέψεις του θανάτου. Η ζωή μου είναι μια αιώνια πάλη με τον εαυτό μου γιατί συνέχεια παλεύω να σταματήσω να υποκύπτω σε αυτές τις σκέψεις.

3. Είμαι επιφυλακτικοί με όλους και με όλα και όσο πιο πολύ αγαπάω κάποιον τόσο πιο κακός , ψυχρός ή κυνικός γίνομαι επειδή είμαι ανασφαλείς όσον αφορά το να χάσω τους ανθρώπους που αγαπώ.
4. Το μόνο που είναι σταθερό στη ζωή μου είναι το γεγονός ότι αμφισβητώ τα πάντα. Δεν είμαι ποτέ σίγουρος και το μυαλό μου δεν με αφήνει να ξεκουραστώ ή να πάρω μια απόφαση. Υπεραναλύω η υπεραπλουστεύω πράγματα και καταστάσεις και φτιάχνω σενάρια στο κεφάλι μου υπεράνω φαντασίας. Επίσης προτρέχω και φτιάχνω πράγματα με την υπόνοια ότι ίσως χρειαστεί να τα φτιάξω καταλήγοντας να κάνω ένα σωρό περιττές πράξεις. 
5. Σπάνια πιστεύω τους ανθρώπους όταν μου λένε μεγάλες κουβέντες φιλίας ή αγάπης όπως «μην ανησυχείς θα ζήσουμε για πάντα μαζί». Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το για πάντα είναι πολύ αόριστο και μακρινό. Στις φιλίες έχω βιώσεις τόσες εγκαταλείψεις ώστε στο τέλος σταμάτησα να αναζητώ ανθρώπους και έγινα αντικοινωνικός και εσωστρεφείς. 
6. Θέλω συνεχώς να τρώω πάρα πολύ αν και όχι ιδιαίτερα ανθυγιεινά φαγητά. Αυτό είναι μέρος της ολόκληρης τελετής του αυτοτραυματισμού που περνώ καθημερινά. Εκτός αυτού, θέλω φαγητό σε περίεργες ώρες της ημέρας ή της νύχτας.

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

Tertium Non Datur




Μπροστά σε ένα τεράστιο εμπορικό κεντρο στέκει ένας θυρωρός, σ’ αυτό το θυρωρό έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα. Μα ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα ρωτά μήπως θα μπορούσε να μπει αργότερα. «Ίσως», λέει ο θυρωρός, «τώρα όμως όχι».

Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός, σκύβει ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πόρτα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο θυρωρός, γελά και λέει: «Αν το τραβά η όρεξή σου, δοκίμασε να μπεις, μ’ όλο που σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι παρά ο πιο κάτω απ’ όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σ’ αίθουσα είναι κι άλλοι θυρωροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου μόλις, ούτ’ εγώ μπορώ να την αντέξω». Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Το εμπορικό ωστόσο πρέπει να ‘ναι στον καθένα και πάντα προσιτό, σκέπτεται, και καθώς τώρα κοιτάζει προσεχτικά το θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του, τη μεγάλη σουβλερή του μύτη, τη μακριά, αραιή, μαύρη, τατάρικη γενειάδα, αποφασίζει να περιμένει καλύτερα ίσαμε να πάρει την άδεια να μπει.

Ο θυρωρός τού δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει πλάι στην πόρτα. Εκεί δα κάθεται μέρες και χρόνια. Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτρέψουν να μπει, και κουράζει το θυρωρό με τα παρακάλια του. Ο θυρωρός τού κάνει συχνά μικρές ερωτήσεις, σαν αυτές που κάνουν οι μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του λέει ολοένα πως δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να μπει. Ο άνθρωπος, που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, ξόδεψε τα πάντα, ακόμη κι ό,τι πολύτιμο είχε, σε δωροδοκίες για το θυρωρό. Εκείνος τα δέχεται όλα και ύστερα λέει: «Τα δέχομαι μόνο και μόνο για να μη νομίσεις πως παράλειψες τίποτα».

Όλα αυτά τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος τού φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για να μπει στο εμπορικό.

Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα χρόνια  φωνάζειι δυνατά χωρίς όμως να κάνει κάτι άλλο και όσο περνάει ο καιρός και γερνάει καταλήγει να μουρμουρίζει μόνο. Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει αν γύρω του αλήθεια σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο, αναγνωρίζει τώρα μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του εμπορικού την πόρτα.

Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θάνατό του σμίγουν οι πείρες όλης του της ζωής σε ένα ρώτημα, που δεν είχε, κάνει ως σήμερα στο θυρωρό. Του γνέφει, γιατί δεν μπορεί πια ν’ ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ αλλάξει. «Τι θες λοιπόν ακόμα να μάθεις;» ρωτά ο θυρωρός, «είσαι αχόρταγος…» «Όλοι μάχονται να μπουν στο εμπορικό κέντρο», λέει ο άνθρωπος, «πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος εκτός από μένα να μπει;»

Ο θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας στο τέλος και, για να φτάσει την ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: «Κανένας άλλος δε μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω.»

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2019

Παρουσίαση βιβλίου Βέρνερ Χέρτζογκ Οδοιπορία στον πάγο Μόναχο - Παρίσι, 23 Νοεμβρίου - 14 Δεκεμβρίου 1974



Με αφορμή την επανακυκλοφορία του βιβλίο του Βέρνερ Χερτζογκ  «Οδοιπορία στον πάγο», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Alloglotta (μετάφραση του Γιάννη Καλιφατίδη) θα ήθελα να ξαναθυμηθούμε τον άθλο που είχε κάνει το 1974 ο σκηνοθέτης.
Στο βιβλίο, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1978, ο ιδιοσυγκρασιακός σκηνοθέτης καταθέτει τις εμπειρίες του από τη στιγμή που αποφάσισε το Νοέμβριο του ‘74 να διασχίσει με τα πόδια την απόσταση 774 χιλιομέτρων από το Μόναχο στο Παρίσι, για να επισκεφθεί την άρρωστη κριτικό κινηματογράφου και φίλη του Λότε Άισνερ. 
Για τον Χέρτζογκ αυτό δεν ήταν ένα τυχαίο ταξίδι αλλά η υπέρτατη απόδειξη της αφοσίωσής του, ένα ιδιότυπο προσκύνημα το οποίο πίστευε πως θα ήταν αρκετό να κρατήσει την Άισνερ στη ζωή. Ας μην ξεχνάμε πως μια κίνηση ανήκουστη για οποιονδήποτε άλλο είναι αυτονόητη για κάποιον σαν τον Χέρτζογκ. Πρόκειται για τον άνθρωπο ο οποίος λίγα χρόνια μετά θα «αναγκαζόταν» να φάει ένα παπούτσι, αποτέλεσμα της απώλειας ενός στοιχήματος, ενώ αργότερα δε θα δίσταζε να μεταφέρει ένα ατμόπλοιο πάνω σε βουνό στην ταινία – μύθο «Fitzcarraldo». Η ζωή για τον Χέρτζογκ είναι μια συνεχής μεταφυσική εμπειρία, απόλυτα αντίθετη στις συμβάσεις κι η οποία τροφοδοτείται διαρκώς από νέες, συχνά αλλόκοτες, προκλήσεις.


Αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο «Οδοιπορικό» όταν ο Χέρτζογκ υπερασπίζεται την απόφασή του για το ταξίδι, υποστηρίζοντας πως η Άισνερ δεν πρέπει να πεθάνει γιατί «το γερμανικό σινεμά δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτήν». Η τριών και πλέον εβδομάδων πεζοπορία, με μοναδικό εξοπλισμό μια τσάντα, μια πυξίδα και ένα καινούριο ζευγάρι μπότες, αντιμετωπίζεται ως ένα αναπόφευκτο χρέος του Χέρτζογκ προς την Άισνερ, την οποία ο σκηνοθέτης θαύμαζε απεριόριστα. Η 78χρονη τότε κριτικός είχε επιζήσει στρατοπέδου συγκέντρωσης κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προτού αναδειχθεί σε εμβληματική φιγούρα του σινεμά ως συνιδρύτρια της Γαλλικής Ταινιοθήκης με τον Ανρί Λανγκλουά, για να εργαστεί αργότερα ως συντάκτρια του ιστορικού περιοδικού Cahiers du Cinema, την εποχή που τα κείμενά του σμίλευαν τη νουβέλ βαγκ. Ήταν τα βιβλία της όμως τα οποία την ανέδειξαν σε μια από τις επιδραστικότερες πένες της εποχής της, με χαρακτηριστικό το «Η δαιμονική οθόνη: Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός στον κινηματογράφο» (εκδ. Αιγόκερως).

Χάρη σε αυτά μια νέα γενιά Γερμανών σκηνοθετών όπως ο Χέρτζογκ και ο Βιμ Βέντερς (ο οποίος αφιέρωσε στην Άισνερ το αριστουργηματικό «Παρίσι, Τέξας») ήρθε σε επαφή με την κινηματογραφική κληρονομιά μιας χώρας που προσπαθούσε να συμφιλιωθεί με το παρελθόν, ενώ από τη μεριά της η ίδια η Άισνερ υποστήριξε τους νεαρούς δημιουργούς όσο λίγοι συνάδελφοί της. Δεν ήταν όμως μόνο το αίσθημα του καθήκοντος που οδήγησε τον Χέρτζογκ σε ένα δρόμο με αμφίβολη επιστροφή.

Οι εικόνες που κυριαρχούν στις σελίδες βρίσκονται μίλια μακριά από τις ειδυλλιακές αφηγήσεις άλλων αντίστοιχων ταξιδιωτικών βιβλίων. Εδώ τα συναισθήματα που κυριαρχούν είναι ο αδιάκοπος πόνος (οι καινούριες μπότες δε φέρθηκαν καλά στον Χέρτζογκ), η επίμονη δυσφορία και η αποπνικτική κούραση. Πολύ συχνά οι σκέψεις του Γερμανού ταξιδιώτη μοιάζουν με παραληρήματα, ενώ ο ίδιος περιγράφει καταστάσεις στις οποίες αντιμετωπίζεται σαν αγρίμι από την αστυνομία. Μέσα σε όλα, ο Χέρτζογκ χρειάστηκε να επιβιώσει διαδοχικών καταιγίδων ευρισκόμενος εν κινήσει και δίχως να γνωρίζει εάν η Άισνερ είναι ακόμα ζωντανή. Προσωπικά, βρίσκω ακόμα αδιανόητο πώς η ματαιότητα, η απόγνωση και η μοναξιά δεν οδήγησαν τον Χέρτζογκ στο πρώτο λεωφορείο.

Η απάντηση για αυτά είναι απλή και εντοπίζεται στις ταινίες του σκηνοθέτη. Οι χαρακτήρες του ουδέποτε επιλέγουν τον εύκολο δρόμο και συνήθως κοντράρονται με το απόλυτο κυνηγώντας την περιπέτεια. Οι στόχοι τους μοιάζουν αδύνατοι, για αυτό αφιερώνονται σε αυτούς ολόψυχα αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις. Ο μόχθος, η πυρετώδης ατμόσφαιρα και η ρευστή ισορροπία ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο είναι κυρίαρχα συστατικά στο γεμάτο χειροπιαστές εικόνες σινεμά του Χέρτζογκ. Πρόκειται για στοιχεία που βίωσε στο κορμί του ταξιδεύοντας από το Μόναχο στο Παρίσι.
Έτσι η φράση του «Τα βιβλία που έχω γράψει είναι ίσως πιο κοντά στην ουσία μου από ότι οι ταινίες και πιστεύω ειλικρινά πως θα “ζήσουν” περισσότερο από αυτές» που μας εκμυστηρεύτηκε  ο Βέρνερ Χέρτζογκ όταν επισκέφθηκε την Αθήνα τον περασμένο Απρίλιο καλεσμένος του Ιδρύματος Ωνάση βρίσκει στο βιβλίο την επαλήθευσή της. 
Διότι εάν στις ταινίες του Χέρτζογκ βλέπουμε μια αντανάκλαση της φαντασίας και των συναισθημάτων του, στο «Οδοιπορικό» γίνεται ξεκάθαρο πως η στάση του απέναντι στη ζωή διέφερε ελάχιστα από αυτήν των ηρώων του. Παθιασμένοι, πεισματάρηδες και αποφασισμένοι να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους, υπερβαίνουν την ύπαρξη και ανοίγουν μια άλλη διάσταση στη συμβατική εμπειρία. Επομένως το «Οδοιπορικό» δεν είναι το τυπικό ταξιδιωτικό βιβλίο, καθώς έχει γραφτεί από χέρια που έτρεμαν από την κούραση, αγνοώντας εάν θα έχουν στέγη το επόμενο βράδυ. Ο Χέρτζογκ γίνεται ένα με το άλγος της οδύσσειας που ο ίδιος επέλεξε για τον εαυτό του και ενδόμυχα ίσως να το απολαμβάνει.

Εάν τώρα αναρωτιέστε τι συνέβη στην Αίσνερ, η κριτικός ευτύχισε να ζήσει για ακόμα εννέα χρόνια. Έτσι από ότι φαίνεται το «οδοιπορικό στον πάγο» πέτυχε το σκοπό του…

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

Ο Ιδιόρρυθμος κόσμος του σκηνοθέτη Roy Andersson




Σε κανένα από όσους γνωρίζουν δεν έκανε έκπληξη η νίκη του σουηδού σκηνοθέτη Roy andersson στην 76η Μόστρα της Βενετίας του Αργυρός Λέοντας Καλύτερης Σκηνοθεσίας. Ένας κόσμος συναρπαστικός όσο και ιδιόρρυθμος, γεμάτος σουρεαλιστικές εικόνες και ήρωες χαμένους στις υπαρξιακές τους αναζητήσεις, είναι ο κόσμος του σκηνοθέτη Roy andersson.
  
Με αφορμή αυτή τη νίκη θά κάνουμε μία αναδρομή στην την πορεία του, μέχρι στιγμής.

Its Not Easy Being Human - The Living Painting Of Roy Andersson

Ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος ξεκίνησε το 1967 να γυρίζει ταινίες μικρού μήκους και ταινίες τεκμηρίωσης (ντοκυμαντέρ). Παράλληλα το 1970, γύρισε την ταινία «Μια ερωτική ιστορία», στην οποία εξύμνησε τα συναισθήματα του έρωτα στην εφηβεία.Έχει γυρίσει μέσα σε 50 χρόνια μόνο 6 ταινίες τεκμηρίωσης (ντοκυμαντερ) και 6 μεγάλου μήκους.

Απο τις ταινίες τεκμηρίωσης (ντοκυμαντέρ) θα ήθελα να σταθώ μόνο στην τελευταία του του 1991 “ ο κόσμος της δόξας “ και να περιγράψω την αρχική σκηνή:

Οι άνδρες με τα γκρι κουστούμια, στέκονται πίσω από το φορτηγό ενώ παρακολουθούν γυναίκες, άνδρες και παιδιά να στοιβάζονται απρόθυμα μέσα σε αυτό. Οι άνθρωποι μπαίνουν γυμνοί και φοβισμένοι. Το κλάμα ενός παιδιού, τρυπάει τα αυτιά αλλά όχι και τις συνειδήσεις των παρευρισκομένων, που συμμετέχουν ενεργά στο δράμα των συνανθρώπων τους. Ένας από αυτούς κλωτσάει τη ράμπα νευρικά, για να επισπεύσει τη διαδικασία. Τελικά, οι μεγάλες πόρτες του φορτηγού κλείνουν. Ο ίδιος νευρικός άνδρας, τοποθετεί τον σωλήνα της εξάτμισης μέσα στο στόμιο εξαερισμού. Είναι ειδική κατασκευή για να δηλητηριάσει με τα καυσαέρια όσους βρίσκονται εγκλωβισμένοι στην καρότσα. Το όχημα μαρσάρει και ξεκινά. Ακούγονται κραυγές αλλά οι κουστουμαρισμένοι δεν αντιδρούν. Μόνο ένας γυρίζει το κεφάλι του και κοιτά το φακό. Σε λίγο όλοι φεύγουν. Καμία αντίδραση. Κανένας διάλογος. Μόνο ενοχική σιωπή.  Είναι ένα σκληρό κατηγορώ για τους γραφειοκράτες της Ευρώπης που εστιάζει, σε όσους έχουν καταφέρει να συμβιώνουν με τις ενοχές και τη σιωπή, κυρίως σε θέματα ηθικής και ανθρωπιάς. Το δραματικό στιγμιότυπο, παραπέμπει στα ναζιστικά βασανιστήρια του Άουσβιτς. Ο Άντερσον, δημιούργησε εσκεμμένα αυτή την αίσθηση. Όπως έχει δηλώσει σε συνέντευξη του: «Προσπαθώ πολύ σκληρά να δείξω πως είναι να είσαι άνθρωπος»....

Η τριλογίας που τον καθιέρωσε κράτησε σε 14 χρόνια. Αυτές οι τρεις ταινίες που εξερευνούν την ανθρώπινη φύση, η κάθε μια με μοναδικό τρόπο. Ξεκινάει το 2000, με την ταινία «Τραγούδια από το δεύτερο όροφο». Ένα κινηματογραφικό ποίημα, εμπνευσμένο από τον περουβιανό ποιητή Cesar Vallejo, που πραγματεύεται την ανθρώπινη ανάγκη για ουσιαστική επικοινωνία. Βλέπουμε τους μηχανισμούς μια πόλης να σταματούν να λειτουργούν και να αυτοκαταστρέφονται. Έτσι, οι πολίτες της γυρνούν πίσω, σε φόβους και προκαταλήψεις του Μεσαίωνα. Ο συντηρητισμός τους κάνει να νιώθουν ασφαλείς και με αυτό τον τρόπο θεωρούν ότι προστατεύονται. Ανεξήγητα γεγονότα καθημερινής τρέλας κατακλύζουν μια πόλη, οι άρχοντες της οποίας θυσιάζουν μια παρθένα για να ξορκίσουν το κακό. Μέσα σ' αυτό το χάος, ο Καρλ, ο ήρωάς μας, αντιλαμβάνεται πόσο παράλογος είναι ο κόσμος και πόσο δύσκολο είναι να είσαι άνθρωπος.


Η δεύτερη ταινία ήρθε το 2007. Το «Εσείς οι ζωντανοί» κατέκτησε το βραβείο της επιτροπής του φεστιβάλ των Καννών. Η ταινία χαρακτηρίστικε μοναδική με τον τρόπο που χτίστηκε από το Roy Andersson και που χρειάστηκε τέσσερα χρόνια να ολοκληρωθεί χρόνια .  Κέρδισε το βραβείο της κριτικής επιτροπής στις Κάννες και πέντε βραβεία Guldbagge στη Σουηδία για την καλύτερη ταινία, κατεύθυνση, κινηματογραφία, σενάριο και ήχο.
Η ταινία απαρτίζεται από σαράντα έξι μακρόχρονες φωτογραφίες, παντρεύοντας τη σκληρή, ζοφερή κοινωνική κριτική με την παράνοϊα και τον σουρεαλισμό.Κάποιοι από τους χαρακτήρες μας κοιτούν και παραπονιούνται κατ’ ευθείαν σε εμάς. Το «You The Living» αναφέρεται στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αφορά το μεγαλείο και την αθλιότητά της, την χαρά και την λύπη της, την αυτοπεποίθηση και τις αγωνίες της. Μια ύπαρξη για την οποία θέλουμε να γελάσουμε ή να κλάψουμε. Η ταινία είναι απλά μια τραγική κωμωδία ή μια κωμική τραγωδία για εμάς.

Το 2014 επιστρέφει με ένα ακόμα φιλοσοφικό ταξίδι. Στην ταινία του «Ένα περιστέρι έκατσε σε ένα κλαδί, συλλογιζόμενο την ύπαρξη του», ο σκηνοθέτης θέλει και πάλι να εξερευνήσει την ανθρώπινη υπόστασή, αυτή τη φορά, παίζοντας με την πραγματικότητα και τη φαντασία. Μας αφυπνίζει, κάνοντάς μας να σκεφτούμε πώς όταν απομονώνουμε τον εαυτό μας από τους άλλους χάνουμε, καθημερινά, δικά μας κομμάτια, χωρίς να μπορούμε να προσχωρήσουμε παρακάτω. Η ταινία κέρδισε το Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ της Βενετίας. Την ίδια χρονιά, o Roy Andersson ήταν ένας από τους σκηνοθέτες που τιμήθηκαν με αφιέρωμα, από το 55 ο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και έτσι, το κοινό συμπεριλαμβανομένου και εμού είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει 5 ταινίες του.

Οσο αναφορά το «About Endlessness» του 2019 ο Roy Andersson σε διάρκεια μόλις 76 λεπτά σου φτιάχνει το σύμπαν. Ο σπουδαίος Σουηδός σκηνοθέτης μοιάζει με το υστερόγραφο της δικής του υπέροχης τριλογίας για την ανθρώπινη κατάσταση, ένα μικρό δείγμα ενός μεγάλου σινεμά.Κάθε πλάνο, κάθε σκηνή και κάθε βινιέτα είναι από μόνο του μια ιστορία, ένας πίνακας ζωγραφικής που παίρνει ξαφνικά ζωή, όλα μαζί, όμως, συνθέτουν το μεγάλο αφήγημα της ανθρώπινης κατάστασης, χωρίς αρχή και τέλος, μια συνεχής ροή από μικρές, καθημερινές, παράλογες, σουρεαλιστικές και υπέροχες στιγμές, όπου το ασήμαντο και το σπουδαίο, η χαρά και η λύπη, η ποίηση και η ματαιότητα της ύπαρξης μπλέκονται διαρκώς.

Υπό τους ήχους μιας άριας από τη Νόρμα του Μπελίνι, ένα ζευγάρι ερωτευμένων αιωρείται πάνω από μια βομβαρδισμένη Κολωνία. Ενας Καθολικός ιερέας έχει χάσει την πίστη του και αποτείνεται απελπισμένος σε έναν ψυχίατρο, ο οποίος όμως βιάζεται και θέλει να προλάβει το λεωφορείο. Τρία κορίτσια σταματούν έξω από έναν καφέ και χορεύουν ανέμελα. Ο Χριστός ξανασταυρώνεται στους δρόμους μιας γειτονιάς. Ενας πατέρας σταματάει μες στη βροχή για να δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών της κόρης του καθ’ οδόν σε ένα πάρτι. Μια γιαγιά φωτογραφίζει τον εγγονό της. Ενας ανάπηρος πολέμου ζητιανεύει σε ένα σταθμό. Ενας ηττημένος στρατός οδηγείται σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ηττημένος από την Ιστορία ο Χίτλερ περιμένει το τέλος. Μια γυναικεία φωνή αφηγείται με voice over λυρικά και υπαινικτικά, σαν άλλη Σεχραζάντ, όλες αυτές τις ιστορίες και πολλές ακόμα, που συνεχίζονται, διακόπτονται ή μένουν μετέωρες.



Κ'ωστας Γεωργουσόπουλος ο σημαντικότερος κριτικός θερατρου και στιχουργός με το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης

  Εργάστηκε στη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση για 35 χρόνια, από το 1964 ως το 1999. Το 1978 ανέλαβε, κατόπιν ανάθεσης του υπουργείου ...