Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Πρώτο μετεκλογικό Σάββατο Σεπτέμβρης του 2015.



Όλος ο κόσμος είναι σε απόγνωση, εγώ δεν είμαι. 
Είναι κάποια μέρη που πας και αποξεχνιέσαι. Εκεί σε ξεχνάν και τους ξεχνάς.Εδώ είναι η παγίδα γιατί στο τέλος θα γράφεις ξένος στο κινητό σου κι αυτό θα σου λέει: "Το αίτημα αναζήτησης σας είναι σε εξέλιξη. Μισό λεπτό συνδεόμαστε με τον καθρέφτη σας."
Ο κόσμος είναι σε απόγνωση σου λέω. 
Παίρνει τηλέφωνα για να κοιμάται αγκαλιά με συσκευές και αποθηκεύει μηνύματα που δεν έχουν καμία έννοια.
Φέτος  ο χειμώνας θα αργήσει να αποφασίσει να φύγει, αν φύγει. Επίσης θα μας κάνει να καταλάβουμε  ότι τον νιώσαμε. 
Μέσα στην πόλη; Αγωνία και αγώνας.Ανοχύρωτη πόλη μέσα στην πόλη. Τρέξε, άκου, κάνε ένα διάλειμμα. 
Αυτή η πόλη δεν είμαι εγώ.
Δεν είμαι οι τοίχοι της δεν είμαι τα βήματα της.  Φεύγω υπογείως.Θα σκάψω σαν τον τυφλοπόντικα μέχρι να αναρριχηθώ κι ας μου πάρει χρονιά.Αν βρεις την τρύπα που θα σκάψω σώσε και τους υπολοίπους. Φυλάξτε την τρυπά μου να ρίχνω κανένα λουλούδι αν επιστρέψω. Σηκώστε και ένα άγαλμα από πάνω να φαίνεται πως εκεί υπήρχε ένας άνθρωπος. 
 Ευχαριστώ.

Πρώτο μετεκλογικό Σάββατο του Σεπτέμβρη του 2068. 


Μα που βρίσκομαι; Είμαι σε ένα δωμάτιο κατεστραμμένο που δεν έχει φως παρά μόνο τοίχους. Είναι διάφανο ευρύχωρο μα ένα δωμάτιο ξένο. Βλέπω την θάλασσα. Την πόλη την ρυμούλκησε ένα σαπιοκάραβο στα ανοιχτά του Αιγαίου ακυβέρνητη. Όταν ρώτησαν τον βαρκάρη βρήκες τίποτα μέσα στην πόλη απάντησε σκεπτικός:
"Λέξεις" ...

Λέξεις νεκρές μπαλωμένες στο σκαρί του σαπιοκάραβου.Ξέχασα πως τελείωσαν όλα.  
Θυμάσαι κάποτε τι σου είχα πει; Συλλέγω στιγμές.


 Και ας πέρασε ο χρόνος από πάνω μου να τις καπελώσει. 
Θέλεις να μιλήσουμε για το καλοκαίρι ; Μην γίνεσαι αφελής,είναι ακόμα χειμώνας εκεί έξω και δεν περπατάει κάνεις πια.  

Είναι χειμώνας σου λέω. Μα γιατί πρέπει να τελειώσουν όλα έτσι σ' αυτή την πόλη. 
Δεν σου είπα το πιο σημαντικό... Άκουσε με ξένε...Ανάτρεψέτα όλα έστω και το 2068.  Γιατί εσύ είμαι εγώ και εγώ εσύ... Γιατί εγώ δεν μπόρεσα γιατί ήμουν μόνος.  Πάρε εκδίκηση για μένα και μην με κρίνεις αυστηρά γιατί ήμουν μόνος.
Οταν θέλεις να ταξειδέψεις , πηγαίνεις στο παράθυρο ακουμπάς στο περβάζι κοιτάς τον ορίζοντα.
Είναι αυτή η στιγμή που ξυπνά η ψυχή σου και παίρνει την σκέψη σου απο το χέρι και φεύγει απο το σώμα σου και αιωρείτε στην διαστρεβλομένη και συστελλόμενη στιγμή του χοροχρόνου όπου σε ταξειδεύει σε μέρη και πρόσωπα μακρυνά κι αγαπημένα υπαρκτά κι ανύπαρκτα , ζώντα και νεκρά και εκεί θα ακούσεις την φωνή μου να σου ΦΩΝΆΖΕΙ :
Νοσταλγώ το μέλλον και αδημονώ για το παρελθόν.
ΦΥΓΕ,ΖΗΣΕ



Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

Πόση ελπίδα γεννάει ένα φθινόπωρο;




Τα φύλλα κιτρινίσανε και τα κλαδιά μένουν γυμνά.
Στο παγκάκι κάθομαι μόνος 
και η φθινοπωρινή η μοναξιά στροβιλίζει τα φύλλα σαν δροσερός άνεμος
Γκρίζα σύννεφα κρύβουν τον ήλιο, πόση ελπίδα γεννάει ένα φθινόπωρο;
Η μοναξιά μοιάζει με τη βροχή. 
Από κοιλάδες κι από λιβάδια στον ουρανό ανεβαίνει κι ύστερα, 
από εκεί ψηλά, στην πόλη πέφτει.
Πέφτει την ώρα που το φως χαμηλώνει στους δρόμους, 
κι ύστερα οι δρόμοι βάφονται πάλι με  τα σκοτάδια,
την ώρα που την μοναξιά την παίρνουν τα ποτάμια…



Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Περικλής Κοροβέσης : TO AΟΡΑΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ



Κάποτε στα παλιά τα χρόνια στη μακρινή Κίνα ήταν ένας σοφός δάσκαλος, ζωγράφος στο επάγγελμα, που ζωγράφισε ένα περιστέρι τόσο τέλειο, που οι μαθητές του κάθε πρωί που πήγαιναν στο σχολειό κοίταζαν να δουν αν το περιστέρι είχε πετάξει. Δουλειά των μαθητών ήταν να αντιγράψουν το περιστέρι όσο πιο πιστά μπορoύσαν.
Με τη σειρά τους οι μαθητές του γινήκαν και αυτοί δάσκαλοι και εκπαίδευσαν νέους δασκάλους και πάντα το θέμα ήταν το τέλειο περιστέρι του ιδρυτή της σχολής. Οπου κάποια ωραία μέρα ένας νεαρός μαθητής κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε ένα πραγματικό περιστέρι. Εμεινε έκθαμβος όταν διαπίστωσε πως ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό που ζωγράφιζαν. Και έκανε το δικό του που στηριζόταν στην πραγματικότητα. Αποτέλεσμα; Του κόψανε το δίπλωμα.
Εκτοτε στο ποτάμι της Ιστορίας κύλησαν πολλοί αιώνες και το ίδιο φαινόμενο ξαναεμφανιζόταν. Οποιος έβλεπε μια άλλη πραγματικότητα από αυτή που ήταν επιτρεπτή, την πλήρωνε με το κεφάλι του. Στην Ευρώπη σήμερα δεν κόβουν κεφάλια. Αλλά έχουν την παντοδυναμία να εξαφανίσουν τις άλλες ιδέες και να μη φτάσουν πουθενά.
Εν τούτοις υπάρχουν πολλές εστίες διαφωτισμού και αντίστασης, όπως και ποικίλα δίκτυα κάθε λογής που κάνουν πολύτιμη δουλειά. Αλλά δεν φτάνουν στον ψηφοφόρο-καταναλωτή, που κατά κανόνα έχει εμμονές και πιστεύει πως το δικό του περιστέρι είναι το σωστό.
Αν δούμε την κινητικότητα των ψηφοφόρων στην Ελλάδα, εκτός από τον σκληρό πυρήνα του κάθε κόμματος, θα διαπιστώσουμε πως ψηφίζουν ανάλογα με την προσφορά του κάθε κόμματος, ακριβώς όπως στα σουπερμάρκετ. Το είδαμε και με τον Αντρέα Παπανδρέου και στην ανανεωμένη του μορφή με τον Αλέξη Τσίπρα.
Η έννοια του κυρίαρχου λαού στην ουσία είναι η έννοια του κυριαρχούμενου λαού που έχει τη δυνατότητα να επιλέξει ολιγάρχες, αλλά τίποτα για τον εαυτό του. Στην ουσία οι εκλογές είναι ένα μεσσιανικό φαινόμενο. Διαλέγεις Μεσσία και συ γυρίζεις σπίτι και περιμένεις το θαύμα που ποτέ δεν έρχεται. Γίνεσαι πιστός, αλλά όχι πολίτης. Με άλλα λόγια, διαλέγεις την ανυπαρξία σου και τη θεωρείς προσωπικότητά σου, χάρη στον Μεσσία.
Αρα για ποια πολιτική μιλάμε όταν όλη η εξουσία είναι στους Μεσσίες-κόμματα; Πρώην σύντροφοι του Τσίπρα τον κατηγόρησαν για προδοσία. Βαριά κουβέντα. Αλλά αντικειμενικά έτσι είναι. Εκανε ακριβώς τα αντίθετα από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και με κοινοβουλευτικό πραξικόπημα πέρασε μια συμφωνία που θέτει την Ελλάδα υπό γερμανική κατοχή.
Εγώ έχω μια άλλη προσέγγιση του φαινομένου. Αυτή η στήλη σε ανύποπτο χρόνο είχε διαπιστώσει πως ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια δεξιά Σοσιαλδημοκρατία, με μια ισχυρή αριστερή πτέρυγα, με αρχηγοκεντρική δομή που δεν χρειαζόταν κόμμα και οργανώσεις, αλλά αυλοκόλακες, προπαγανδιστές, και μηχανισμούς στήριξης. Εξ ου και τα κορυφαία στελέχη του εγκατέλειψαν το κόμμα για να εγκατασταθούν στην κρατική μηχανή.
Η δεξιά Σοσιαλδημοκρατία έψαχνε να βρει την οικογένειά της, που δεν ήταν τίποτ’ άλλο από το παλιό πολιτικό σύστημα, το οποίο από χρόνια βρισκόταν υπό διάλυση, και να του δώσει νέα πνοή. Αλλά πρώτα έπρεπε να δώσει εξετάσεις στα πραγματικά κέντρα εξουσίας.
Και ο Τσίπρας πήγε με δώρα και υποσχέθηκε στον Σόιμπλε να παγώσει το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Και στην κυρία Μέρκελ εξήγησε πως οι γερμανικές αποζημιώσεις είναι ηθικού χαρακτήρα. Και προφανώς περίμενε κάποιο αντάλλαγμα, ίσως κανένα λουκάνικο Φρανκφούρτης, για να φανεί ότι κερδίσαμε και μεις κάτι και να το παρουσιάσουμε στους ιθαγενείς ως θρίαμβο της ελληνικής διπλωματίας.
Ο Βαρουφάκης παραδέχτηκε μετά πως ο μόνος στόχος αυτών των διαπραγματεύσεων ήταν ο εξευτελισμός της ελληνικής αντιπροσωπείας. Και σε αυτή τη διαδρομή γίνεται αντιληπτό πως χωρίς μνημόνιο δεν μπορεί να είσαι πρωθυπουργός. Επιπλέον ήταν μια καλή ευκαιρία για τον Τσίπρα να διασπάσει τον ΣΥΡΙΖΑ, για να απαλλαγεί από την ενοχλητική Αριστερή Πτέρυγα. Ενα ακόμα ατού ήταν πως η δημοτικότητα του αρχηγού ήταν μεγάλη και με εκλογές φαστ φουντ ίσως κέρδιζε και αυτοδυναμία.
Ολα δείχνουν πως κανένα κόμμα δεν μπορεί να κερδίσει την αυτοδυναμία. Και παίζονται διάφορα σενάρια. Στην ουσία πρόκειται για τη δημιουργία του «Εξτρεμιστικού Κέντρου», που κυβερνάει στις πιο πολλές χώρες της Ε.Ε. Η συμφωνία που υπέγραψε στις 12 Ιουλίου 2015 η Ελλάδα, σύμφωνα με τον Ταρίκ Αλί, θα γίνει το ίδιο μισητή με την 21η Απριλίου 1967. Δεν την έχουμε δει ακόμα να εφαρμόζεται. Μας περιμένουν καταστροφή και χάος.

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Οι εκλογές, η Τιμή και η θηλιά


Οι εκλογές, η Τιμή και η θηλιά

11.09.2015

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι κανονικά οι εκλογές γίνονται για την ανάδειξη της κοινοβουλευτικής δύναμης που θα οδηγήσει τον Λαό στην επόμενη τετραετία εφαρμόζοντας το πρόγραμμά της. Στις προσεχείς όμως εκλογές, ποιο θα είναι το πρόγραμμα που θα εφαρμόσει όποιο κόμμα κερδίσει;

Χθες ο κ. Γιούνγκερ μας θύμισε ότι έχει ήδη ψηφιστεί από την Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τις Βρυξέλλες το «εθνικό» μας πρόγραμμα δηλαδή το Τρίτο Μνημόνιο και -ως αληθινός γκαουλάιτερ- μας απείλησε ότι αν δεν το εφαρμόσουμε, θα τιμωρηθούμε σκληρά.

Μεταφέρω τη σκέψη μου στην εποχή της γερμανικής κατοχής και σκέφτομαι πώς θα αντιδρούσαν οι Έλληνες στην περίπτωση που ο τότε γκαουλάιτερ αποφάσιζε να γίνουν εκλογές. Δηλαδή θα δεχόταν να πάρουν μέρος σ’ αυτή τη διακωμώδηση της Δημοκρατίας συγκροτώντας κόμματα με «πρόγραμμα εξουσίας» ή θα έπαιρναν τα βουνά όπως και έγινε, γιατί όπως αποδείχθηκε, οι Έλληνες εκείνης της εποχής ήταν ακόμα πατριώτες περήφανοι και αντιμετώπιζαν τους πάνοπλους γκαουλάιτερ όρθιοι και έτοιμοι να θυσιαστούν για την τιμή και την αξιοπρέπεια της πατρίδας.

Και ερωτώ: Υπάρχει ή όχι σήμερα διακωμώδηση της Δημοκρατίας, όταν κάποιος ισχυρός που πάνω από τα κεφάλια μας ελέγχει 100% τη χώρα μας, μας «αφήνει» να έχουμε κόμματα με διαφορετικές απόψεις, έτσι, για τα μάτια του κόσμου και για τα δελτία των οκτώ, με τον όρο ότι όποιος κι αν κερδίσει τις εκλογές θα είναι υποχρεωμένος να εφαρμόσει το ίδιο πρόγραμμα, δηλαδή αυτό που επέβαλε ο κύριος Γκαουλάιτερ, αφού προηγουμένως κατάφερε να εξασφαλίσει και μια ελληνική υπογραφή.

Κι ας μην διανοηθεί κανείς να αμφισβητήσει την σύγκριση που κάνω ανάμεσα στις δύο κατοχές, τη σημερινή και την προχθεσινή, με τη δικαιολογία ότι τότε υπήρχαν όπλα ενώ τώρα τάχα δεν υπάρχουν. Γιατί τι είναι άραγε η οικονομική ασφυξία; Στην περίοδο της ξένης κατοχής οι Γερμανοί αν δεν τους πείραζες, δεν σε πειράζανε. Όμως τότε, γιατί ξεσηκώθηκαν οι Έλληνες; Ξεσηκώθηκαν βασικά για ηθικούς λόγους. Γιατί ντρέπονταν να τους διατάζουν οι άλλοι και να αποφασίζουν για τη ζωή τους οι άλλοι. Ξεσηκώθηκαν για την Τιμή! Γι’ αυτή την έρμη Τιμή, που για μας, για όλους τους περήφανους και ελεύθερους πατριώτες, ήταν η πεμπτουσία της ύπαρξής μας.
Εγώ και η «Σπίθα» θα εξακολουθήσουμε να θεωρούμε αυτή την Τιμή και την Αξιοπρέπεια ως την πεμπτουσία του Έλληνα πατριώτη και γι’ αυτό αντιμετωπίζουμε τις εκλογές σαν τραγική ειρωνία, ένα παιχνίδι των κυρίων Γιούνγκερ για να είμαστε φρόνιμα και καλά παιδιά, με την ψευδαίσθηση ότι είμαστε κυρίαρχος Λαός! Εμείς δεν πρόκειται να βοηθήσουμε τους ξένους να βάλουν τη θηλιά στο λαιμό μας!

Αθήνα, 11.9.2015

Μίκης Θεοδωράκης


Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Ασπρα Γένια



 Γενικά, δεν ακολουθώ τη μόδα. Νόμιζα λοιπόν ότι ήθελα να είμαι στη μόδα τις ανέμελες εκείνες μέρες της νιότης μου που αποφάσισα να αφήσω γένια.   

Αλλά με την πάροδο των χρόνων το γένι μεγάλωσε και ήταν άσπρο! Κι έτσι αντί να πάω στη μόδα, πήγα στα αποδυτήρια. Αντί να φυτρώσει κάτι σέξι απ’ τα σαγόνια μου, φύτρωσε κάτι …σεβάσμιο! Και ανατριχιαστικό! Σαν το χιόνι που πέφτει πάνω στους τάφους.

 Οταν οι τρίχες έπλεξαν τον αργυρό τους βρόχο γύρω από το λαιμό μου, τα ‘παιξα. Δεν ήμουνα αυτός που περίμενα, αλλά ένας silver daddy. Οι φίλοι μου διχάστηκαν. Άλλοι μου είπαν ότι μου πάει, άλλοι μου είπαν :
“Ευλόγησον παππούλη”.   


Κι εγω, ξύπναγα τη νύχτα να πάω στο μπάνιο, κι έβλεπα μισοκοιμισμένος στον καθρέφτη ένα φωσφορικό πάλλευκο γένι να αιωρείται στο σκοτάδι, σαν το σαρδόνιο χαμόγελο του αόρατου γάτου στην Αλίκη. Κάποιος μου έκανε πλάκα -ας πούμε υπαρξιακή. Με μια στιλάτη κατραπακιά, είχα συνειδητοποιήσει ότι είμαι ένας σιτεμένος άντρας, ετών 43. 

Τελεία.   

Το ‘κλεβα για καιρό, χωρίς να προσπαθώ ιδιαιτέρως. Βοήθησε το ότι δεν είχα αρρώστιες, μια δουλειά που αγαπούσα, η παρέα με νεότερους. Ξεχάστηκα.    

Μέχρι που με έριξαν ανάσκελα λίγες εκατοντάδες άσπρες τρίχες. Αν και φέτος, η κακή μέρα φάνηκε απ΄ το πρωί. Κάτι πονάκια στις αρθρώσεις, μια μίρλα για κινδύνους που άλλοτε έτρωγα με το κουτάλι. Κυρίως, μια κάμψη της περιέργειάς μου. Κάποιο λάκο είχε η φάβα. Είτε ζω εντελώς μονόχνωτα πια, είτε όντως αυτό ήταν όλο. Είτε και τα δύο μαζί. 

Αλλά για στάσου, από τα 43 να αρχίσει το μοιρολόϊ κι ο αποχαιρετισμός; Νωρίς δεν είναι;   
Για ένα διάστημα, αποχάζεψα ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά της τσαντίλας και του πένθους. Πότε έτσι πότε γιουβέτσι. “Θα το επιβάλλω!” έλεγα μέσα μου, “είναι που δεν έχω συνηθίσει να με βλέπω έτσι” και μετά με έπιανε το παράπονο, που δεν μπορούσα να το εκφράσω ούτε με τις τρίχες μου, πόσο μάλλον με τη σάρκα μου, που με πρόδωσε πρώτη. Μένουν βέβαια τα μάτια. Κι η καρδιά. Αλλά αυτός είναι ένας μυς δύστροπος και πολύ κρυμμένος.

Η καρδιά είναι μπέρδεμα.   

Δεν ξέρω πώς νιώθει ο εξηντάρης που γεμίζει τατουάζ,  χαϊμαλιά, σκουλαρίκια και μια αρμαθιά λουράκια στον καρπό. Φαντάζομαι θα νιώθει όπως εγώ τη μέρα που αποφάσισα να αφήσω γένι. 
Θα νιώθει κάτι ανησυχητικό να πλησιάζει και λίγο το έδαφος να έχει υποχωρήσει. Θα νιώθει ότι δεν τον κοιτάνε πια οπως τον κοιτούσαν, ότι πολύ αραιότερα σκαλώνει κάποιο βλέμμα στο βλέμμα του. 
Μιλώ για περιπτώσεις ήπιας “εξέγερσης”, σαν και μένα: πού απλώς αφήνουν γένια, χωρίς να ξέρουν ότι εκείνο που λαχταράμε πιο πολύ, εκείνο μάς ξεβρακώνει.   

Είδα προάλλες την φωτογραφία του Μπουτάρη, φίσκα στα σύμβολα  -και ήθελα πραγματικά να τον ρωτήσω, γιατί τόση υπερπροσπάθεια, γιατί τόσος εκβιασμός μοντερνικότητας; Είναι επιλογή ή μοίρα;   Όσο κι αν η αφορμή σάς φαίνεται γελοία, μπήκα σε μαύρες σκέψεις. Δεν ήταν τα γένια. Ήταν που κατάλαβα ότι  κάθε πράμμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο. Έχει εποχές και το σώμα. Και η ζωή η ίδια είναι ένα ανθισμένο φλόκι, που ξεθυμαίνει μετά την απομάκρυνση από το ταμείο του σώματος (sic). Είναι λογικό να το θέλουμε. Είναι όμως λογικό να το υποστέλλουμε συνειδητά κάποια στιγμή;  Γιατί τα γηρατειά πρέπει να έχουν κοντά χέρια; Είναι η φοβία πώς θα φανούμε στους άλλους ή είναι δικαίωμά μας να το κάψουμε μέχρι να μη μας παίρνουν τα πόδια μας; Ροκάροντας μέχρι να κλατάρεις, γίνεσαι ήρωας ή καραγκιόζης;   
Υπάρχουν τόσες απαντήσεις, όσοι και άνθρωποι.      
Την άλλη μέρα ξύπνησα με ένα αίσθημα ανακούφισης. Δεν μου άρεσε η φάτσα μου, μου άρεσε όμως ο εαυτός μου. Αλλά και πάλι ποτέ δεν μ’ άρεσα. Είδα τις προάλλες κάτι νεανικές φωτογραφίες μου και τά ‘χασα. 


Μύκονος καλοκαίρι 1991

Νόμιζα ότι ήμουν το πιο άχαρο παιδί του κόσμου, όμως έβλεπα ένα ωραίο αγόρι. Μου το ΄λεγαν τότε κάποιοι, αλλά δεν το πίστευα (ανασφάλειες λέγονται.)   Γι αυτό, λέω στον εαυτό μου, “Κούλαρε. Τι θέλεις πια; Να σέρνεις πίσω σου το καροτσάκι τεσσάρων δεκαετιών και να παραμερίζουν τα εικοσάχρονα στα μπαρ κάνοντας Ουάου, μπήκε ο awsome!? 

Σκέψου ότι στα 65 σου, αν ζεις, θα βλέπεις τις τωρινές σου φωτογραφίες και ίσως πάλι εκπλήσσεσαι πόσο μια χαρά είσαι, άπληστο εκτόπλασμα του Ντόριαν Γκρέϊ! 

Δες τη δουλειά σου, τους φίλους σου, τους ανθρώπους που αγαπάς. Και την επιθυμία, που είναι εκ φύσεως ζημιάρικη, αφού τη ρεγουλάρεις, διαχώρισέ την από την ματαιοδοξία… 

Πίσω απ’ το λόφο, κάτω από τα άστρα, δίπλα σε ποταμάκια μπύρας κι έκστασης χιλιάδες, εκατομμύρια εικοσάχρονα γαμιούνται. 

Μη τα ζηλεύεις. Το είδες το έργο. Άσε και κάποιον άλλο να το δεί!  

Υποσχέθηκα ότι θα ασχοληθώ πάλι με το χρώμα στα γένια μου στα 65, τότε που θα πηγαίνω στις λέσχες για μπιρίμπα. 

Κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις. 

Έτσι λοιπόν, προχθές το βράδυ, έκανα μια βόλτα στην παραλία, είδα το πλήρες φεγγάρι, γύρισα στο δωμάτιο μου και άρχισα να ξυρίζομαι όπως κάθε Κυριακή. Α, γαμήσου νεότητα κι εσύ, θα συνεχίσω να αφήνω γένια άσχετα από το χρώμα τους!  

                                      Ακριβώς 43 και τα σκυλιά δεμένα.


Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Σκηνοθετόντας την κόλαση




 Όσο περνούν τα χρόνια από το απρόσμενα γρήγορο φευγιό του Νίκου Νικολαΐδη τόσο πιο επίκαιρες  γίνονται οι ταινίες του.

 «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα» (1979),«Γλυκιά Συμμορία» (1983),«Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα» (2002),«The Zero Years» (2006) αλλά ειδικά η «Πρωινή Περίπολος» (1987).Έτσι σήμερα αποφασίσαμε να  κάνουμε μια κάθοδο στην κόλαση για να βρούμε μια καλή παρέα.

Πράξη Πρώτη

  • Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, διαφημιστής και συγγραφέας. Ως κινηματογραφιστής δημιουργός διαμόρφωσε ένα προσωπικό ύφος, που τον κατέταξε ανάμεσα στους πρωτοπόρους του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (ΝΕΚ) και τους σημαντικούς δημιουργούς της 7ης τέχνης στη χώρα μας.
Γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1939 στην Αθήνα και μεγάλωσε στα Εξάρχεια. Σπούδασε σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου και σκηνογραφία στη Σχολή Βακαλό. Στο χώρο του κινηματογράφου μπήκε το 1960 ως βοηθός του σκηνοθέτη Βασίλη Γεωργιάδη και δύο χρόνια αργότερα υπέγραψε την πρώτη του ταινία, τη μικρού μήκους «Lacrimae Rerum», εμπνευσμένη από ένα ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα.
Το 1975 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο «Ευρυδίκη ΒΑ 2037», που δίχασε κοινό και κριτικούς στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αλλά ανέδειξε ένα νέο δημιουργό με φρέσκια ματιά. Η ταινία, που ανήκε στο χώρο του φανταστικού, απέσπασε δύο βραβεία (πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και σκηνογραφίας). Ο Νικολαΐδης τη θωρούσε ως την πιο στέρεη και δομημένη ταινία του.
Το 1977 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Ο οργισμένος Βαλκάνιος», με ήρωες δύο περιθωριακούς τύπους, τον Φάνη και την Τερέζα. Αμέσως δημιουργεί αίσθηση με την ωμότητα των σκηνών και την κυνικότητα των ηρώων του. Από τότε το βιβλίο είναι ένα από τα μπεστ-σέλερ της ελληνική πεζογραφίας.
Ο Νικολαΐδης έγινε ευρύτερα γνωστός με τη δεύτερη ταινία του «Τα κουρέλια τραγουδούν ακόμα» (1979), με πρωταγωνιστές τους Άλκη Παναγιωτίδη, Χρήστο Βαλαβανίδη, Κωνσταντίνο Τζούμα και Όλια Λαζαρίδου. Με την ταινία του αυτή έθεσε ερωτήματα που παρέμεναν στο περιθώριο μιας πολιτικοποιημένης εποχής. Ο τίτλος της έγινε το σύνθημα μιας γενιάς που έβλεπε να ξεθωριάζουν τα οράματα του γαλλικού Μάη και να ξεπροβάλλει μπροστά της μια σκληρή εποχή, όπου δεν θα υπήρχε χώρος για ρομαντικά προστάγματα.
Ακολούθησαν ακόμη επτά ταινίες (έξι κινηματογραφικές και μία τηλεταινία) και δύο μυθιστορήματα, μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου 2007, που έφυγε ξαφνικά από τη ζωή σε ηλικία 68 ετών. Ένα χρόνο νωρίτερα, ο ίδιος είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τον κινηματογράφο και να ασχοληθεί με τη μουσική.
Οι ήρωες του Νικολαΐδη αγαπούν το ροκ εν ρολ, είναι απολύτως αντισυμβατικοί, ζουν στο περιθώριο και στο τέλος χάνονται, όχι από επαναστατικό μένος, αλλά από επιθυμία να πεθάνουν όποτε θέλουν και με τον τρόπο που θέλουν. Στις ταινίες του προβάλλει έντονα την αγωνία του για ένα μέλλον ζοφερό, εφιαλτικό και απρόσωπο, όπου ο ιδιωτικός χώρος ελέγχεται, τα συναισθήματα συνθλίβονται και ο έρωτας δεν έχει νόημα. Ακόμη και όταν επαναδιαπραγματεύεται έννοιες όπως η φιλία και η συντροφικότητα, οι ήρωές του έχουν «απλήρωτους λογαριασμούς» με τη ζωή και επιλέγουν ως έξοδο το θάνατο.
Φανατικός σινεφίλ, ο Νίκος Νικολαΐδης έβλεπε δύο με τρεις ταινίες την ημέρα σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα στο σπίτι του στην Κηφισιά. Αγαπημένοι του σκηνοθέτες οι Τζέρι Λούις, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Όρσον Γουέλς, Ρόμπερτ Όλντριτς, Ρόμπερτ Σιόντμακ και Τσάρλι Τσάπλιν. Από τους σύγχρονους ξεχώριζε τον Εμίρ Κουστουρίτσα, τον Μάικλ Γουίντερμποτομ και τον Λαρς φον Τρίερ.

Είπε...


Για τις ταινίες του:
Όλες οι ταινίες μου αποτελούν κεφάλαια δύο μυθιστορημάτων, που με τα χρόνια ολοκληρώθηκαν. Το πρώτο μυθιστόρημα με τίτλο «Το σχήμα του εφιάλτη που έρχεται» ορίζεται μέσα από την τριλογία «Ευρυδίκη ΒΑ 2037», «Πρωινή Περίπολος» και «The Zero Years» και το δεύτερο με τον τίτλο «Όχι πια εδώ» καλύπτεται από τις ταινίες «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα», «Γλυκιά Συμμορία» και «Ο χαμένος τα παίρνει όλα», κύκλος που και αυτός έκλεισε και περιέχει και τα βιβλία μου «Ο Οργισμένος Βαλκάνιος» και «Γουρούνια Στον Άνεμο». Μένει ανολοκλήρωτο το κείμενο «Αυτοί που αγάπησαν ένα πτώμα», δηλαδή τα «Singapore Sling» και «Θα σε δω στην κόλαση αγάπη μου», μαζί με τις δυο ανέκδοτες νουβέλες μου «Ο Ιούλιος και ο Συμεών στον Άδη». Οι ήρωες μου όμως συχνά - πυκνά περιφέρονται από το ένα στο άλλο μυθιστόρημα, πολλές φορές με πρόσωπο παραλλαγμένο. Θα έλεγα ότι στο «The Zero Years» συναντιούνται όλοι, πλην εκείνων των «Singapore...» και «Θα σε δω...».
Για τον Παλιό Ελληνικό Κινηματογράφο (ΠΕΚ):
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, υπήρξε ένα ρεύμα που προσπαθούσε να φέρει μια ανανέωση και να αποτινάξει τον παλιό κινηματογράφο, τον οποίο εγώ τον θεωρώ σκουπίδι. Επειδή έχουν γίνει 15 καλές ταινίες με τον Χατζηχρήστο, τη Βασιλειάδου και τον Αυλωνίτη δεν σημαίνει τίποτα. Εμείς δώσαμε μια μάχη να το αποτινάξουμε αυτό το πράγμα. Και τώρα βλέπουμε τους θεωρητικούς της ναϊφ περιόδου, «τι ωραία που ήταν τότε η Αθήνα» και «τι γλυκά που ήταν τότε τα πράγματα» και «τι απαλά που ήταν τότε τα συναισθήματα». Ένα κλισέ του κερατά ήταν. Αυτοί μας κοροϊδεύανε και μας έλεγαν «η όρθια διανόηση». Και γύριζαν πέντε ταινίες το 15ήμερο. Στο ίδιο ντεκόρ, με τους ίδιους ηθοποιούς, με άλλα ρούχα.
Για την απόφασή του να εγκαταλείψει το σινεμά:
Το αποφάσισα μόλις τελείωσα το σενάριο του «The Zero Years». Το «γιατί» βρίσκεται τελικά στο ότι (και ας ακούγεται υπερφίαλο...) το σινεμά πια είναι ένα πεδίο που δεν έχει μυστικά και το θεωρώ πλέον κατακτημένο χώρο. Εν ολίγοις, άρχισα να το βαριέμαι. Ασχολούμαι ήδη με αυτό 45 χρόνια, αρκετά. Τώρα θέλω ν' ασχοληθώ με τη μουσική.
Για τη «σκοτεινή αίθουσα»:
Σταμάτησα να πηγαίνω σινεμά, όταν άρχισαν να πέφτουν στην αίθουσα πασατέμποι, κομπολόγια και κινητά.
Για το Ίντερνετ:
Είναι η λεωφόρος των σκουπιδιών και η λεωφόρος των διαμαντιών, είναι ανάλογα πώς θα το ψάξεις, και πού θα πέσεις.

Φιλμογραφία

  • «Lacrimae Rerum» - Μικρού μήκους (1962)
  • «Άνευ Όρων» - Μικρού μήκους (1964)
  • «Ευρυδίκη Β.Α. 2037» (1975)
  • «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα» (1979)
  • «Γλυκιά Συμμορία» (1983)
  • «Πρωινή Περίπολος» (1987)
  • «Singapore Sling» (1990)
  • «Το Κορίτσι με τις Βαλίτσες» - Τηλεταινία (1993)
  • «Θα σε Δω στην Κόλαση, Αγάπη μου» (1999)
  • «Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα» (2002)
  • «The Zero Years» (2006)

Βιβλία


  • «Οι Τυμβωρύχοι» - Διηγήματα (1964)















  • «Ο Οργισμένος Βαλκάνιος» - Μυθιστόρημα (1977)


















«Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα» - Σενάριο (1980)












«Γλυκιά Συμμορία» - Μυθιστόρημα (1984)












«Γουρούνια στον Άνεμο» - Μυθιστόρημα (1993)
















  • «Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα» - Σενάριο (2003)

















«Μια Στεκιά Στο Μάτι Του Μουντεζούμα» - Μυθιστόρημα (2007)



















Πράξη Δεύτερη
Αν ισχύει ότι ο χρόνος είναι ο τελικός κριτής ενός καλλιτεχνικού έργου, τότε κανείς δεν θα διαφωνούσε πως ο χρόνος υπήρξε μάλλον ο μεγαλύτερος θαυμαστής του έργου του Νίκου Νικολαΐδη.
Ιδιότυπη περίπτωση δημιουργού, ακόμη και την εποχή που ξεκινούσε να φιλμογραφεί το ιδιωτικό του σύμπαν, οι οκτώ μεγάλου μήκους ταινίες που παρέδωσε μέσα στο διάστημα των 30 χρόνων ενεργής δράσης ο Νίκος Νικολαΐδης βρίσκουν συνεχώς νέους θαυμαστές, δικαιώνονται για όλα αυτά που, υπο τις συνθήκες της εποχής της δημιουργίας τους, κατηγορήθηκαν και αποκαλύπτουν, άλλοτε διακριτικά και άλλοτε εξόφθαλμα την επίδραση που έχουν στο σημερινό ελληνικό σινεμά.
Χωρισμένες άτυπα σε δύο εποχές (1975 – 1990, 1990 – 2005) και δύο ατμόσφαιρες (την επιστημονική φαντασία και τις ταινίες «της παρέας») , οι οκτώ ταινίες του διαφέρουν μεταξύ τους όσο και μοιάζουν. Ιδιότροπες, σκοτεινές, αστείες, πεσιμιστικές, προφητικές, εγκεφαλικές, άνισες μεταξύ τους, διακρίνονται όλες από έναν συγκεκριμένο κόσμο, τον οποίο ο Νικολαΐδης δεν απαρνήθηκε ποτέ, πάντοτε σε απόλυτη συνάφεια με τη γενικότερη στάση του απέναντι στο σινεμά, την τέχνη, τη ζωή.

Επειδή, όμως, ο χρόνος μπορεί εκτός από καλύτερος φίλος ενός καλλιτεχνικού έργου να γίνει την ίδια στιγμή και ο χειρότερος εχθρός του, ο γιος του Νίκου Νικολαΐδη, Συμεών (aka Simon Bloom), φρόντισε προσωπικά για την αποκατάσταση των ταινιών του πατέρα του, παρουσιάζοντας τις για πρώτη φορά καθαρισμένες ψηφιακά με εικόνα και ήχο που ταιριάζουν στην τεχνική αρτιότητα που πάντοτε χαρακτήριζε το έργο του.
Μιλώντας στο Flix, με αφορμή το αφιέρωμα στο έργο του πατέρα του στην Ταινιοθήκη, ο Συμεών Νικολαίδης μας εξήγησε τους λόγους αυτής της κυκλοφορίας: «Μέχρι σήμερα το έργο του Νίκου υπήρχε σε DVD σε πάρα πολύ κακή ποιότητα. Τα τελευταία τρία χρόνια ασχολήθηκα προσωπικά για να αποκατασταθεί ο ήχος και η εικόνα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ηθελα να κρατήσω περισσότερο ένα αμερικανικό επίπεδο, πράγμα πρωτόγνωρο για την εγχώρια παραγωγή. Τα εμπόδια ήταν πολλά, αλλά ήταν μια διαδικασία που έπρεπε να γίνει. Ολες οι ταινίες καθαρίστηκαν ψηφιακά καρέ-καρέ και έγινε αποκατάσταση των χρωμάτων. Φτιάχτηκαν αγγλικοί υπότιτλοι από την αρχή και επίσης καθαρισμός και εξισορρόπηση του ήχου. Ηταν μια μακροχρόνια εργασία, εφόσον έγινε όχι για μία αλλά για οκτώ ταινίες. Το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ καλό και νομίζω θα εκτιμηθεί από όλους τους θαυμαστές του. Πολύ απλά, θα δουν πράγματα που δεν είχαν προσέξει μέχρι σήμερα και που ήταν μέρος του οράματος του Νίκου.»
Και κάπως έτσι, οι οκτώ μεγάλου μήκους ταινίες του Νίκου Νικολαΐδη (συν το μεσαίου μήκους «Lacrimae Rerum») κυκλοφορούν επεξεργασμένες, με αγγλικούς υπότιτλους και με καινούρια εξώφυλλα σε μια κασετίνα, ή και μεμονωμένα μόνο on line στις διευθύνσειςwww.nikosnikolaidis.com και www.restlesswind.com
Νίκος Νικολαΐδης – Φιλμογραφία (8 DVD, Restless Wind)

Ευριδίκη ΒΑ 2037 (1975)
Υπόθεση / Η Ευριδίκη ζει φυλακισμένη σ’ ένα σπίτι – Αδη – σε μια χώρα με δικτατορικό καθεστώς. Περιμένει να την μεταφέρουν «κάπου αλλού» γιατί η φυλάκισή της σ’ αυτό το χώρο τελείωσε. Ο κρατικός εγκέφαλος όμως που προγραμματίζει τις μετακινήσεις, την κοροϊδεύει επί μέρες τώρα ή και χρόνια. Ενας αγαπημένος, χαμένος από χρόνια – Ορφέας – επικοινωνεί μαζί της και ζητάει να την ξαναδεί. Η Ευριδίκη τον δέχεται με την ελπίδα πως κάτι θ’ αλλάξει, αλλά και με φόβο για οτιδήποτε καινούργιο θα φανεί. Ο Ορφέας έρχεται, σαν ένας νέος θάνατος όμως, κι όχι σαν ελευθερωτής. Η Ευριδίκη θα τον σκοτώσει και θα μείνει για πάντα στην κόλασή της.
Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Νίκου Νικολαΐδη διαβάζει ξανά τον μύθο του Ορφέα και της Ευριδίκης μετατρέποντας τον Αδη σε ένα ασφυκτικό σύμπαν καφκικών και οργουελικών αναφορών που στην αυγή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας δίνει καθαρό το πολιτικό, αλλά κυρίως κινηματογραφικό στίγμα του δημιουργού του. Επιστημονική φαντασία, μινιμαλισμός και ποιητική αφαίρεση ορίζουν τo «ελεύθερο» και «καταραμένο» σινεμά του Νικολαΐδη αναδεικνύοντας τις σκηνογραφικές ακροβασίες της συντρόφου του, Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου και την ασπρόμαυρη υποδειγματική φωτογραφία του Γιώργου Πανουσόπουλου.
«Κάποιοι σοβαροί Ιταλοί κριτικοί ισχυρίστηκαν ότι με την “Ευριδίκη” βρίσκουν επιτέλους την εφαρμογή τους οι α-κινηματογραφικές θεωρίες του Λιοτάρ κι ότι λύνονται πολλά προβλήματα που απασχολούσαν τον Παζολίνι χρόνια. Ντρέπομαι γιατί δεν ήξερα και δεν ξέρω  τίποτα για τις θεωρίες του Λιοτάρ και για τα προβλήματα που απασχολούσαν τον Παζολίνι.» Ν.Ν.
Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμη (1979)

Υπόθεση / Πέντε φίλοι – σαραντάρηδες σήμερα – εκπρόσωποι της γενιάς του ’50, ξανασυναντιούνται μετά από πολλά χρόνια σιωπής. Ο ένας έρχεται από φυλακή, όπου μπαινοβγαίνει χρόνια, ο άλλος από μια σειρά τυφλών φόνων, ο τρίτος αφήνοντας πίσω του γυναίκα και παιδιά, ο άλλος από την περιπλάνηση και η τελευταία, το κορίτσι της παρέας, σκαστή απ' το τρελοκομείο όπου χρόνια κρύβεται... Μετέωροι όλοι, τυραννισμένοι από άγονους έρωτες, σημαδεμένοι απ' το θάνατο αγαπημένων συνομηλίκων, προδομένοι από την πολιτική των καιρών τους, προσπαθούν – μάταια όμως – να ξαναστήσουν την παλιά συμμορία της εφηβείας τους. Η επανάσταση χάθηκε. Ο καθένας θα τραβήξει τώρα για το δικό του θάνατο, ανοίγοντας έτσι ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της γενιάς του.
Η ταινία που καθιέρωσε τον Νικολαΐδη δεν ήταν παρά το δικό του ρέκβιεμ στο τέλος των 60s, στην αμερικάνικη μουσική που ακούγεται στο βάθος από βινίλιο, σε όλες αυτές τις ανώνυμες προσωπικότητες που έμειναν στο περιθώριο, αρχικά από ανάγκη και τελικά από επιλογή. Μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών, τα «Κουρέλια...» θεωρήθηκαν επικίνδυνα, παρακμιακά, απαγορεύτηκαν από τη δεξιά κυβέρνηση, αλλά βρήκαν τη θέση τους ως ένα από τα πρώτα «cult» φιλμ της ελληνικής κινηματογραφίας.
«Η ταινία πρέπει να διαβαστεί σαν ένα κεφάλαιο απ’ το μυθιστόρημα μιας γενιάς που ακόμα δεν άρχισε να γράφεται. Μιας γενιάς που κάτω από ιδιαίτερες πολιτικές πιέσεις, καταδικάστηκε στη σιωπή γιατί αρνήθηκε να μαζικοποιηθεί, να καταναλώσει κουλτούρα, να περάσει από πολιτικά λούκια και διεκδίκησε το δικαίωμα να διαφωνεί ακόμα, ακόμα να φαντάζεται και να ερωτεύεται.» Ν.Ν.
Γλυκιά Συμμορία (1983)

Υπόθεση / Το ημερολόγιο της ζωής και του θανάτου μια ομάδας «ανήθικων» νέων, που έχουν φτάσει στο σημείο της «μη επιστροφής» και αναζητούν κάτι να πιστέψουν και να πεθάνουν γι’ αυτό. Η συμπεριφορά τους τραβάει την προσοχή του Κράτους. Αρχίζει η διακριτική παρακολούθησή τους. Μια ομάδα μυστικών περικυκλώνει το σπίτι τους με επικεφαλής έναν άγνωστο ξανθό άνδρα... και περιμένει.
Συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε με τα «Κουρέλια...», ο Νίκος Νικολαΐδης δίνει μια τελειωτική γροθιά κάτω από τη μέση στην υποκρισία της ελληνικής κοινωνίας, επιστρατεύοντας και πάλι τους αγαπημένους του περιθωριακούς ήρωες, εδω σε ένα παιχνίδι της πραγματικότητας με τη φαντασία που ξαφνιάζει ακόμη και σήμερα. Οχι μόνο για το θράσος τους, αλλά για την αυθεντικότητα του που ορίζει εξ αρχής τα μέλη αυτής της «Συμμορίας» ως μυθικά πρόσωπα, καταδικασμένα να καούν ενωμένα.
«Η ταινία είναι μια μελωδία άγνωστη που τη νοιώθεις σαν να ’ρχεται απ’ τα παλιά σου. Κάποτε νομίζεις πως την έπιασες και τη σιγοσφυρίζεις, μετά από λίγο σου ξεγλιστράει και απογοητεύεσαι, κι έπειτα, κάποιο βράδυ πετάγεσαι απ’ τον ύπνο σου, σίγουρος πως την αιχμαλώτισες αυτή τη φορά, για να ξυπνήσεις το πρωί και να ’χεις ξεχάσει αν ήταν αλήθεια η όνειρο.... Οχι, δεν ξέρω τι είδους ταινία είναι η "Γλυκιά Συμμορία"...» Ν.Ν.
Πρωϊνή Περίπολος (1987)

Υπόθεση / Σε μια έρημη και κατεστραμμένη πόλη, μια γυναίκα βαδίζει ολομόναχη. Προσπαθεί να διασχίσει την απαγορευμένη ζώνη και να φτάσει στη θάλασσα. Παντού παραμονεύουν παγίδες και η Πρωινή Περίπολος την παρακολουθεί. Οι μηχανισμοί της πόλης λειτουργούν ανεξέλεγκτα. Ηλεκτρονικές φωνές καλούν τους ανύπαρκτους πολίτες να εγκαταλείψουν την πόλη. Ενας άντρας, από τους λίγους επιζώντες, που τώρα φρουρεί την πόλη, εμφανίζεται ξαφνικά κοντά της. Την βοηθάει να φτάσει εκεί απ’ όπου κανείς δεν γύρισε για να πει αν στ’ αλήθεια υπάρχει.... στη θάλασσα. Θα πλησιάσουν ο ένας τον άλλον, θα προσπαθήσουν να θυμηθούν το παρελθόν. Θα ξετυλίξουν μαζί το κουβάρι της μνήμης που μπλέχτηκε στη διάρκεια ενός ολέθρου.
Επιστρέφοντας στην επιστημονική φαντασία της «Ευριδίκης», ο Νικολαΐδης υπογράφει με την «Πρωινή Περίπολο» ακόμη μια διαδρομή προς το τέλος του κόσμου. Σε ένα δυστοπικό σύμπαν, όπου απουσιάζουν η δράση και ο λόγος, ένας άντρας και μια γυναίκα, ως άλλοι πρωτόπλαστοι προσπαθούν να ξαναβρουν όλα αυτά που τους ενώνουν προκειμένου να επιβιώσουν. Σχόλιο για τη σύγχρονη εποχή, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το θάνατο ως μόνη διέξοδο.
«Μια ταινία που ακόμα με φοβίζει και αποφεύγω να τη βλέπω... Πιστεύω ότι, όπως και η "Eυριδίκη BA 2037", είναι μια ταινία μπροστά από την εποχή της.» Ν.Ν.
Singapore Sling (1990)

Υπόθεση / Ο Singapore Sling είναι ένας από κείνους τους τύπους χωρίς λεφτά, σπίτι και φίλους, που κυνηγούν χαμένες υποθέσεις με γυναικεία ονόματα και μπλέκονται σε ιστορίες που δεν οδηγούν πουθενά. Η δική του ιστορία λεγόταν Λάουρα και τη συνάντησε πριν από πολλά χρόνια. Αν και υποψιάζεται πως το κορίτσι που γυρεύει τόσα χρόνια έχει πεθάνει και πως είναι ερωτευμένος μ’ ένα πτώμα, αυτός συνεχίζει να το ψάχνει.  Ετσι, ένα βράδυ με βροχή και θύελλα, πληγωμένος και χωρίς να ’χει πια να χάσει τίποτα, φτάνει σ’ ένα σπίτι, γιατί πιστεύει πως εκεί μπορεί να βρίσκεται η Λάουρα. Όμως, στον κήπο του σπιτιού, δυο γυναίκες προσπαθούν να θάψουν το πτώμα ενός άντρα -αλλά o Singaρore Sling με μια σφαίρα στον ώμο δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα.
Φτάνοντας στο απόγειο της σκηνοθετικής του βιρτουοζιτέ, ο Νικολαΐδης έφτιαξε με το «Singapore Sling» ένα κοκτέιλ – μολότοφ ανακατεύοντας το νουάρ, τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ, την πορνογραφία και το σπλάτερ στην ταινία που θα στιγματιζόταν από το πιο αιχμηρό ασπρόμαυρο (υπεύθυνος ο Αρης Σταύρου) του μέχρι τότε ελληνικού κινηματογράφου. Ακόμη και ο όρος «cult» αδυνατεί να κλείσει μέσα του τις εκρήξεις αισθητικής, ελευθεριότητας και αγριότητας που κάνουν το «Singapore Sling» μια μοναδική περίπτωση απελευθέρωσης των μέσων, των ειδών και των ιδεών.
«Με το Singapore Sling, είχα την εντύπωση ότι γύριζα μια κωμωδία, με στοιχεία από την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία...Αργότερα, όταν κάποιοι Ευρωπαίοι και Aμερικάνοι κριτικοί την χαρακτήρισαν  σαν μια από τις "πιο ενοχλητικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ", άρχισα να πιστεύω ότι κάτι δεν πάει καλά με μένα. Αργότερα, όταν η αγγλική λογοκρισία απαγόρευσε την προβολή της, κατάλαβα ότι τελικά κάτι δεν πάει καλά μ’ όλους μας.» Ν.Ν.
Θα Σε Δω στην Κόλαση Αγάπη Μου (1999)

Υπόθεση / Αυτό που για τους άλλους είναι κόλαση, για μας είναι το σπίτι μας. Αυτή είναι η ιστορία της Βέρας, της Έλσας και ενός άντρα που αγαπήθηκαν πολύ. Ετσι ξεκίνησαν να μεγαλώσουν μαζί αλλά δεν πήγαν και πολύ μακριά. Αφήνοντας πίσω τους έναν κόσμο ερειπωμένο και γεμάτο παγίδες, οι ήρωες ξεκινάνε μια νυχτερινή πορεία παραίσθησης, απελπισμένης τρυφερότητας και βίας, όπου ο καθένας με τον δικό του ύπουλο και ανατριχιαστικό τρόπο, προσπαθεί να εξοντώσει τον άλλο, για να κερδίσει μόνος του την Κόλαση…
Σεξ, βία και θάνατος. Γνωστό τρίπτυχο για τον Νικολαΐδη που στην αυγή των 00s κλείνεται οριστικά στον εαυτό του για να παραδώσει την πιο κλειστοφοβική, αυτοαναφορική, άνιση και τελικά προσωπική του ταινία. Με κέντρο μια πισίνα και τρεις ήρωες στα όρια του βαμπιρισμού, ο Νικολαΐδης, αποκομμένος από τον εξωτερικό κόσμο κάνει βουτιά στην ματαιότητα των πάντων.
«Η ταινία είναι ένα νεκρορομάντζο στο σκοτάδι και τη μαστιγωτική υγρασία των ανεκπλήρωτων επιθυμιών και των φαντασμάτων, εκεί που φυτρώνουν τα υπέροχα σαρκοβόρα άνθη του φιλμ νουάρ…» Ν.Ν.
Ο Χαμένος Τα Παίρνει Ολα (2002)

Yπόθεση / Ο Ανδρας, κάπου γύρω στα 40 του, μόνος, παρέα με τσιγάρα, μπύρες, χάπια και τον Μπελαφόντε, το καναρίνι του. Χωρίς παρόν, χωρίς μέλλον αλλά με παρελθόν. Με πειραγμένη υγεία και θολό μυαλό από μια σκάρτη ζωή και αρκετούς μπάτσους που δεν γουστάρουν τη φάτσα του. Α! ναι, και τις εμμονές του στην Αποκάλυψη του Ιωάννη…
Μεταφέροντας το πνεύμα της «Γλυκιάς Συμμορίας» και του «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμη» στα 90s, o Νικολαΐδης παραδίδει με τον «Χαμένο..» την ίσως πιο ολοκληρωμένη του ταινία. Ενα ρομαντικό ποίημα γραμμένο από τον ίδιο προς την χαμένη γενιά κάθε δεκαετίας, εδώ προσθέτοντας στη μυθολογία του έναν ήρωα καταδικασμένο να ανήκει στο σύμπαν του, τον Γιάννη Αγγελάκα, ηγετική μορφή του συγκροτήματος «Τρύπες». Μαζί του, ο Νικολαΐδης περιηγείται σε μια εποχή που επειδή ακριβώς δεν την κατανοεί προσπαθεί να την αποκωδικοποιήσει σπέρνοντας ψήγματα αισιοδοξίας και coolness στο κατεξοχήν πεσιμιστικό σύμπαν του.
«Μ’ ενδιαφέρει ο τρόπος που η ταινία προσεγγίζει τη γενιά των nineties. Μια γενιά που μεγαλώνει μέσα στη σιωπή της αυτογνωσίας της, αναζητώντας τις αξίες της στο παρελθόν, εγκλωβισμένη σε μια στείρα αναμονή μηνυμάτων και διεξόδων που εμποδίζονται και δεν φτάνουν πουθενά. Μ’ ενδιαφέρει αυτή η αβεβαιότητα των ηρώων που καταλήγει να γίνει «θέση», η παγίδα που τους στήθηκε και ο ρομαντισμός που καταφεύγουν για να την αποφύγουν, η κοροϊδία τους στη ζωή τους και το σύστημα, η πίστη τους στον έρωτα και τη συντροφικότητα αλλά και στον έρωτα της συντροφικότητας. Η τόλμη τους ν’ ανατρέψουν τον ίδιο τον εαυτό τους.» Ν.Ν.
The Zero Years (2005)

Υπόθεση / Τεσσερις γυναίκες, στειρωμένες και κάτω από μόνιμη τοξική καταστολή και παρακολούθηση, υπηρετούν τη θητεία τους σ’ έναν κρατικό οίκο ανοχής. Υποχρέωσή τους να κάνουν σεξ και να ξυλοκοπούν ανελέητα τους πελάτες τους. Οι σχέσεις μεταξύ τους βρίσκονται σε κρίσιμο σημείο, η τροφή και το νερό λιγοστά, το σπίτι τους σάπιο και ετοιμόρροπο. Eξω δεν υπάρχει πια τίποτα. Εφιαλτικά οράματα, εικονικές αποβολές και βιασμοί, ενέσεις και ναυτία συνθέτουν την καθημερινή ρουτίνα τους. Μια μέρα, ένας από τους πελάτες τους εξαφανίζεται. Οι ανακρίσεις αρχίζουν...
Οπως κάθε κύκνειο άσμα που σέβεται τον εαυτό του, το «The Zero Years» μοιάζει σαν να βλέπεις όλη τη φιλμογραφία του Νικολαΐδη σε fast forward. Ή καλύτερα σε rewind, αφού, κρατώντας ζωντανή την αίσθηση του φανταστικού με το οποίο ξεκίνησε πριν 30 ακριβώς χρόνια, βυθίζεται - αυτή τη φορά πιο ανεξέλεγχτα και σουρεαλιστικά από ποτέ - στον οργουελικό εφιάλτη μιας θηλυκής φαντασίωσης. Ξυπνώντας, τίποτα δεν μπορεί να έχει μείνει όρθιο, εκτός από τις εμμονές, το εγκλωβισμένο στα δυσδιάκριτα όρια της κωμωδίας και του δράματος σύμπαν και το όραμα ενός σκηνοθέτη που το μόνο που ήθελε ήταν να πει την ιστορία αυτού του κόσμου...λίγο διαφορετικά.
«Σαν φιλμική χρονολογική σειρά το σενάριο αυτό προηγείται της ταινίας "Eυριδίκη BA 2037" και της "Πρωινής Περιπόλου". Εδώ βρισκόμαστε στο decadence της Νέας Τάξης πραγμάτων. Σιωπή, χημική καταστολή, κρατικός φασισμός, σπασμένες επικοινωνίες. O φόβος και η απάθεια έχουν πια εγκατασταθεί γι' αυτό και οι κάμερες παρακολούθησης δεν δουλεύουν πια… δεν χρειάζονται. Ολα είναι τακτοποιημένα.» Ν.Ν.

πράξη τρίτη

«Ας βάλουμε και μια βροχή για ατμόσφαιρα» έλεγε συχνά ο συχνά Νίκος Νικολαΐδης στα γυρίσματα των ταινιών του, όπως μου αναφέρει η σύζυγός του, Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου. Τι ειρωνεία. Πέμπτη 26 Μαΐου βράδυ, ημέρα έναρξης του αφιερώματος στον Νίκο Νικολαΐδη που διοργανώνεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας, η καταρρακτώδης βροχή έχει ακινητοποιήσει την Αθήνα!
 «Σαν να βρίσκεται κάπου εκεί ψηλά και μας κλείνει το μάτι χαμογελώντας» συνεχίζει η Βαρθολομαίου. 
Ο Νίκος Νικολαΐδης, αυτό το παράξενο πλάσμα στον κόσμο του ελληνικού κινηματογράφου. Ο σκηνοθέτης των νοσηρών, κατάμαυρων ταινιών. Τι να πρωτοθυμηθείς, αλήθεια, από τα «Κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» ως το «Zero years»; Ο σκηνοθέτης των εμμονών, της κινηματογραφοφιλίας, ο νεκροθάφτης των fifties και των sixties, ερμητικά κλεισμένος στον κόσμο και στο σπίτι του. 

Δεν υπήρξα ποτέ θαυμαστής του κινηματογράφου του, όμως εκτιμούσα το γεγονός ότι ήταν ο μοναδικός εκπρόσωπος αυτού του κινηματογράφου, κάτι σαν ένα είδος από μόνος του. Και εκτιμούσα τη συνέπειά του. «Δεν χρησιμοποίησα ποτέ το σινεμά μου σαν υποκατάστατο μιας ελλείπουσας ζωής» μου είχε πει στη μοναδική συνέντευξη που του είχα κάνει, για την ταινία «Ο χαμένος τα παίρνει όλα». «Ο,τι έγραψα και ό,τι σκηνοθέτησα είναι από πρώτο χέρι βιωμένο κι αν κάπου μου έλειπαν οι εμπειρίες, τότε οργάνωνα έτσι τη ζωή μου ώστε να συναντήσω αυτές τις εμπειρίες. Απλά πράγματα». 

Το άλλο που μου άρεσε στις ταινίες του Νικολαΐδη ήταν πάντα ο τρόπος που κινηματογραφούσε τις γυναίκες. Τις αγαπούσε πραγματικά και αυτό φαίνεται από το εξής απλό: ενώ είναι ανδρικές ταινίες, με έναν περίεργο τρόπο το γυναικείο φύλο είναι πάντοτε κυρίαρχο. «Ενιωθες να σε προστατεύει» λέει η γυναίκα του, «ήθελα να τον παντρευτώ» λέει η κόρη του Θεοδώρα Βαλεντή, «είχε τον ρομαντισμό και τον ιδεαλισμό δεκαεξάρη» επισημαίνει η Αρχόντισσα Μαυρακάκη, μια από τις τελευταίες ηθοποιούς που συνεργάστηκαν μαζί του. 

Αυτός ήταν και ο στόχος αυτό του κειμένου. Ο Νίκος Νικολαΐδης, μέσα από τη ματιά των γυναικών που σημάδεψαν άλλες πολύ, άλλες λιγότερο τη ζωή του. Οκτώ για την ακρίβεια κλήθηκαν να απαντήσουν στο εξής ερώτημα: ποιο ήταν για την κάθε μία το στοιχείο εκείνο στον Νίκο Νικολαΐδη το οποίο έπαιξε τον μεγαλύτερο ρόλο στο να γίνει μια τόσο γοητευτική προσωπικότητα και ταυτόχρονα ένας τόσο ιδιαίτερος σκηνοθέτης; 

Αφοβος μάγος 
«Νομίζω πως γεννιέται ο άνθρωπος με τα χαρίσματά του και όταν δεν φοβάται, τα καταθέτει... Ο Νίκος δεν είχε ένα, δύο ή κάποια χαρίσματα... ήταν ο ίδιος ολόκληρος μια χαρισματική προσωπικότητα που αγαπιόταν αμέσως. Τον θαύμαζες και ήθελες να ακούς τη φωνή του, το γέλιο του, τον ένιωθες να σε προστατεύει, να σου μαθαίνει αλήθειες, είχε συνείδηση της πραγματικότητας αλλά ταξίδευε στον κόσμο του, είχε απεριόριστο ταλέντο αλλά δεν είχε ανάγκη να αποδείξει σε κανέναν τίποτε. Η τρυφερότητα, το νοιάξιμο, η εμπιστοσύνη και η τιμιότητά του ήταν το ελάχιστο που έβγαινε από την αύρα του, αλλά περισσότερο απ’ όλα, η αίσθηση του χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός του. Τον Νίκο τον αγάπησαν οι γυναίκες άνευ όρων... τουλάχιστον εγώ αυτό έκανα... γιατί ο Νίκος ήταν αληθινός και δεν φοβόταν... ήταν μια μοναδική προσωπικότητα και ένας μάγος σκηνοθέτης!». 
Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου, σύζυγος του Νικολαΐδη και ενδυματολόγος -σκηνογράφος στις περισσότερες ταινίες του. 

Απήγγειλε Καβάφη με το «καλημέρα» 

«Από 4 χρόνων ρωτούσα τη μαμά μου πότε θα πεθάνει ώστε να παντρευτώ τον μπαμπά μου... Αυτό λέει πολλά για τη γοητεία του Νικολαΐδη, που είχε επίδραση σε όλες τις ηλικίες! Τι έκανε γοητευτικό τον Νίκο... Κατ' αρχάς ήταν ρομαντικός και ευγενικός, αλλά ταυτόχρονα αρρενωπός και μποέμ, αχτύπητος συνδυασμός.
 Ηταν ωραίος άντρας και το γνώριζε. Του άρεσε να είναι κομψός και να ξεχωρίζει. Είχε δει πολύ σινεμά και είχε μάθει πολλά κόλπα, ιδίως από τους αγαπημένους του film noir ήρωες. (Οι γυναίκες του film noir τον σημάδεψαν για πάντα.) Κάποτε μου είχε πει ότι θα ήθελε να με σκηνοθετήσει σε μια ταινία που η ηρωίδα είναι μια warrior επιστημονικής φαντασίας, που ρουφάει τους άντρες όταν τους κάνει έρωτα και μετά τους σκοτώνει. Δεν θα μιλούσα καθόλου στον ρόλο μου. 
Γνώριζε πολύ καλά τη γυναικεία φύση, θαύμαζε τη γυναίκα, την ήθελε δυναμική και αυτόνομη». 
Τι τον κάνει ιδιαίτερο σκηνοθέτη; 
Η ευαισθησία του, η αγάπη του για τον κινηματογράφο και την ποίηση _ ήταν ένας ποιητής εικόνων _ η τόλμη του, το χιούμορ του, ο αυτοσαρκασμός του, το ότι είχε πράγματα να πει... Απήγγειλε Καββαδία και Καβάφη με το “καλημέρα”.»
Θεοδώρα Βαλεντή, κόρη του Νικολαΐδη και παραγωγός του επικείμενου ντοκυμαντέρ που γυρίζει για τον σκηνοθέτη ο Χρήστος Χουλιάρας

Ηταν οι ταινίες του 

«Αν το ζητούμενο μιας ζωής είναι να γίνει κανείς “πρόσωπο”, δηλαδή μια αρμονική δημιουργική σύνθεση όλων των προσωπικών και ανεπανάληπτων μοναδικών χαρακτηριστικών του... όσο πιο πολύ γίνεται κανείς “ο εαυτός του” τόσο πιο γοητευτικός γίνεται στα μάτια μου. Ο Νίκος Νικολαΐδης ήταν οι ταινίες του. Και γι' αυτό _ επειδή αυτές δεν ήταν εγκεφαλικά κατασκευάσματα _, αντί να του ανήκουν, μάλλον εκείνος τους ανήκε». 
Ολια Λαζαρίδου, ηθοποιός, «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα». 


Το χάδι στα μαλλιά 

«Ο Νικολαΐδης κρατούσε στην καθημερινή του συναλλαγή με τις γυναίκες ηθοποιούς μια απόσταση και ένα μέτρο κινηματογραφικού “μυστηρίου”. 
Δεν αγαπούσε τις εξωστρέφειες, ήταν ιδιαίτερα διακριτικός και φειδωλός στις εκδηλώσεις του και ήταν ακούραστος στο να ξοδεύει τις ώρες του, παρέα με τους ηθοποιούς του. 
Ετσι κι εγώ σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβω, τυλίχτηκα τότε σε αυτό το ιδιαίτερο, απόλυτα προσωπικό και εθιστικό κλίμα που εκείνος δημιουργούσε. Ακολούθησα τους ρυθμούς του, έπαιξα στο παιχνίδι του, γλίστρησα στον κόσμο του ρόλου και της ιστορίας που είχε φτιάξει. 
Πάνω από έναν χρόνο κράτησε για μένα η ιστορία της “Γλυκιάς συμμορίας”. Θυμάμαι ότι ποτέ, όλη αυτή την περίοδο, δεν είχαμε εκείνος κι εγώ ούτε καν ακουμπηθεί. Δεν υπήρχε με τον Νικολαΐδη αυτό το κλίμα των εύκολων καθημερινών διαχύσεων που συνηθίζεται. Και αυτό ήταν βαθιά ελκυστικό, για μένα τουλάχιστον. Ηταν άλλο ένα παραμύθι. 
Οταν προβλήθηκε η “Γλυκιά συμμορία” στη Θεσσαλονίκη ο κόσμος “γκρέμισε” την αίθουσα επευφημώντας. Κρυβόμουν ανάμεσα στους άλλους ηθοποιούς στο θεωρείο της ταινίας. Ο Νικολαΐδης με χάιδεψε στα μαλλιά. Αισθανόμενη λοιπόν τη χειρονομία του εκείνη, ζαλίστηκα! Τη θυμάμαι εκείνη τη χειρονομία και τη θέρμη της και τη χαρά της, σαν μοναδική και ακριβή». 
Δώρα Μασκλαβάνου, ηθοποιός «Γλυκιά συμμορία».

Εργο λυτρωτικό 

«Γιατί δεν έχει ταχθεί σε καμία ιδεολογία παρά στη δική του. 
Γιατί δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν παρά μόνο στη συνείδησή του. 
Γιατί παίρνει την ελευθερία για να περάσει την κοσμο-αντίληψή του. 
Γιατί είναι έξω από τα τετριμμένα, έξω από την αναπαραγωγή. 
Γιατί δεν υπηρετεί καμία πολιτική ή κοινωνική οργανωμένη σκοπιμότητα. 
Γιατί δεν κοροϊδεύει τον θεατή πουλώντας του κάτι υπαγορευμένο. 
Γιατί νιώθεις την έκφραση του δημιουργού που έχει δική του αντίληψη. 
Γιατί βλέπεις μια ταινία του και αναγνωρίζεις πως είναι δικιά του. 
Γιατί επομένως αυτά όλα φτιάχνουν μια δυναμική που σε κερδίζει, που σε αναγκάζει να σκεφτείς, να αφεθείς, που αφήνει το δικό της στίγμα μέσα σου. 
Ενα έργο που σε κάνει να ανακαλύπτεις ακόμη μετά από δέκα, είκοσι ή τριάντα χρόνια τα κρυφά του σημεία, να μην τις χορταίνεις τις ταινίες, να σε συντροφεύουν στα όνειρά σου, να τις έχεις παρέα τη νύχτα για να μοιραστείς τους εφιάλτες σου, να ξεπηδάνε ατάκες και εικόνες απρόσμενα σε μια γωνιά του μυαλού σου, να σε συγκινούν και να σου επιτρέπουν να κλαις για να κερδίσεις επιτέλους μια στιγμή λύτρωσης. 
Αυτά όλα είναι για μένα η απόλυτη γοητεία και η αδιαμφισβήτητη ιδιαιτερότητά του.» 
Michelle Valley, ηθοποιός «Πρωινή περίπολος», «Singapore sling», «The zero years». 

Ανοιχτός σε νέους συνομώτες 

«Η αντίληψή του. Γι' αυτό και δεν τον καταλάβαιναν “οι πολλοί” και ας τους μάγευε αυτό το “κάτι διαφορετικό” που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν. Είχε πει σε μια συνέντευξή του: “Εχω ακούσει να λένε, “Δεν συμφωνούμε με αυτά που λέει ο Νικολαΐδης, αλλά συμφωνούμε με τον τρόπο που τα λέει”. Οσοι τον κατάλαβαν και είχαν κοινό κώδικα επικοινωνίας, τον λάτρεψαν για πάντα. 

Γι' αυτό και δεν χωρούσε σε αυτόν τον κόσμο, γι' αυτό δεν συμβιβάστηκε ποτέ, γι' αυτό και δεν πήγε στο Hollywood, δεν θα άλλαζε τις ταινίες του για κανέναν χρηματοδότη. Εφτιαξε τον δικό του κόσμο, με τις συμμορίες του, και ήταν ανοιχτός για νέους συνωμότες. Οταν τους έβρισκε χαιρόταν σαν μικρό παιδί και ήταν πιστός και γενναιόδωρος. Ζούσε μέσα από την τέχνη του και έτσι διάλεγε και τους ηθοποιούς του. Είχε πει για αυτό: “Συνήθως γράφω για ηθοποιούς με χαρακτήρα και τέτοια αντισυμβατική συμπεριφορά που να παντρεύονται με τις ιστορίες μου. Θέλω κάποια από τα βασικά στοιχεία των ηρώων μου να προϋπάρχουν μέσα τους.» 
Βαλέρια Χριστοδουλίδου, «Θα σε δω στην κόλαση, αγάπη μου». 

Δάσκαλος

«Πάντα αισθανόμουν τυχερή που συνεργάστηκα με έναν τόσο μεγάλο και καταξιωμένο σκηνοθέτη όπως ο Νίκος Νικολαΐδης, σε μικρή ηλικία, πριν καν τελειώσω τη σχολή, στην ταινία του “The Zero years”. Ηταν η πιο καθοριστική, έντονη αλλά και σημαδιακή συνεργασία αλλά και συνάντηση της ζωής μου. Είχε ένα όραμα για την κάθε ταινία του και ήταν από τους λίγους σκηνοθέτες που ήξερε πώς να διδάξει και να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς του στο επιθυμητό αποτέλεσμα, όσο δύσκολο κι αν ήταν. 
Ηταν τελειομανής και απαιτητικός αλλά έφτανε μόνο να τον εμπιστευτείς για να σε καθοδηγήσει σε καταστάσεις και συναισθήματα έντονα. Εμπαινε μες στην ψυχή σου και σε έκανε να ταυτιστείς με την ηρωίδα σου ώσπου να γίνετε ένα. Ηταν κάτι σαν μαέστρος που οργάνωνε εύκολα όλους και όλα σε απόλυτη αρμονία. Με έμαθε τόσο πολλά, ήταν κάτι παραπάνω από δάσκαλος και η συνεργασία μας ήταν ένα ταξίδι από το οποίο βγήκα πιο πλούσια ως ηθοποιός, αλλά και ως άνθρωπος. Ηταν φευγάτος, αντισυμβατικός και είχε τον ρομαντισμό και τον ιδεαλισμό δεκαεξάρη.»
Αρχόντισσα Μαυρακάκη, «The zero years». 
[Χαρακτηριστικό της ιδιομορφίας του σύμπαντος του Νίκου Νικολαϊδη είναι το βίντεο που επιμελήθηκαν ο Αγγελος Φραντζής («Μέσα στο Δάσος») και ο Νίκος Πάστρας («Theremin») ειδικά για το αφιέρωμα στο έργο του σκηνοθέτη στην Ταινιοθήκη στα τέλη Μαίου του 2011 και που μπορείτε να δείτε στο Flix. Μέσα από σκόρπιες εικόνες, σκόρπια λόγια και σκόρπια αισθήματα το «Ο Θάνατος Μέσα στις Στοές Μυρίζει Πάντα Αγιόκλημα» συνοψίζει ιδανικά το σύμπαν των ταινιών του Νικολαΐδη.]




Κ'ωστας Γεωργουσόπουλος ο σημαντικότερος κριτικός θερατρου και στιχουργός με το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης

  Εργάστηκε στη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση για 35 χρόνια, από το 1964 ως το 1999. Το 1978 ανέλαβε, κατόπιν ανάθεσης του υπουργείου ...