Ακόμα μία νύχτα που ετοίμασα το σακάκι και δεν το έβαλα....ακόμα ένα Σαββατοκύριακο είμαι μόνος…ακόμα μία νύχτα που άφησα τη ζωή να με προσπεράσει…ή άραγε με προσπέρασε χωρίς καν να με ρωτήσει; Τόσα χρόνια με προσπερνάει γιατί να μην κάνει το ίδιο και αυτό το βράδυ; Είχα την ευκαιρία να βρεθώ με ανθρώπους που με νοιάζονται και με αγαπάνε…ανθρώπους που λάμπει το πρόσωπο τους όταν με βλέπουν…ξέρεις, όπως κάνουν οι πραγματικοί φίλοι…μην φανταστείς, δεν είναι πολλοί, μία χούφτα άνθρωποι…
Η μοναξιά…όσο θυμάμαι την ζωή μου ήταν πάντα εκεί…ακούραστη, άφθαρτη και πάντα τόσο πιστή. Πολλές φορές προσπάθησα να της ξεφύγω…και άλλες να την κάνω να με εγκαταλείψει εκείνη…όμως με κοιτούσε πάντα με ένα γλυκό χαμόγελο γεμάτο σιγουριά σαν να μου έλεγε…πάλι σε εμένα θα γυρίσεις …όταν οι άνθρωποι και πάλι σε πληγώσουν…όταν ακόμα μία αγάπη σου πεθάνει, πάλι σε εμένα θα γυρίσεις.
Βλέπεις με ξέρει πολύ καλά τόσα χρόνια που είμαστε μαζί, και παρά την εκνευριστική σιγουριά της, την υπεροπτική αλαζονεία της, δεν μπορώ παρά να της είμαι ευγνώμων γιατί έχει δίκιο…είναι πάντα εκεί…όλες τις φορές μόνο αυτή.
Αυτή είναι που όταν όλα αρχίζουν και μου φταίνε…σε εκείνη όλα το φταίξιμο για την αβάσταχτη καθημερινότητα μου θα ρίξω και ακόμα μία φορά από μακριά της θα προσπαθήσω να φύγω. Για να κυνηγήσω τα όνειρα που εκείνη μου στέρησε…για να γνωρίσω ανθρώπους που εκείνη έδιωξε από κοντά μου…για να βρω την αγάπη που εκείνη μου έκρυψε…και όλα αυτά για να με κρατήσει για πάντα μαζί της.
Έτσι, πάλι μέσα από τον θάνατο των καινούργιων μου ονείρων νέοι εφιάλτες πήραν ζωή…και όλοι εκείνοι που θα με έσωζαν από την μοναξιά μου πλιάτσικο έχουν στήσει ……εκείνη…ακούραστη… άφθαρτη…πιστή…για πάντα εκεί.
Όπως όμως λένε, όσοι στα όνειρα ζούνε με τον θάνατο κάθε τους ονείρου πεθαίνουν…ξανά και ξανά…ατελείωτες φορές…και κάθε φορά πιο οδυνηρά από την προηγούμενη, και έχω ζήσει πολλούς τέτοιους θανάτους για να σου περιγράψω.Άραγε αυτή η φορά θα ήταν διαφορετική από όλες τις προηγούμενες;
Οι άνθρωποι έρχονται στη ζωή μας είτε για κάποιο λόγο, είτε για ορισμένο χρόνο, είτε για πάντα. Όταν ξέρεις αυτό, ξέρεις και τι να κάνεις για τον κάθε άνθρωπο.
Όταν κάποιος είναι στη ζωή μας για κάποιο λόγο, συνήθως απαντά σε μία ανάγκη μας που με κάποιο τρόπο έχουμε εκφράσει. Έχει έρθει για να μας βοηθήσει σε μια δυσκολία, να παρέχει καθοδήγηση ή υποστήριξη, για να μας συνδράμει φυσικά, συναισθηματικά ή πνευματικά. Μοιάζει θεόσταλτος και είναι. Είναι εκεί για το λόγο ακριβώς που τον χρειαζόμασταν..... Μετά, χωρίς να κάνουμε κάτι λάθος και ίσως ακόμα σε μια άβολη στιγμή και παρ' ότι μπορεί να πληγωθούμε, η σχέση θα τελειώσει. Κάποιος από τους δύο θα πει ή θα κάνει κάτι που θα βάλει τέλος. Μπορεί ο άνθρωπος αυτός να πεθάνει.Μπορεί απλώς να φύγει μακριά μας.
Κάποιες φορές, μπορεί να ενεργήσει με τέτοιον τρόπο που να μας αναγκάσει να πάρουμε θέση. Αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι, η ανάγκη μας βρήκε ανταπόκριση, η επιθυμία μας εκπληρώθηκε, οπότε η δουλειά του ανθρώπου αυτού τελείωσε. Η προσευχή μας πήρε απάντηση και είναι ώρα να προχωρήσουμε.
Όταν κάποιος είναι στη ζωή μας για ορισμένο χρόνο, αυτό σημαίνει ότι ήρθε η ώρα να ωριμάσουμε, να μοιραστούμε και να μάθουμε.Μπορεί να μας φέρει μια ειρηνική εμπειρία, ή να μας κάνει να γελάμε.
Θα μας μάθει να κάνουμε κάτι που δεν κάναμε ως τώρα και πάντως η παρουσία του θα μας δώσει μεγάλη χαρά.Παρ' ότι μπήκε στη ζωή μας για ορισμένο χρόνο, το έργο του ήταν σπουδαίο.
Όταν κάποιος είναι στη ζωή μας για πάντα, μας διδάσκει μαθήματα ζωής. Θα μας διδάξει αυτά, πάνω στα οποία πρέπει να χτίσουμε στέρεα συναισθηματικά θεμέλια.
Η δουλειά μας είναι να δεχτούμε το μάθημα, να αγαπήσουμε τον άνθρωπο αυτό και να εφαρμόσουμε όσα μάθαμε στη σχέση μας μαζί του, σε όλες τις σχέσεις και όλα τα πεδία της ζωής μας.
Είτε είναι για κάποιο λόγο, είτε για κάποιο χρόνο, είτε για μια ζωή, σ' ευχαριστώ που μου έδωσες την ευκαιρία αυτής της εμπειρίας.Σ' ευχαριστώ που είσαι μέρος της ζωής μου.
Λένε ότι, η αγάπη είναι τυφλή, αλλά η φιλία διαισθητική
Το 1940 ξεσπάει στην Αθήνα η φυματίωση. Η Πεντέλη και τα Μελίσσια γίνονται πόλος έλξης των ασθενών για το καθαρό τους κλίμα κυρίως κατά το καλοκαίρι. Στα Μελίσσια λειτουργούν σανατόρια ενώ στην Πεντέλη οικοδομούνται παραθεριστικές κατοικίες για τους φυματικούς και τα επισκέπτονται κυρίως κατά τους θερινούς μήνες. Όσοι δεν κατορθώνουν να κτίσουν σπίτι, κατασκηνώνουν στα πευκοδάση της, με αποτέλεσμα 10.000 άτομα να επισκέπτονται με τις σκηνές τους την ορεινή κοινότητα.
«Ο David Bowie πέθανε
ειρηνικά σήμερα, με την οικογένειά του
γύρω του, μετά από μια θαρραλέα μάχη 18
μηνών με τον καρκίνο. Πολλοί θρηνείτε
μαζί μας την απώλεια, σας ζητούμε να
σεβαστείτε την ιδιωτικότητα των στιγμών
κατά τη διάρκεια του πένθους».
Με μια σύντομη
ανακοίνωση ο γιος του επιβεβαίωσε σε
δημοσιογράφους την δυσάρεστη είδηση.
Ήταν από τους
πιο δημοφιλείς Βρετανούς μουσικούς της
ροκ και σημαντικός εκπρόσωπος της
μουσικής του 20ού αιώνα, κυρίως χάρις
στη δουλειά του τη δεκαετία του 1970.Ο
Ντέιβιντ Ρόμπερτ Τζόουνς όπως ήταν το
πραγματικό όνομα του γεννήθηκε στις 8
Ιανουαρίου 1947. Το σύμπαν
συνωμότησε ώστε να πέσει στη Γη.Το 1969,
όταν το τραγούδι του Space Oddity έφτασε στο
Βρετανικό Τοπ 5. Εμφανίστηκε ξανά το
1972 με το τραγούδι Starman και το Ziggy Stardust.O
ταξιδευτή από το
Διάστημα αλλάξε την , αλλάζοντας διαρκώς
πρώτα πρώτα ο ίδιος ως γνήσιος Χαμαιλέοντας
όχι μόνο της μουσικής αλλά της
τέχνης,συνδυάζοντας τη μουσική με τον
κινηματογράφο, τα εικαστικά, το θέατρο
και τη λογοτεχνία, τη ροκ με Μπρεχτ και
Μπάροουζ, τη λάμψη σούπερ σταρ με τον
γερμανικό εξπρεσιονισμό και τον
ντανταϊσμό, τη σκληρότητα με τη νοσταλγία
και πολλές τέχνες μαζί σε μία.Το 1975 έγινε
διάσημος στην Αμερική με το τραγούδι
του «Fame» που έφτασε στο νούμερο 1, από
το άλμπουμ Young Americans.
Ενας κόσμος
χωρίς τον Μπάουι θα εδείχνε δυστοπικός
κι ασπρόμαυρος, αποστειρωμένος και
κοστουμαρισμένος, βαθιά κλεισμένος σε
κλισέ και στερεότυπα και θα ελπίζε
απελπισμένα να εμφανιστεί κάποιος από
το διάστημα, κάποιος με κόκκινα μαλλιά,
ένας λεπτός, ηδυπαθής και διάφανος,
κάποιος εξωγήινος με διαφορετικό χρώμα
μάτια, που θα εισεβάλλε στο σκηνικό
τραγουδώντας με μπλαζέ ύφος: «Let’s dance!
Put on your red shoes and dance the blues...».
Το 1983
κυκλοφόρησε το άλμπουμ Let’s dance με
τεράστιες επιτυχίες.Μεταξύ των μεγάλων
του επιτυχιών περιλαμβάνονται και τα
Space Oddity, Heroes, Under Pressure, Rebel, Rebel, Life on Mars και
Suffragette City.
Ο 69χρονος κύριος
είναι αυτός που τα μεγαλύτερα ονόματα
της σημερινής μουσικής σκηνής αναφέρουν
ως τον άνθρωπο που τους επηρέασε όσο
κανείς με τη μουσική και τις μεταμορφώσεις
του (από τη Μαντόνα και τη Lady Gaga μέχρι
τον Ρόμπι Ουίλιαμς και τους U2).
Στην καριέρα
του πέρασε από το εξωγήινο φρικιό στην
ανδρόγυνη ηδυπάθεια κι από εκεί στον
Λεπτό Λευκό Δούκα -για τις ανάγκες του
οποίου είχε υιοθετήσει μια διατροφή
αποτελούμενη από γάλα, πιπεριές και
κοκαΐνη. Κι μετά κατάφερε αφ' ενός να
“καθαρίσει” από την εξάρτηση της
κοκαϊνης, αφ' ετέρου να βγάλει τρεις
δίσκους, για άλλη μια φορά εντελώς
διαφορετικούς από προηγούμενους.
Κι ύστερα ήρθαν
τα '80s κι ο Μπάουι άλλαξε ξανά, έγινε
ζόμπι -στο σινεμά- και “άνθρωπος
ελέφαντας” -στο θεατρικό σανίδι- και ο
Major Tom επέστρεψε -στο “Ashes to ashes”- κι ο
κόσμος πήρε φωτιά με το gasoline...
Οι πειραματισμοί
και οι μεταμορφώσεις ενός πότε σκοτεινού
ροκά και πότε ξέφρενου διασκεδαστή
συνεχίστηκαν με επιτυχία μέχρι το 2003,
όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ “Reality”.
Το 2013 με το δίσκο
θριάμβεμσε πάλι με τον δίσκο “The Next
day”, αποδεικνύοντας ότι σχεδόν 40 χρόνια
αργότερα, το σύνθημα που συνόδευε τις
αφίσες του στους δρόμους του Λονδίνου
το 1977 με αφορμή την κυκλοφορία του
άλμπουμ Heroes εξακολουθεί να ισχύει:
«There's Old Wave. There's New Wave. And there's David Bowie...»
Ο ίδιος είχε
κατά καιρούς δηλώσει ομοφυλόφιλος,
αμφιφυλόφιλος, ετεροφυλόφιλος. Κι έχει
απαντήσει σχετικά: “Επειδή έχω κουραστεί
να αποφεύγω ερωτήσεις, για το τι έκανα
με το περιεχόμενου του εσωρούχου μου,
όποιος θέλει να μάθει πικάντικες ιστορίες
για μένα, δεν έχει παρά να διαβάσει τις
30-40 βιογραφίες μου και να επιλέξει τη
φήμη της αρεσκείας του...».
Ανήμερα των
69ων γενεθλίων του, ο Βρετανός καλλιτέχνης
που προκάλεσε τον πλανήτη με τις
εκκεντρικές εμφανίσεις του όσο πολύ
λίγοι, κυκλοφόρησε το 25ο
studio album του, το οποίο αναμενόταν με
τεράστια ανυπομονησία από τους fans του
σε όλο τον κόσμο, κυρίως λόγω των δύο
πρώτων κομματιών που ήρθαν στη δημοσιότητα
τον τελευταίο καιρό.
Ο λόγος για το
ομώνυμο‘Blackstar’, ένα σκοτεινό 10λεπτο
έπος που περιέχει γρηγοριανούς ψαλμούς,
soul στιγμές, ηλεκτρονικά beats, αλλά και
για το ‘Lazarus’ που επιβεβαίωσε πως ο
Bowie πειραματιστηκε για μία ακόμη φορά,
με πολύ ιδιαίτερο και πρωτόγνωρο ήχο.Ο
δίσκος περιέχει 7 τραγούδια και
ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη με jazz
μουσικούς.
David Bowie - Blackstar
Το τελευταίο βιντεοκλίπ του για το τραγούδι του νέου του δίσκου, το «Lazarus», είδε το φως της δημοσιότητας στις 7 Ιανουαρίου και μοιάζει πια... προφητικό.
Το «Lazarus» απεικονίζει τον Bowie σε μια αίθουσα νοσοκομείου με δεμένα μάτια. Ο "λεπτός λευκός Δούκας" παλεύει με τους δαίμονες του και στο τέλος των πλάνων χάνεται σε μια ντουλάπα.
Κοίτα εδώ πάνω, είμαι στον παράδεισο
Έχω ουλές που δεν μπορεί να δει
Έχω δράμα, δεν μπορεί να είναι κλεμμένο
Όλοι με ξέρουν τώρα
Κοίτα εδώ, φίλε, είμαι σε κίνδυνο
Δεν έχω τίποτα να χάσω
Είμαι τόσο υψηλό το μυαλό μου δίνη
Μου έπεσε το κινητό κάτω
Αυτό δεν είναι σαν εμένα
Από την ώρα που έφτασα στη Νέα Υόρκη
Ζούσα σαν βασιλιάς
Τότε θα χρησιμοποιηθούν όλα τα λεφτά μου
Έψαχνα για τον κώλο σου
Με αυτό τον τρόπο ή με τίποτα
Ξέρεις, θα είμαι ελεύθερος
Έτσι απλά γαλαζοπούλι
Τώρα δεν είναι σαν εμένα
Ω θα είμαι ελεύθερος
Έτσι απλά γαλαζοπούλι
Ω θα είμαι ελεύθερος
Αυτό δεν είναι σαν εμένα
Το βίντεο είναι σκηνοθετημένο από τον Johan Renck που έχει περάσει και από την "καρέκλα" του Breaking Bad.
«Ο τελευταίος δίσκος του David Bowie ήταν δώρο αποχαιρετισμού»
Ο συνεργάτης του David Bowie από το 1969 και παραγωγός στους περισσότερους δίσκους του, Tony Visconti, είπε πως ο τελευταίος, "Blackstar", ηχογραφήθηκε εξαρχής ως «αποχαιρετιστήριο δώρο» για τους οπαδούς του.
Δυο
είναι οι θανάσιμοι εχθροί που αντικρίζει
ο Ίψεν: οι Φιλισταίοι της κοινωνίας κι
οι σνομπ της τέχνης. Οι πρώτοι τον
κυνηγήσαν με λύσσα στην εποχή της δράσης
του, γιατί το πραγματικά φιλιλεύθερο
και φωτεινό πνεύμα του αποκάλυπτε
αλύπητα τη σαπίλα που τους μάγευε. Οι
δεύτεροι τον θεωρούν τώρα ξεπερασμένο
ποιητή, επειδή βλέπουν μόνον επιπόλαια
τις θέσεις των κοινωνικών δραμάτων του
κι εξάλλου ανίκανοι να χαρούν και να
θαυμάσουν τον μεγάλο ποιητή. Όμως για
να κατανοηθούν έργα σαν τον Πέερ
Γκυντ απαιτείται
έντονη αισθητική προετοιμασία, συστηματική
κι οπωσδήποτε μακρόχρονη προπαίδευση
ενός κοινού. Αλλιώς, οι διάφορες άγνωστες
εδώ μορφές της σκανδιναβικής μυθολογίας
θα περάσουν μπροστά απ’ τα μάτια των
θεατών σαν ακατανόητα πλάσματα κι ο
βαθύτερος συμβολισμός τους θ’ αγνοηθεί.Απ’ τ’ άλλα ιστορικά δράματα του Ίψεν,
τα πιο παλιά απαιτούν γνώση της
σκανδιναβικής ιστορίας για να κατανοηθούν.
Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για
τους Μνηστήρες
του θρόνου που
είναι ασφαλώς το τελειότερο απ’ όλα.
Μήπως ο ίδιος λόγος δεν κάνει τάχα να
μην παίζονται συχνά, έξω απ’ την Αγγλία,
οι Ερρίκοι
κι
οι άλλοι ιστορικοί βασιλιάδες του
Σαίξπηρ; Μένει, απ’ το μη κοινωνικό
θέατρο του Ίψεν ο Μπραντ.
Αλλά η τραγωδία αυτή, ανεξάρτητα απ’
τις τεχνικές της δυσκολίες, είναι τ’
ολιγότερο θεατρικό έργο του μεγάλου
Νορβηγού.Αντίθετα
οι Βρικόλακες,
δεν είναι μόνο έργο βαθύτατα ανθρώπινο,
αλλά και τα’ αριστούργημα ασφαλώς του
παγκόσμιου κοινωνικού θεάτρου. Η τραγωδία
αυτή της μητέρας, η τραγωδία της μητρικής
στοργής έχει κακοπάθει πολύ από κακές
ερμηνείες, ή πιο σωστά, από άκριτη
μετατόπιση του κέντρου βάρους της.
Διάφοροι ονομαστοί ηθοποιοί ανακαλύπτοντας
μέσα στο πρόσωπο του Όσβαλτ τη δυνατότητα
ωμού νατουραλίστικου παιξίματος, θελήσαν
να βλέπουν στους Βρυκόλακες
το
δράμα μόνο της κληρονομικής αρρώστιας.
Υπάρχει, βέβαια και το δράμα αυτό, αλλά
το έργο ολόκληρο κινείται μέσα σε καθαρή
πνευματική ατμόσφαιρα κι η ουσία του
είναι γενικά ανθρώπινη. Αυτό μπορούμε
να το κρίνουμε ακόμα καλύτερα, όταν
πάρουμε έναν-έναν τους τύπους του και
τους εξετάσουμε απ’ την ανθρώπινη
πλευρά τους. Θ’ αποκαλυφθεί τότε η
βαθύτερη τραγωδία του καθενός, η εσωτερική
δυστυχίας της ζωής τους.
Να
για παράδειγμα, ο πάστωρ Μάντερς. Ένας
ωραίος εξηντάρης. Ο άνθρωπος, ο
ικανοποιημένος απόλυτα απ’ τον εαυτό
του που ακούει την ηχηρή φωνή του ν’
αντιλαλεί στους θόλους των εκκλησιών.
Έχει άπειρους θαυμαστές και θαυμάστριες.
Είναι σύμβουλος σε συλλόγους, μετέχει
σε πλήθος επιτροπές. Ένα είδος μικρού
ήρωα της κοινωνίας κι ο κατεξοχήν
εκπρόσωπος της επίσημης, της φαινομενικής
ηθικής της. Χωρίς να του απαιτήσει το
δόγμα του, έχει κάνει τον όρκο της
αγνείας, μολονότι το μάτι του πέφτει
βαρύ πάνω στα θηλυκά. Κι οι γυναίκες δεν
ξεγελιούνται ποτέ ως προς τη σημασία
του βλέμματος αυτού. Κάνουν λάθος όμως,
όταν φαντάζονται πως μπορεί κάτι
να βγει απ’
όλ’ αυτά. Γιατί η εξωτερική εκείνη
αγνότητα, κρύβει μέσα της μοναδική
ανανδρία. Ο δήθεν οδηγός αυτός της
κοινωνίας είναι, κατά βάθος, το οικτρότερο
ενεργούμενό
της.
Υπάρχει στην πρώτη είσοδο του Μάντερς,
μια σκηνή με τη Ρεγγίνα που είναι, σε
μικρό, η ίδια η εικόνα της παλιάς ιστορίας
του πάστορα με την κυρία Άλβιγκ. Η νεαρή
κι αφράτη Ρεγγίνα νοιώθει το βλέμμα του
ιερωμένου να περπατάει πάνω σ’ ολόκληρο
το κορμί της.Η
Ρεγγίνα Δε γελιέται. Παίρνει θάρρος.
Του εκμυστηρεύεται, πως θα ήθελε να
έβρισκε υπηρεσία σ’ ένα καλό σπίτι, σε
κανέναν κύριο αληθινά καθώς
πρέπει που
να μπορέσει να του αφοσιωθεί, να
τον κοιτάζει στα μάτια,
που να
την έχει σαν κόρη του.
Αλλ’ αυτό είναι το σύνθημα για να τραπεί
άτακτα ο πάστορας σε φυγή: Μου
κάνεις σε παρακαλώ, τη χάρη να φωνάξεις
την κυρία σου;… Οι
άνθρωποι του τύπου του Μάντερς τρέμουν
κάθε μοναξιά ακόμα και τη μοναξιά των
αισθημάτων τους. Αναζητούν την επευφημία
ή την έκδηλη επιδοκιμασία της κοινωνίας
σ’ όλα τα κινήματά τους. Έτσι, έσφαλε η
κυρία Άλβιγκ, όταν, ένα χρόνο μετά τον
γάμο της, ξεπόρτισε
απ’
το σπίτι του άντρα της και κατάφυγε στον
πνευματικό της. Δεν κατάλαβε πως λίγο
έλειψε να καταστρέψει την υπόληψη του
Μάντερς κι η υπόληψή του, η γνώμη δηλαδή
της κοινωνίας γι’ αυτόν, βάραινε στις
αποφάσεις και στις σκέψεις του πολύ
περισσότερο απ’ τα αισθήματά του. Τα
αισθήματα εκείνα τα ήξερε η κυρία Άλβιγκ.
Δεν ήξερε όμως ακόμα τη βαθιά ανανδρία
του οικογενειακού της φίλου. Ο άνθρωπος
αυτός, φτάνει τώρα στο Ρόζενβολτ για να
πλέξει τον πανηγυρικό του λοχαγού Άλβιγκ
εξ αφορμής των εγκαινίων του παιδικού
ασύλου που ιδρύεται στη μνήμη του. Είναι
ευτυχισμένος με τον φόρτο των προλήψεων
που κουβαλάει πάντα στη ράχη του. Είχε
εναντιωθεί άλλοτε στην ιδέα του Όσβαλτ
να γίνει ζωγράφος. Γιατί; Μήπως το ξέρει
καλά-καλά κι ο ίδιος;
Η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής στους Βρικόλακες (κυρία Άλβιγκ – πάστωρ Μάντερς)
Οι
καλλιτέχνες στα μάτια των νοικοκύρηδων,
είναι μποέμ κι ο μοναδικός γόνος μιας
πλούσιας κι αριστοκρατικής οικογένειας
δεν επιτρέπεται να γίνει μποέμ. Η ιδέα
του καλλιτεχνικού μποεμισμού ενισχύεται
για τον Μάντερς όταν μαθαίνει πως οι
ζωγράφοι στο Παρίσι ζουν με τις μητέρες
των παιδιών τους,
δηλαδή με τις πρόστυχες
τις αστεφάνωτες.
Κι αυτή είναι η αφορμή για ν’ αρχίσει
την κατήχησή του στην κυρία Άλβιγκ. Έχει
λόγου
εύροιαν.
Η ρητορική του κυλάει θαυμάσια, σα βαθύς
ποταμός. Παίρνει από συνήθεια τις στάσεις
του ιεροκήρυκα κι ώρα πολλή δεν ακούει
παρά μόνο τον εαυτό του. Κήνσωρ των
άλλων, με μόνη βάση τα κοινωνικά
προσχήματα, την επίσημη κοινωνική ηθική
που τη δέχτηκε από ανανδρία και που την
πιστεύει από μικροψυχιά, αναλαβαίνει
να κατακεραυνοβολήσει αφ’ υψηλού την
κυρία Άλβιγκ, όχι μόνο σα σύζυγο, αλλά
και σα μητέρα. Τα επιχειρήματά του είναι
παρμένα μόνο απ’ τα φαινόμενα. Άλλωστε
τα φαινόμενα πίστεψε πάντα, την εξωτερική,
την επιφανειακή όψη της ζωής. Ο λοχαγός
Άλβιγκ ήταν για όλον τον κόσμο ένας
θαυμάσιος άνθρωπος. Η επιπόλαιη ζωή του
γλεντζέ ανθυπολοχαγού που έκανε στα
νιάτα του, άλλαξε ριζικά, όταν η
ξεπορτισμένη
γυναίκα
του ξαναγύρισε σπίτι του. Ο Άλβιγκ έγινε
υπασπιστής στο παλάτι, επίσημη αναγνώριση
της αξίας του κι έζησε με τη γυναίκα του
τιμημένα, αφήνοντας πρώτης τάξεως όνομα
στον γιο του. Πώς λοιπόν να μη ναρκισσεύεται
ο πάστωρ Μάντερς, πώς να μην έχει για
μεγάλο κατόρθωμα την παραίνεση που
έδωσε στην κυρία Άλβιγκ, να γυρίσει στο
σπίτι του άντρα της; Όλα τα φαινόμενα
τον δικαιώνουν…
Όμως
ξαφνικά, ξεσπάει η δική του εσωτερική
τραγωδία. Η κυρία Άλβιγκ αποφασίζει να
μιλήσει. Να του πει την αλήθεια, τη φοβερή
αλήθεια που κρυβόταν κάτω απ’ την
εξωτερική αίγλη. Κι η αλήθεια είναι πως
ο άντρας της έζησε και πέθανε μέσα στην
παραλυσία. Του αναφέρει γεγονότα, το
ένα πάνω στ’ άλλο. Κι ο Μάντερς απομένει
κεραυνόπληκτος. Δεν είναι το επεισόδιο
Άλβιγκ που
τον αναστατώνει τόσο πολύ, αλλά η απότομη
ανατροπή όλης της πίστης του που είχε
μέχρι τώρα. Στάθηκε πάντα υπόδουλος
υπηρέτης των κοινωνικών δοξασιών και
πεποιθήσεων. Απάνω σ’ αυτές ρύθμισε
την ύπαρξή του. Και τώρα ένα επεισόδιο,
το επεισόδιο
Άλβιγκ του
δείχνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο,
ότι όλ’ αυτά τα εξωτερικά φαινόμενα
δεν έχουν καμιά βάση, ούτε καν απάνω στη
δική του νοοτροπία. Η κυρία Άλβιγκ,
συνεπαρμένη απ’ τη μητρική στοργή, θα
δικαιώσει αργότερα τον άντρα της, θα
ιδεί μέσα στα φερσίματά του τον εκτροχιασμό
μιας πηγαίας ζωτικότητας, θα ιδεί πως
ό,τι
καλό είχε μέσα του ο άντρας της, ξέσπασε
σε κακό,
πράγμα που ο γιος της φοβάται και για
τον εαυτό του. Αλλά ο πάστωρ Μάντερς δεν
είναι σε θέση να δώσει τέτοιες εξηγήσεις.
Γι’ αυτόν, το καλό και το κακό, το δίκιο
και τ’ άδικο, έχουν αυστηρά περιγράμματα,
καθορισμένα απ’ την κοινωνία, γι’ αυτόν
ο Θεός δεν ανατέλλει τον ήλιον αυτού
επί πονηρούς και αγαθούς, ούτε βρέχει
επί δικαίους και αδίκους. Κι αυτή είναι
η βαθύτερη τραγωδία του, το δράμα της
ανανδρίας και της μικροψυχιάς. Ελεεινός
κι αξιολύπητος τώρα ο Μάντερς μάχεται
να κρατηθεί ακόμα λίγο στην επιφάνεια,
αρπάζοντας την πιο σάπια σανίδα σωτηρίας:
τον ύπουλο, παμπόνηρο και ταρτούφικο
μαραγκό Έγκστραντ, τον ψεύτικο πατέρα
της Ρεγγίνα.
Κι ο Έγκστραντ παίζει στο τέλος μαζί
του σαν τη γάτα με το ποντίκι, αναγκάζοντας
τον πάστορα να γίνει ο επίσημος
υποστηριχτής του οίκου ανοχής που
πρόκειται να ιδρύσει για τους θαλασσινούς.
Ο καγχασμός του Ίψεν είναι τρομερός.
Ραγίζει τα ίδια τα θεμέλια της σημερινής
ταρτούφικης κοινωνίας. Γιατί ο Μάντερς
δεν είναι ένας, είναι εκατομμύρια.
Αλλ’
εξίσου τρομερή είναι κι η τραγωδία του
Όσβαλτ. Ο μοναχογιός της κυρίας Άλβιγκ
γυρίζει στον τόπο του όταν γιορτάζεται
η μνήμη του πατέρα του. Είναι μέσα του
σάπιος και το ξέρει. Αλλ’ αντίθετα προς
την αρρώστια που τον τρωει σαν το σαράκι
σιγά-σιγά, η ψυχική ζωτικότητά του είναι
εξαιρετική, τόσο, που να επιδράει και
στην εξωτερική του φυσική εμφάνιση.
Κανένας δεν υποπτεύεται πως είναι
άρρωστος. Η μητέρα του, όλη χαρά, τον
δείχνει στον πάστορα, όπως θα έδειχνε
η Κορνηλία τους βλαστούς της: Λοιπόν…
πώς τον βρίσκετε, κύριε πάστωρ; ρωτάει
με δίκαιη μητρική υπερηφάνεια. Κι
αστράφτοντας από χαρά, προσθέτει: Ξέρω
κάποιον που έμεινε αγνός και στη ψυχή
και στο σώμα του. Να τος, δείτε τον, κύριε
πάστωρ.
Κι όταν ο Μάντερς την κατηγορεί που τον
άφησε να ξενιτευτεί πολύ μικρός, η μητέρα
αποκρίνεται: Αυτό,
καλό μονάχα μπορεί να κάνει σ’ ένα γερό
παλικάρι και μάλιστα μοναχοπαίδι.
Η μεγάλη ζωτικότητά του τον έκανε να
χορτάσει στο Παρίσι και στη Ρώμη την
ξένοιαστη και χαρούμενη ζωή της νιότης
με
συντροφιές καλών συναδέρφων και φίλων.
Κι ωστόσο ποτέ
του δεν έκανε καμιά κατάχρηση.
Τα γλέντια του ήσαν ένα αυθόρμητο
ξεχείλισμα της ζωτικότητάς του. Ζωγράφος
αξιόλογος, με πολύ μέλλον, απόδιδε στους
πίνακές του τη χαρά της ζωής. Εκεί
– σε ό,τι έχει ζωγραφίσει – είναι ολοένα
φως, ήλιος, αδιάκοπη γιορτή… και τα
πρόσωπα των ανθρώπων αστράφτουν από
χαρά.
Ξέρει, πως μπορεί να κάνει ένα
σωρό πράγματα εδώ στον κόσμο,
βρίσκεται στην ηλικία που η δημιουργική
ορμή παύει πια να είναι σκοτεινή και
γίνεται συνείδηση και σκοπός. Θαυμάζει
τον πατέρα του, γιατί, μολονότι πέθανε
πολύ νέος, έκανε ωστόσο πλήθος καλά κι
ωφέλημα πράγματα στον τόπο του. Τον
θαυμάζει μόνο απ’ τη δράση του, επειδή
ποτέ δεν τον γνώρισε καλά και μέσα απ’
τη δράση εκείνη πλάθεται ιδανική γι’
αυτόν του πατέρα του η μορφή.
Η
τραγωδία του Όσβαλτ είναι ανάλογη με
την τραγωδία του Οιδίποδα. Ένας ολοζώντανος
άνθρωπος τσακίζεται απ’ την στυγνή
βουλή μιας Μοίρας, μιας δύναμης ανεξάρτητης
απ’ τη θέλησή του. Ο Οιδίπους μάχεται
μ’ όλες τις μοναδικές του ικανότητες,
εναντίον της απελπιστικής θέσης, όπου
η ίδια του η ζωτικότητα τον έσπρωξε. Το
ίδιο κι η καταστρεπτική μοίρα του Όσβαλτ,
η αρρώστια που του τρωει το μυαλό,
εκδηλώνεται ακριβώς τη στιγμή της
μεγάλης του δημιουργικής έντασης, όταν
αρχίσαν
κι οι εφημερίδες να μιλούν συχνά γι’
αυτόν και
για το έργο του. Η καταδίκη υπάρχει μέσα
του, όπως βρίσκεται και μέσα στην ίδια
την ύπαρξη του Οιδίποδα. Δεν μπορούν να
την ξεφύγουν, ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος.
Ο Οιδίπους έχει σκοτώσει κιόλας τον
πατέρα του κι έχει κάνει παιδιά με τη
μάνα του. όταν αποφασίζει να βρει τους
φονιάδες του Λάιου. Ο Όσβαλτ έχει μέσα
του την κληρονομική αρρώστια, όταν
αισθάνεται ν’ αστράφτει γύρω του η ζωή
και να πληθαίνουν οι δημιουργικές του
ικανότητες. Τους παρακολουθούμε και
τους δυο να μάχονται απελπιστικά εναντίον
μιας αδυσώπητης θέλησης. Κι αυτή είναι
η τραγική τους ουσία. Πολλοί ηθοποιοί
παρουσιάζαν τον Όσβαλτ σαν σωματικό
και ψυχικό ράκος. Προσκολλημένοι σ’
έναν κούφιο κι ανόητο νατουραλισμό,
αφήναν έτσι να διαλύεται σαν καπνός το
τραγικό περιεχόμενο του ρόλου. Φανταστείτε
έναν Οιδίποδα που κατατρύχεται από
τύψεις για έναν φόνο που έκανε εν
τριπλαίς αμαξιτοίς και
που δεν τολμάει γι’ αυτό ν’ αναζητήσει
τους γονείς του Λάιου, μήπως και βρεθεί
ο ίδιος κατηγορούμενος ! Όλη η τραγική
ουσία του ρόλου του θα πήγαινε τότε
χαμένη. Έτσι ο Όσβαλτ έχει την όψη υγιούς
ανθρώπου. Η μεγάλη εσωτερική ζωτικότητά
του πρέπει να πάρει έκφραση θεατρική.
Αυτό το ξέρει καλά ο Ίψεν, αφήνοντας να
πιστεύεται απ’ όλα τα πρόσωπα ου έργου,
πως ο Όσβαλτ είναι υγιέστατος. Άλλωστε,
κι ο ίδιος, μόνο κούραση
αισθάνεται
κάπου-κάπου και μόνο αδυναμία να
συγκεντρώσει το μυαλό του για να δουλέψει.
Ωστόσο η ελπίδα δεν του απολείπει ποτέ
κι ομολογεί στη μάνα του, πως άμα είδε
τη Ρεγγίνα, την
αφράτη αυτή κοπέλα, όμορφη, ροδοκόκκινη…
ν τον προσμένει μ’ ανοιχτές αγκάλες,
μονομιάς άστραψε στον νου του πως εκείνη
είναι η σωτηρία του, γιατί σ’ εκείνην
έβλεπε τη χαρά της ζωής.
Τραγική ειρωνεία. Η Ρεγγίνα είναι για
τον Όσβαλτ, ότι ο Θεράπων του Λάιου για
τον Οιδίποδα. Αυτός που τον αναμένει ο
τραγικός βασιλιάς της Θήβας για ύστατη
σωτηρία του, θα του αποκαλύψει το φοβερό
μυστικό της φύτρας του κι η Ρεγγίνα, η
στερνή σωτηρία του Όσβαλτ, θα είναι η
αποκάλυψη του εσωτερικού του, ανίατου
μαρασμού…
Όμως
το πιο τραγικό πρόσωπο των Βρυκολάκων
είναι
η κυρία Άλβιγκ, γι’ αυτό και το έργο
αυτό ονομάστηκε τραγωδία
της μάνας.
Η κυρία Άλβιγκ έχει απόλυτη πεποίθηση
στην κρίση της και στη δικαιοσύνη της.
Τον άντρα της τον καταδίκασε ανέκκλητα.
Ο παραλυμένος αυτός αξιωματικός που
μόνο με χασομέρηδες και με μπεκρήδες
ήξερε να κάνει παρέα, που πέρναγε άνεργος
ώρες ολόκληρες ξεφυλλίζοντας μια παλιά
επετηρίδα στρατιωτική και που δεν
ντρεπόταν να ερωτοτροπεί και με τις
υπηρέτριες ακόμα του σπιτιού του, ο
τιποτένιος και χαμένος αυτός άνθρωπος,
τόσο κατώτερος σε διανόηση και σε θέληση
απ’ τη γυναίκα του, ήταν για την κυρία
Άλβιγκ σύζυγος ανάξιος. Άρπαξε λοιπόν
αυτή τα γκέμια στα χέρια της, εξόρισε
τον γιο της στα ξένα, για να μη βλέπει
την κατάντια του πατέρα του και πάσχισε
να κρύψει απ’ τον κόσμο εντελώς την
πραγματική κατάσταση του σπιτικού της.
Το κατάφερε. Η καλή διοίκηση των κτημάτων
από μέρους της αύξησε την αρχική
περιουσία, ο Άλβιγκ,
κλειδωμένος μέσα στο σπίτι, αποκτούσε
μεγάλην εκτίμηση στ’ ανίδεα μάτια του
κόσμου, του δόθηκε μάλιστα κι ο τιμητικός
τίτλος βασιλικού υπασπιστή. Με την
παρουσία που είχε ο Άλβιγκ, σα γαμπρός
περιζήτητος, όταν παντρεύτηκε, η γυναίκα
του τώρα, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό
του, χτίζει ένα παιδικό άσυλο εις
μνήμην του που
θ’ αλαφρώσει την κοινότητα απ’ τα βάρη
της κοινωνικής πρόνοιας. Τ’ άσυλο αυτό
στερεώνει ακόμα περισσότερο τη λαμπρή
φήμη του Άλβιγκ και τον ανυψώνει πιο
πολύ στη συνείδηση του γιου της. Αλλά η
κυρία Άλβιγκ, ενεργώντας έτσι, πραγματοποιεί
μια σοβαρότερη πρόθεσή της: Δε θέλει να
κληρονομήσει ο γιος της ούτε πεντάρα
απ’ την περιουσία του πατέρα του, ό,τι
θα έχει θέλει
να το έχει απ’ αυτή και μόνο απ’ αυτήν.
Με τα εγκαίνια τ’ ασύλου τελειώνει η
ανυπόφορη, η ατέλειωτη αυτή κωμωδία που
έπαιξε η ίδια γύρω απ’ το πρόσωπο του
άντρα της.
Αλλά
τη στιγμή εκείνη αρχίζει η τραγωδία
της. Ο πεθαμένος βρικολακιάζει. Απ’ την
τραπεζαρία ακούγεται η φωνή της Ρεγγίνα:
Όσβαλτ
! Μα τρελάθηκες; Άσε με ήσυχη ! Τα
ίδια περίπου λόγια που είπε η μητέρα
της, πριν από είκοσι χρόνια, στον λοχαγό
Άλβιγκ. Το
ζευγάρι της σέρας βρικολάκιασε ! Ποτέ
μάνα Δε βρέθηκε σε πιο περίπλοκη θέση.
Αν ομολογήσει στον Όσβαλτ την αλήθεια,
θα σπάσει μέσα στην ψυχή του γιου της
ένα ιδανικό: τον πατέρα του. Αν δεν του
πει τίποτα, θα γίνει συνένοχη μιας
απαίσιας αιμομιξίας. Το φιλελεύθερο
πνεύμα της μάχεται να λυτρωθεί από κάθε
πρόληψη: Θεωρεί τον εαυτό της άνανδρο
που δεν μπορεί να πει του Όσβαλτ: ο
πατέρας σου ήταν ένας χαμένος,
ή παντρέψου
την.
Όλες οι ιδέες για οικογένεια, για νομικά
και θρησκευτικά κωλύματα
γάμου,
αναδεύουν μέσα της σ’ αδιάκοπο κοχλασμό.
Πάνω σ’ αυτά όλα, έρχεται κι η ομολογία
του γιου της για την αρρώστια του. Και
της λεει ο Όσβαλτ: Να
ήταν τουλάχιστο κάτι κληρονομικό, κάτι
που δεν μπορώ ν το ξεφύγω… Κι
η κυρία Άλβιγκ πνίγεται. Δεν μπορεί να
μιλήσει. Απ’ αυτήν τη φοβερή κατάσταση,
τη βγάζει τέλος τ’ αδιάκοπα ξύπνιο κι
ελεύθερο μυαλό της, το λυτρωμένο από
κάθε πρόληψη, καθώς κι η μοναδική της
μητρική στοργή. Ο γιος της εξηγεί, πως
φοβάται να μείνει στον τόπο του, φοβάται
μήπως ό,τι καλό έχει μέσα του εξελιχθεί εκεί πέρα, στην πατρίδα του, σε κακό.
Και προσθέτει: Και
την ίδια ζωή που κάνουν όξω, την ελεύθερη,
χαρούμενη ζωή, να κάνεις εδώ πέρα, πάλι
Δε θα είναι ή ίδια ζωή.
Τώρα ξεδιαλύνουν όλα για την κυρία
Άλβιγκ. Νοιώθει τώρα τον ειρμό, νοιώθει
τη βαθύτερη σχέση του χαρακτήρα τ’
άντρα της με τον χαρακτήρα του γιου της.
Και μπορεί τώρα να μιλήσει. Το μπορεί,
επειδή είναι πια σε θέση να τ’ αποκαλύψει
όλα χωρίς
να γκρεμίσει κανένα ιδανικό,
κατηγορώντας μόνο τον εαυτό της. Όλη η
ζωή της φέγγει τώρα μέσα σ’ άλλο φως.
Μπορεί να δικαιώσει τον άντρα της;
Και
τ’ αποκαλύπτει όλα. Βλέποντας την ίδια
της τη ζωή πνιγμένη μέσα στη ρουτίνα,
ανεβάζοντας, από μητρική στοργή, σε
ηθικό επίπεδο εκείνον που τον πίστευε
ως τώρα παραλυμένον, ελπίζει, πως θα
χαρίσει στο γιο της την ησυχία που
νιώθει, πως θα του βγάλει την έγνοια ότι
η αρρώστια του προέρχεται από ατομικά
του Όσβαλτ παραστρατήματα. Ο
πατέρας σου ήταν ξεγραμμένος άνθρωπος,
πριν ακόμα γεννηθείς εσύ… Κι η Ρεγγίνα
είχε τα ίδια δικαιώματα μέσα σε τούτο
το σπίτι… όπως και το δικό μου το παιδί.
Αλλά η αποκάλυψη Δε σώζει τα πράγματα.
Είναι πια αργά. Οι αλλεπάλληλες συγκινήσεις
χειροτερεύουν την κατάσταση του Όσβαλτ.
Και το μοιραίο επέρχεται. Ανώφελη η
τελευταία θυσία της μάνας για τον γιο
της, η κατηγορία του ίδιου του εαυτού
της μπροστά του. Ο Όσβαλτ κληρονόμησε
εσωτερικά τον πατέρα του. Το μυαλό του
δεν αντέχει πια. Η αρρώστια που κληρονόμησε
και που φωλιάζει μέσα στο κρανίο του,
ξεσπάει για τελευταία φορά. Κι η μάνα
του ίδια η εικόνα του πόνου και του
σπαραγμού, σωριάζεται δίπλα στο
ξαναμωραμένο παιδί της, ανίκανη να του
δώσει με τα χέρια της τον θάνατο…
Της λήθης το στενό το
πέρασες πριν προλάβω να σ' αποχαιρετήσω
είδα τον ήλιο να σε κεντά με τις χρυσές
ακτίνες σε σήκωσε ψηλά στα μάτια της
ψυχής μου έγινες σύννεφο λευκό και σ'
έκλεψε ο Θεός Είναι δύσκολο να καλύψεις
το κενό μιας τεράστιας απουσίας. Δεν έχει σημασία πια πόσα χρόνια περάσαν..εσύ είσαι ακόμα εδώ.....πάντα θα εισαι.........θα χαθεί η
μνήμη σου μαζί με το φθαρτό κορμί μου.
Ο πόνος δεν απαντιέται
με επιχειρήματα. Ούτε η αδικία και ο
θάνατος αντιμετωπίζονται με τη
λογική. Κάθε περιορισμός στην ασφυκτική
θηλιά των ορθολογιστικών απαντήσεων
μας παγιδεύει βαθύτερα στο δράμα μας. Η
δε χαρά και το περιεχόμενο της έχει την
ίδια ένταση με τον πόνο της δοκιμασίας.
Ο θάνατος, ο πόνος, η αδικία αποτελούν
μυστήριο που η όποια απάντηση το
διασαλεύει. Ίσως και η μεγαλύτερη
πρόκληση για τον καθένα μας να είναι η
συνύπαρξη με το δικό του προσωπικό πόνο,
το ελπιδοφόρο σφιχταγκάλιασμα με τα
βαθύτερα αυτά γιατί.
Η λογική δεν είναι πάντα
αυτή που επιλύει τα πράγματα. Στη ζωή
μου όποτε έβαζα στη ζυγαριά από τη μια
τη λογική και από την άλλη το συναίσθημα,
πάντα το συναίσθημα ήταν πολύ βαρύ.Πάντα η ζυγαριά ήταν
ανισόρροπη. Δεν έχει σημασία η σχέση
που είχα με τη Βίκη. Σημασία έχει η
καθημερινή συναναστροφή μας γι’ αυτό
και πηγαίναμε παράλληλα. Η Βίκη ήξερε
να μιλάει, ήξερε να δίνει. Η Βίκη μας
έδωσε την ζωή της τα πάντα δηλαδή. Εμείς
προσπαθήσαμε να της δώσουμε απ’ αυτά
που περίσσευαν. Την ευχαριστούμε…
"Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί
από πάνω κόκκινα κι από κάτω κόσκινα»:
έτσι τέλειωναν τα παραμύθια που έλεγαν παλιά οι άνθρωποι. Έτσι τελειώνουν και τώρα αυτά που λένε οι τελευταίοι ίσως- γέροι παραμυθάδες στον κινηματογραφικό φακό, στο ντοκιμαντέρ που γύρισα στα χωριά των Τρικάλων φέτος το καλοκαίρι, για τον Δήμο Τρικκαίων.
Παραμύθια, για πάντα.
Παραμύθια του κάμπου και των βουνών.
Aνθρωποι απλοί, βοσκοί, νοικοκυρές, αγρότες, άνθρωποι αγράμματοι οι περισσότεροι, προικισμένοι όμως με το χάρισμα της αφήγησης, μάς καθηλώνουν και δημιουργούν ταξίδια στο μυαλό μας. Από στόμα σε στόμα, από παππούδες και γιαγιάδες στα παιδιά και στα εγγόνια, οι παραμυθάδες διέσωσαν ιστορίες, παραδόσεις και θρύλους, τραγούδια και στιχάκια που θα είχαν πια χαθεί. Μέσα από τις αφηγήσεις των παραμυθιών που κινηματογραφήσαμε ζωντανεύουν και πάλι η γεωργική και κτηνοτροφική παράδοση του τόπου, τα ζώα και τα φυτά, τα πυκνά δάση και οι μεγάλοι κάμποι, τα μονοπάτια, τα σταυροδρόμια, τα πηγάδια κι οι πηγές, ο κουρνιαχτός του δρόμου και η πρωινή ομίχλη, οι πονηρές αλεπούδες και οι αετοί που μιλάνε, οι νεράιδες, οι δράκοι και οι λάμιες, οι μύλοι και τα καρκατζάλια.
Ένα μεγάλο οδοιπορικό στα παραμύθια λοιπόν, μέσα από το οδοιπορικό των παλικαριών που ξεκινάν να βρουν την τύχη τους ή να κερδίσουν την καρδιά της όμορφης βασιλοπούλας, που συναντούν εμπόδια στο δρόμο, που στέκονται σε τρίστρατα και παίρνουν το μονοπάτι το δύσκολο και «προχωράν και προχωράν » και φτάνουν σε κόσμους άγνωστους πανέμορφους τρομακτικούς, και περιπλανώνται άσκοπα και ξεστρατίζουν και κοιμούνται όπου βρεθούν και νυχτωθούν. Αρετές του παλιού καιρού, τότε που ο χρόνος κύλαγε αλλιώς, που η βραδύτητα ήταν αρετή, που το θαύμα ήταν εφικτό κι ο στοχασμός θεωρούνταν σοφία -κι όχι χάσιμο χρόνου.Αρετές και αξίες που φτάνουν πολύ πίσω, στα μεγάλα έπη του Ομήρου, του πρώτου παραμυθά που κατέγραψε τις προφορικές ιστορίες που είχαν φτάσει ως τις δικές του μέρες.
Βασίλης Λουλές,σκηνοθέτης
Γεννήθηκα στα Τρίκαλα, στις αρχές της δεκαετίας του 60, στο μεταίχμιο δυο εποχών. Ένα μικρό ισόγειο σπίτι που έβγαινε σε μια αυλή, κοινή με άλλους γείτονες. Δίπλα, το ποδηλατάδικο του πατέρα μου. Κι από την άλλη, μια καρβουναποθήκη. Αυτός ήταν όλος μου ο κόσμος. Κόσμος φτωχικός. Σκυφτός αλλά περήφανος, όχι σκυμμένος.
Παντού ακούγαμε παραμύθια. Παραμύθια η μάνα μου στο σπίτι, παραμύθια η μάνα της στο ένα χωριό, παραμύθια ο παππούς, η γιαγιά, οι θείες και οι θειοί μου στο άλλο χωριό, παραμύθια παντού. Παραμύθια στα μικρά παιδιά για να κοιμηθούν ή να λουφάξουν. Παραμύθια για να αντέξουν οι μεγάλοι στις ατέλειωτες ώρες χειρωνακτικής δουλειάς: στο χωράφι, στο δεμάτιασμα του καπνού, στη βοσκή, στα μικρά εργαστήρια, στο άρμεγμα, στον αργαλειό και στα νυχτέρια των γυναικών, στο κάρο που σε πήγαινε, νύχτα ακόμα, στο χωράφι με τα βαμβάκια. Παραμύθια για να περνάει η ώρα στα μακρινά, ατέλειωτα ταξίδια εκείνου του καιρού.
Προσωπικά, αγάπησα και πάλι την προφορική αφήγηση και τα παραμύθια όταν εδώ και κάποια χρόνια, φτιάχνοντας κινηματογραφικές ταινίες και σενάρια, βρέθηκα ν ασχολούμαι με το είδος του ντοκιμαντέρ, βάζοντας ανθρώπους να μιλάνε στο φακό, να λένε ιστορίες. Τις μικρές τους καθημερινές ιστορίες. Αλλά και τις άλλες τους ιστορίες, αυτές που έπεσαν στη δίνη της Ιστορίας.
Το ντοκιμαντέρ Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτίδεν αρκείται όμως στην καταγραφή του λόγου και στη διάσωση της προφορικής παράδοσης της περιοχής, δεν αναδεικνύει μόνο τον πλούτο των παραλλαγών πάνω στο ίδιο παραμύθι -από στόμα σε στόμα, από τόπο σε τόπο-, αλλά προσθέτει και κάτι περισσότερο, κάτι που μόνον ο κινηματογράφος μπορεί: φέρνει στο φως τις χειρονομίες του αφηγητή, τις εκφράσεις του προσώπου, τις σιωπές και τις εντάσεις, τη γλώσσα του σώματος. Όλα αυτά ακριβώς τα στοιχεία τα οποία προσδίδουν την δύναμη και την ιδιαιτερότητα στον κάθε παραμυθά. Η ντοπιολαλιά είναι όμορφη στα παραμύθια, ζωντανεύει τις εικόνες που περιγράφουν, ενώ τα εκφραστικά πρόσωπα των γερόντων είναι σαν ένα απέραντο τοπίο που δεν χορταίνεις να παρατηρείς, να θαυμάζεις, να απολαμβάνεις.
Πρόσωπα που, ακούγοντάς τα, μας γεννούν εικόνες στο μυαλό και μας κάνουν να θέλουμε να πούμε ιστορίες κι εμείς, με τη σειρά μας. Όλοι εμείς, και οι μεγάλοι και τα παιδιά. Γιατί όλοι θέλουμε να ακούμε παραμύθια κι όλοι μας έχουμε ένα δικό μας παραμύθι να μοιραστούμε. Οι γιαγιάδες κι οι παππούδες του ντοκιμαντέρ μάς δίνουν το χέρι. Τι λέτε, θα το πιάσουμε;
ΥΓ. Αφιερώνω το κείμενο αυτό, όπως και την ταινία, στον γιο μου Πέτρο που με ξαναπήρε από το χέρι στο μαγικό κόσμο του παραμυθιού.
Το ντοκιμαντέρ γυρίστηκε το καλοκαίρι του 2013 στα χωριά των Τρικάλων Θεσσαλίας. Προβλήθηκε για πρώτη φορά στα Τρίκαλα τον Δεκέμβριο του 2013 στις Χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις του «Μύλου των ξωτικών»
Ο Βασίλης Λουλές είναι σκηνοθέτης ταινιών μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο και Κινηματογράφο στη Σχολή Χατζίκου.
Συνεργάστηκε για χρόνια με την ΕΡΤ ως Συντονιστής στο πρόγραμμα ταινιών μικρού μήκους μικροφίλμ και με το Κινηματογραφικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών στην ταξινόμηση παλαιών κινηματογραφικών επικαίρων.
Οι ταινίες του τιμήθηκαν με βραβεία, έλαβαν μέρος σε πολλά φεστιβάλ του εξωτερικού, μεταδόθηκαν από ξένα και ελληνικά τηλεοπτικά κανάλια, συμπεριλήφθηκαν σε ελληνικά και διεθνή αφιερώματα και χρησιμοποιούνται ως εκπαιδευτικό υλικό σε σχολές και Πανεπιστήμια. Τα έργα του πραγματεύονται μικρές, προσωπικές ιστορίες που σκιαγραφούνται μέσα στη δίνη της Ιστορίας ή στον απόηχό της.
Το ντοκιμαντέρ του Φιλιά εις τα παιδιά, παραγωγής 2012, με θέμα μικρά παιδιά Ελλήνων Εβραίων που σώθηκαν από το θάνατο κατά τη Γερμανική Κατοχή χάρη στην προστασία που τους πρόσφεραν Χριστιανοί, τιμήθηκε με 8 βραβεία σε φεστιβάλ κινηματογράφου, προβλήθηκε επί σειρά εβδομάδων σε κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας και Θεσσαλονίκης και έδωσε αφορμή για πολλά κείμενα και σχόλια στα έντυπα και στα ηλεκτρονικά μέσα. Προβάλλεται τώρα σε σχολεία της χώρας ενώ συνεχίζονται με επιτυχία οι προβολές στην Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία.
Φιλμογραφία (επιλογή)
2013 Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί/Ντοκ. 115 2012 Φιλιά εις τα παιδιά / Ντοκιμαντέρ 115 2012 Στα ορεινά βοσκοτόπια / Ντοκιμαντέρ 60 2005 Συναντήσεις με τη μητέρα μου Λέλα Καραγιάννη /Ντοκ. 29 2000 Ένας λαμπερός ήλιος / Μυθοπλασία 36 1999 Ελευσίνα, ιστορίες στον απόηχο των μηχανών /Ντοκ. 30 1996 Μετέωρα-Πίνδος Οδοιπορικό / Ντοκιμαντέρ 93 1993 Ο Αμερικάνος / Μυθοπλασία 39 1990 Απών / Mυθοπλασία 15
Από την 1 Γενάρη στην Θεσσαλονίκη και για λίγες ημέρες κάθε μέρα μόνο μία προβολή στις 17:15 στην αίθουσα Πάυλος Ζάννας στον 5ο όροφο στο Ολύμπιον Πλ. Αριστοτέλους 10.